3,274,313
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
(CSV import) |
||
(21 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypsilos | |Transliteration C=ypsilos | ||
|Beta Code=u(yhlo/s | |Beta Code=u(yhlo/s | ||
|Definition= | |Definition=ὑψηλή, ὑψηλόν (also [[ὑψηλός]], [[ὑψηλόν]] Demetr.Troezen.''1'' Diels): Comp. and Sup. [[ὑψηλότερος]], [[ὑψηλότατος]], and irreg.<br><span class="bld">A</span> [[ὑψηλέστατος]] Paus.5.13.9: ([[ὕψι]], [[ὕψος]]): —[[high]], [[lofty]], [[θάλαμος]] Od.1.426; πύργος Il.3.384, etc.; of a [[highland]] [[country]], χώρη ὀρεινὴ . . καὶ ὑψηλή [[Herodotus|Hdt.]] 1.110; ὑψλὰ χωρία Th.3.97; and [[ὑψηλά]] alone, Pl.Lg.732c; ἐφ' ὑψηλοῦ [[εἶναι]], [[καθῆσθαι]], X.HG4.5.4, Luc. Rh.Pr.6; ἐν ὑψηλῷ τινι καταστάς Plu.Eum. 17; ἀπὸ ὑψηλοῦ κρεμασθείς Pl.Tht.175d; ἀφ' ὑψηλοτέρου καθορῶντες X.HG6.2.29; ἐποικοδομήσαντες ὑψηλότερον [τὸ τεῖχος] Th.7.4. Adv., ὑψηλῶς καθήμενος Pherecr. 64.<br><span class="bld">II</span> metaph., [[high]], [[lofty]], [[stately]], [[proud]], [[ὄλβος]], [[ἀρεταί]], [[κλέος]], Pi.O.2.22, 5.1, P.3.111; τέχνη θεσπεσία τις καὶ ὑ. Pl.Euthd.289e; ὑ. καὶ χαύνη ἐλπίς Id.Ep.341e; ὑψηλὰ [[κομπεῖν]] = [[talk]] [[high]] and [[boastfully]], S.Aj.1230.<br><span class="bld">2</span> of persons, opp. [[δυσδαίμων]], E.Hel.418; ἀφ' ὑψηλῶν βραχὺν ᾤκισε Id.Heracl.613 (lyr.); ἐπὶ τοῖς ἐμοῖς κακοῖς ὑ. εἶναι Id.Hipp.730; ἐπὶ τούτοις ὑ. ἐξαρεῖν αὑτόν Pl.R.494d, cf. And.3.7, Aeschin.2.174; [δαίμονα] ὑ. [[αἴρειν]] E.Supp.555; τὸ νέον ἅπαν ὑ. καὶ θρασύ Metrod.Fr.57; αὑτὸν παρέχειν ὑψηλότερον λημμάτων Luc.Nigr. 25; ὑ. τῷ ἤθει Plu.Dio4.<br><span class="bld">3</span> [[upraised]], i.e. [[mighty]], ἐν βραχίονι ὑψηλῷ [[LXX]] Ex.6.1, al.<br><span class="bld">4</span> of poets, [[sublime]], Longin.40.2; [[τὰ ὑψηλότερα]] = the [[loftier]], [[sublimer]] thoughts or language, Id.43.3; ὑ. [[λέξις]], [[λόγος]], D.H.Lys. 13, Plu.Per.5. Adv. [[ὑψηλῶς]] Gal.10.12. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />haut, élevé : [[ἐν]] ὑψηλῷ [[εἶναι]] PLUT être sur une hauteur ; <i>fig.</i> :<br /><b>1</b> <i>en parl. du caractère, des pensées, du style</i>;<br /><b>2</b> <i>en mauv. part</i> hautain, fier, orgueilleux;<br /><i>Cp.</i> ὑψηλότερος.<br />'''Étymologie:''' [[ὕψος]]. | |btext=ή, όν :<br />haut, élevé : [[ἐν]] ὑψηλῷ [[εἶναι]] PLUT être sur une hauteur ; <i>fig.</i> :<br /><b>1</b> <i>en parl. du caractère, des pensées, du style</i>;<br /><b>2</b> <i>en mauv. part</i> hautain, fier, orgueilleux;<br /><i>Cp.</i> ὑψηλότερος.