πρόβλεψη: Difference between revisions

m
no edit summary
(34)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[προβλέπω]], το να αντιλαμβάνεται ή να προαισθάνεται [[κανείς]] [[κάτι]] [[προτού]] [[ακόμη]] αυτό συμβεί («οι προβλέψεις του επαλήθευσαν»)<br /><b>2.</b> έγκαιρη [[φροντίδα]] για [[κάτι]] που πρόκειται να συμβεί στο [[μέλλον]]<br /><b>3.</b> <b>(οικον.)</b> [[αντιστάθμισμα]] ποσού το οποίο πρόκειται να πληρωθεί από τον αποδέκτη συναλλαγματικής<br /><b>4.</b> <b>(κοινων.)</b> η [[πράξη]] με την οποία διατυπώνεται εκ τών προτέρων η [[έκβαση]] της πορείας μιας αλλαγής που [[πρέπει]] ή μπορεί να αναμένεται ότι θα συμβεί<br /><b>5.</b> <b>(λογιστ.)</b> [[παρακράτηση]] ποσού από τα [[καθαρά]] κέρδη για μελλοντική [[κάλυψη]] ζημιών, [[ανανέωση]] και [[επέκταση]] τών εγκαταστάσεων κ.λπ.<br /><b>6.</b> <b>(οικον.)</b> όρος που χρησιμοποιείται προκειμένου να δηλωθεί η [[διατύπωση]] προοπτικών για μελλοντικές εκτιμήσεις, οι οποίες στηρίζονται στην επιστημονική [[επεξεργασία]] δεδομένων του παρελθόντος και στοιχείων του παρόντος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[προβλέπω]]. Η λ., στον λόγιο τ. <i>πρόβλεψις</i>, μαρτυρείται από το 1769 στον <b>Ιώσ.</b> Μοισιόδακα].
|mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[προβλέπω]], το να αντιλαμβάνεται ή να προαισθάνεται [[κανείς]] [[κάτι]] [[προτού]] [[ακόμη]] αυτό συμβεί («οι προβλέψεις του επαλήθευσαν»)<br /><b>2.</b> έγκαιρη [[φροντίδα]] για [[κάτι]] που πρόκειται να συμβεί στο [[μέλλον]]<br /><b>3.</b> <b>(οικον.)</b> [[αντιστάθμισμα]] ποσού το οποίο πρόκειται να πληρωθεί από τον αποδέκτη συναλλαγματικής<br /><b>4.</b> <b>(κοινων.)</b> η [[πράξη]] με την οποία διατυπώνεται εκ τών προτέρων η [[έκβαση]] της πορείας μιας αλλαγής που [[πρέπει]] ή μπορεί να αναμένεται ότι θα συμβεί<br /><b>5.</b> <b>(λογιστ.)</b> [[παρακράτηση]] ποσού από τα [[καθαρά]] κέρδη για μελλοντική [[κάλυψη]] ζημιών, [[ανανέωση]] και [[επέκταση]] τών εγκαταστάσεων κ.λπ.<br /><b>6.</b> <b>(οικον.)</b> όρος που χρησιμοποιείται προκειμένου να δηλωθεί η [[διατύπωση]] προοπτικών για μελλοντικές εκτιμήσεις, οι οποίες στηρίζονται στην επιστημονική [[επεξεργασία]] δεδομένων του παρελθόντος και στοιχείων του παρόντος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[προβλέπω]]. Η λ., στον λόγιο τ.[[πρόβλεψις]], μαρτυρείται από το 1769 στον <b>Ιώσ.</b> Μοισιόδακα].
}}
}}