<br />'''Étymologie:''' [[ὕψος]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>hoch, hoch [[gebaut]], [[gelegen]], [[erhaben]]</i>; [[θάλαμος]] <i>Od</i>. 1.426; [[πύργος]] <i>Il</i>. 3.384, und [[öfter]]; so von Gebäuden, wie [[Bergen]], Bäumen und vgl., von einem bergigen Hochlande, Her. 1.110 und [[sonst]] in [[Prosa]], in diesem eigtl. [[Sinne]]; [[ὄλβος]], [[κλέος]], Pind. <i>Ol</i>. 2.22, <i>P</i>. 3.111; ἀρεταί <i>Ol</i>. 5.1, <i>I</i>. 4.45; [[στέγη]] Aesch. <i>Ag</i>. 871, und A.; auch übertragen, ὑψήλ' ἐκόμπεις Soph. <i>Aj</i>. 1209; ἵν' εἰδῇ μὴ 'πὶ τοῖς ἐμοῖς κακοῖς ὑψηλὸς [[εἶναι]] Eur. <i>Hipp</i>. 730; ὁ ὄλβιός [[νιν]] ὑψηλὸν αἴρει <i>Suppl</i>. 555; ἡ [[εἰρήνη]] τὸν δῆμον ὑψηλὸν ἦρε Andoc. 3.7; Aesch. 2.174. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑψηλός:'''<br /><b class="num">1</b> [[высокий]] ([[πύργος]] Hom.; [[στέγη]] Aesch.; [[τεῖχος]] Thuc.; [[ὄρος]] NT);<br /><b class="num">2</b> [[высокогорный]], [[возвышенный]] (ἡ Μηδικὴ [[χώρη]] Her.; τὰ χωρία Thuc.);<br /><b class="num">3</b> перен. [[высокий]], [[возвышенный]] (ἀρεταί, [[κλέος]] Pind.; [[λόγος]] Plut.): ὑ. τῷ ἤθει Plut. с возвышенной душой; [[ὑψηλόν]] τινα αἴρειν Eur., Aeschin. возвеличивать кого-л.; ἑαυτὸν ὑψηλότερόν τινος παρέχειν Luc. возвышаться над чем-л.;<br /><b class="num">4</b> [[высокомерный]], [[надменный]]: ὑφηλὰ κομπεῖν Soph. держать надменные речи; τὰ ὑψηλὰ φρονεῖν NT = ὑψηλοφρονεῖν. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὑψηλός''': ή, όν· συγκρ. καὶ ὑπερθ. -ότερος, -ότατος, καὶ ἀνωμάλως, -έστατος διάφ. γραφ. ἐν Παυσ. 5. 13, 9· (ὕψι, [[ὕψος]])· ― ὡς καὶ νῦν, [[ὑψηλός]], Λατιν. altus, sublimis, Ὅμηρ., Ἡρόδ., Τραγ., κλπ.· [[θάλαμος]] Ὀδ. Α. 426· [[πύργος]] Ἰλ. Γ. 384, κλπ.· ἐπὶ χώρας, [[χώρα]] ὀρεινή… καὶ ὑψηλὴ Ἡρόδ. 1. 110· ὑψηλὰ χωρία Θουκ. 3. 97· καὶ μόνον ὑψηλά, Πλάτ. Νόμ. 732C· ἐφ’ ὑψηλοῦ [[εἶναι]] Ξεν., Λουκ., κλπ.· ἐν ὑψηλῷ [[εἶναι]] Πλουτ. Εὐμεν. 17· ἀφ’ ὑψηλοῦ κρεμασθῆναι Πλάτ. Θεαίτ. 175D· ἀφ’ ὑψηλοτέρου καθορᾶν Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 29· ὑψηλότερον οἰκοδομεῖν [τὸ [[τεῖχος]]] Θουκ. 7. 4. ― Ἐπίρρ., καθήμενον ὑψηλῶς ὑπὸ σκιαδείῳ Φερεκράτης ἐν «Ἱπνῷ» 1. ΙΙ. μεταφορ., [[ὑψηλός]], [[μέγας]], [[λαμπρός]], [[ὄλβος]], ἀρεταί, [[κλέος]] Πινδ. Ο. 2. 38., 5. 1, Π. 3. 196, κλπ.· [[τέχνη]] θεσπεσία τις καὶ ὑψ. Πλάτ. Εὐθύδ. 289Ε· ὑψ. καὶ χαύνη ἐλπὶς ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιστ. 341Ε· ὑψηλὰ κομπεῖν Σοφ. Αἴ. 1230. 2) ἐπὶ προσώπων, ἀντίθετ. τῷ [[δυσδαίμων]], Εὐρ. Ἑλ. 418· ἀφ’ ὑψηλῶν βραχὺν ᾤκισε ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 613· ἐπὶ τοῖς ἐμοῖς κακοῖς ὑψ. [[εἶναι]] ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 730· ἐπὶ τούτοις ὑψ. ἐξαίρειν αὑτὸν Πλάτ. Πολ. 494D· πρβλ. Ἀνδοκ. 24. 18, Αἰσχίν. 51. 24· οὕτω, [[πνεῦμα]] ὑψηλὸν αἴρειν Εὐρ. Ἱκ. 555· ἑαυτὸν ὑψηλότερον λημμάτων παρέχειν Λουκ. Νιγρ. 25· ὑψ. τῷ ἤθει Πλουτ. Δίων 4. 3) ἐπὶ ποιητῶν, ἔχων [[ὕψος]] λόγου ἢ ἐννοιῶν, Λογγῖν. 40. 2· τὰ ὑψηλότερα, αἱ ὑψηλότεραι ἔννοιαι ἢ φράσεις, ὁ αὐτ. 43. 3· ὑψ. [[λέξις]], [[λόγος]] Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 13, Πλουτ. Περικλ. 5. | |||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 20: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[ὑψηλός]] (-οῖο, - | |sltr=[[ὑψηλός]] (-οῖο, -όν; -ᾶς, -άν, -ᾶν, -αῖς; -όν acc.: superl. -οτάτων.) <br /> <b>1</b> [[lofty]] <br /> <b>a</b> lit. ἵκοντο δ' ὑψηλοῖο πέτραν ἀλίβατον Κρονίου (O. 6.64) Παρνασσίαις πέτραις ὑψηλαῖς (Pae. 2.98) ὑψηλὰν πόλιν ἀμφινέμονται (Akragas) fr. 119. 2.<br /> <b>b</b> met. [[ὅταν]] θεοῦ [[μοῖρα]] πέμπῃ ἀνεκὰς ὄλβον ὑψηλόν pr. (O. 2.22) ὑψηλοτάτων ἀέθλων (O. 4.3) ὑψηλᾶν ἀρετᾶν (O. 5.1) [[κλέος]] εὑρέσθαι ὑψηλὸν (P. 3.111) τετείχισται δὲ [[πάλαι]] [[πύργος]] ὑψηλαῖς ἀρεταῖς ἀναβαίνειν (I. 5.45) ὑψηλαῖς πραπίδεσσι (of Kadmos) Δ. 2. 2. ψαλμὸν ἀντίφθογγον ὑψηλᾶς ἀκούων πακτίδος fr. 125. 3. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 26: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=ὑψηλή, ὑψηλόν ([[ὕψι]] on [[high]], [[ὕψος]]) (from | |txtha=ὑψηλή, ὑψηλόν ([[ὕψι]] on [[high]], [[ὕψος]]) (from Homer down), [[high]]; [[lofty]];<br /><b class="num">a.</b> [[properly]], of [[place]]: [[ὄρος]], R G L brackets; [[τεῖχος]], τά ὑψηλά (the heights of [[heaven]]; the Sept. for מָרום, A. V. on [[high]]; cf. Buttmann, § 124,8d.), [[exalted]] on [[high]]: ὑψηλότερος τῶν οὐρανῶν (made [[higher]] [[than]] the heavens), of Christ [[raised]] to the [[right]] [[hand]] of God, [[μετά]] βραχίονος ὑψηλοῦ, [[with]] a [[high]] (uplifted) [[arm]], i. e. [[with]] [[signal]] [[power]], Sept. [[often]] ἐν βραχίονι ὑψηλῷ for נְטוּיָה בִּזְרועַ, as in [[eminent]], exulted: in [[influence]] and honor, ὑψηλά φρονεῖν, to [[set]] the [[mind]] on, to [[seek]], [[high]] things (as honors and [[riches]]), to be aspiring, L marginal [[reading]] T Tr WH; T WH marginal [[reading]]; (Lucian, Icaromen. 11, Hermot. 5). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑψηλός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και [[ψηλός]] και [[αψηλός]] Ν, θηλ. και -ός Α<br /><b>1.</b> (συν. σε [[σύγκριση]] με τον [[μέσο]] όρο) αυτός που έχει μεγάλο ύψος (α. «υψηλό [[ανάστημα]]» β. «τὴν δ' ἐκίχανεν πύργῳ ἐφ' ὑψηλῷ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (με τοπ. σημ.) αυτός που βρίσκεται σε αρκετό από την [[θάλασσα]] ύψος, [[ορεινός]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) [[μεγάλος]], [[μεγαλειώδης]], [[εξαίρετος]], [[υπέροχος]], ηθικά και πνευματικά [[ανώτερος]] (α. «[[υψηλά]] φρονήματα» β. «[[τέχνη]] θεσπέσια τις καὶ ὑψηλή», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) (<b>για πρόσ.</b>) εξέχων (α. «[[είναι]] υψηλό [[πρόσωπο]]» β. «[[ὅταν]] δ' ἀνὴρ πράξῃ κακῶς [[ὑψηλός]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[αξίωμα]] ή κοινωνική [[θέση]]) [[ανώτερος]]<br /><b>2.</b> ο προερχόμενος από [[βασιλική]] [[γενιά]], [[βασιλικός]], [[πριγκιπικός]]<br /><b>3.</b> (για ήχο ή [[φωνή]]) [[οξύς]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το υψηλό</i><br />(για νοήματα, θεωρίες ή πράξεις) η [[ηθική]] και πνευματική [[ανωτερότητα]]<br /><b>5.</b> (το ουδ. του τ. [[ψηλός]] στον πληθ. ως ουσ.) τα [[ψηλά]]<br /><b>ναυτ.</b> α) τα [[έξαλα]] του πλοίου<br />β) τα ανώτερα ή τα [[ελαφρά]] από τα τριγωνικά [[ιστία]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «αφ' υψηλού» — με [[υπεροψία]], ακατάδεκτα<br />β) «καθ' υψηλήν επιταγήν»<br />([[λόγια]] έκφρ.) [[κατά]] [[διαταγή]] ανώτατης αρχής<br />γ) «Υψηλή Πύλη»<br />(την [[εποχή]] τών σουλτάνων) i) τα ανάκτορα του σουλτάνου<br />ii) <b>συνεκδ.</b> η τουρκική [[κυβέρνηση]]<br />δ) «υψηλή [[τάση]]»<br /><b>(ηλεκτρολ.)</b> [[τάση]], [[δηλαδή]] [[διαφορά]] δυναμικού, η οποία ανέρχεται σε αρκετά κιλοβόλτ, από μερικές δεκάδες έως μερικές εκατοντάδες<br />ε) «υψηλή [[συχνότητα]]»<br /><b>(ραδιοηλ.)</b> [[συχνότητα]] που έχει [[πάνω]] από 3 μεγαχέρτς, [[δηλαδή]] 3 εκατομμύρια [[χερτς]], και φθάνει ώς τα 30 μεγαχέρτς, [[δηλαδή]] 30 εκατομμύρια [[χερτς]]<br />στ) «πολύ υψηλή [[συχνότητα]]»<br /><b>(ραδιοηλ.)</b> [[συχνότητα]] που έχει [[πάνω]] από 30 μεγαχέρτς, [[δηλαδή]] [[πάνω]] από 30 εκατομμύρια [[χερτς]], και φθάνει ώς τα 300 μεγαχέρτς ή 300 εκατομμύρια [[χερτς]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για συγγραφέα) αυτός που χαρακτηρίζεται από την [[μεγαλοπρέπεια]] του λόγου του, την [[ηθική]] και πνευματική [[ανωτερότητα]] τών εννοιών του<br /><b>2.</b> (με προθέσεις, όπως [[πρός]], <i>ἀπό</i>, <i>ἐν</i> <b>κ.λπ.</b>) σε αρκετό ύψος, [[ψηλά]] (α. «ἐν ὑψηλῷ [[εἶναι]]», <b>Πλούτ.</b><br />β. «ἰλιγγιῶν τε ἀφ' | |mltxt=-ή, -ό / [[ὑψηλός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και [[ψηλός]] και [[αψηλός]] Ν, θηλ. και -ός Α<br /><b>1.</b> (συν. σε [[σύγκριση]] με τον [[μέσο]] όρο) αυτός που έχει μεγάλο ύψος (α. «υψηλό [[ανάστημα]]» β. «τὴν δ' ἐκίχανεν πύργῳ ἐφ' ὑψηλῷ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (με τοπ. σημ.) αυτός που βρίσκεται σε αρκετό από την [[θάλασσα]] ύψος, [[ορεινός]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) [[μεγάλος]], [[μεγαλειώδης]], [[εξαίρετος]], [[υπέροχος]], ηθικά και πνευματικά [[ανώτερος]] (α. «[[υψηλά]] φρονήματα» β. «[[τέχνη]] θεσπέσια τις καὶ ὑψηλή», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) (<b>για πρόσ.</b>) εξέχων (α. «[[είναι]] υψηλό [[πρόσωπο]]» β. «[[ὅταν]] δ' ἀνὴρ πράξῃ κακῶς [[ὑψηλός]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[αξίωμα]] ή κοινωνική [[θέση]]) [[ανώτερος]]<br /><b>2.</b> ο προερχόμενος από [[βασιλική]] [[γενιά]], [[βασιλικός]], [[πριγκιπικός]]<br /><b>3.</b> (για ήχο ή [[φωνή]]) [[οξύς]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το υψηλό</i><br />(για νοήματα, θεωρίες ή πράξεις) η [[ηθική]] και πνευματική [[ανωτερότητα]]<br /><b>5.</b> (το ουδ. του τ. [[ψηλός]] στον πληθ. ως ουσ.) τα [[ψηλά]]<br /><b>ναυτ.</b> α) τα [[έξαλα]] του πλοίου<br />β) τα ανώτερα ή τα [[ελαφρά]] από τα τριγωνικά [[ιστία]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «αφ' υψηλού» — με [[υπεροψία]], ακατάδεκτα<br />β) «καθ' υψηλήν επιταγήν»<br />([[λόγια]] έκφρ.) [[κατά]] [[διαταγή]] ανώτατης αρχής<br />γ) «Υψηλή Πύλη»<br />(την [[εποχή]] τών σουλτάνων) i) τα ανάκτορα του σουλτάνου<br />ii) <b>συνεκδ.</b> η τουρκική [[κυβέρνηση]]<br />δ) «υψηλή [[τάση]]»<br /><b>(ηλεκτρολ.)</b> [[τάση]], [[δηλαδή]] [[διαφορά]] δυναμικού, η οποία ανέρχεται σε αρκετά κιλοβόλτ, από μερικές δεκάδες έως μερικές εκατοντάδες<br />ε) «υψηλή [[συχνότητα]]»<br /><b>(ραδιοηλ.)</b> [[συχνότητα]] που έχει [[πάνω]] από 3 μεγαχέρτς, [[δηλαδή]] 3 εκατομμύρια [[χερτς]], και φθάνει ώς τα 30 μεγαχέρτς, [[δηλαδή]] 30 εκατομμύρια [[χερτς]]<br />στ) «πολύ υψηλή [[συχνότητα]]»<br /><b>(ραδιοηλ.)</b> [[συχνότητα]] που έχει [[πάνω]] από 30 μεγαχέρτς, [[δηλαδή]] [[πάνω]] από 30 εκατομμύρια [[χερτς]], και φθάνει ώς τα 300 μεγαχέρτς ή 300 εκατομμύρια [[χερτς]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για συγγραφέα) αυτός που χαρακτηρίζεται από την [[μεγαλοπρέπεια]] του λόγου του, την [[ηθική]] και πνευματική [[ανωτερότητα]] τών εννοιών του<br /><b>2.</b> (με προθέσεις, όπως [[πρός]], <i>ἀπό</i>, <i>ἐν</i> <b>κ.λπ.</b>) σε αρκετό ύψος, [[ψηλά]] (α. «ἐν ὑψηλῷ [[εἶναι]]», <b>Πλούτ.</b><br />β. «ἰλιγγιῶν τε ἀφ' ὑψηλοῦ κρεμασθείς», <b>Πλάτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[υψηλώς]]/ <i>ὑψηλῶς</i> ΝΜΑ, και [[υψηλά]] και [[ψηλά]] και <i>αψηλά</i> Ν<br /><b>1.</b> σε μεγάλο ύψος<br /><b>2.</b> [[προς]] τα [[πάνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «με το [[μέτωπο]] [[ψηλά]]» — με [[θάρρος]] ή με [[περηφάνια]]<br />β) «οι [[υψηλά]] ιστάμενοι» — ανώτατοι αξιωματούχοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηλός</i> (<b>πρβλ.</b> [[σφριγηλός]], [[χαμηλός]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑψηλός:''' -ή, -όν ([[ὕψι]]),<br /><b class="num">I.</b> ψηλός, [[υψηλός]], ανυψωμένος, Λατ. [[altus]], [[sublimis]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Τραγ. κ.λπ.· λέγεται για ορεινή [[χώρα]], [[χώρη]] ὀρεινὴ καὶ ὑψηλή, σε Ηρόδ.· <i>ὑψηλὰ χωρία</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[υψηλός]], [[μέγας]], [[λαμπρός]], σε Πίνδ., Πλάτ.· <i>ὑψηλὰ κομπεῖν</i>, [[μιλώ]] με αγέρωχο τρόπο, σε Σοφ.· [[πνεῦμα]] ὑψηλὸν αἴρειν, σε Ευρ. | |lsmtext='''ὑψηλός:''' -ή, -όν ([[ὕψι]]),<br /><b class="num">I.</b> ψηλός, [[υψηλός]], ανυψωμένος, Λατ. [[altus]], [[sublimis]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Τραγ. κ.λπ.· λέγεται για ορεινή [[χώρα]], [[χώρη]] ὀρεινὴ καὶ ὑψηλή, σε Ηρόδ.· <i>ὑψηλὰ χωρία</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[υψηλός]], [[μέγας]], [[λαμπρός]], σε Πίνδ., Πλάτ.· <i>ὑψηλὰ κομπεῖν</i>, [[μιλώ]] με αγέρωχο τρόπο, σε Σοφ.· [[πνεῦμα]] ὑψηλὸν αἴρειν, σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
Line 44: | Line 47: | ||
}} | }} | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[boastful]], [[exalted]], [[majestic]], [[mountainous]], [[proud]], [[ | |woodrun=[[boastful]], [[exalted]], [[majestic]], [[mountainous]], [[proud]], [[conceited]], [[high in air]], [[high sounding]], [[of horns]], [[puffed up]] | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[excelsus]]'', [[lofty]], [[elevated]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.34.8/ 2.34.8], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.75.5/ 2.75.5], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.97.2/ 3.97.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.112.1/ 3.112.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.109.2/ 4.109.2],<br>COMP. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.4.3/ 7.4.3]. | |||
}} | }} |