ἀραιός: Difference between revisions

m
Text replacement - "αῑο" to "αῖο"
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἀραῑος, -α, -ον και -ος, -ον (Α) [[αρά]]<br /><b>1.</b> αυτός που τον παρακαλούν, τον ικετεύουν<br /><b>2.</b> [[καταραμένος]], φορτωμένος κατάρες<br /><b>3.</b> αυτός που προξενεί [[βλάβη]], [[επιβλαβής]], [[ολέθριος]].<br />-ή, -ό (AM [[ἀραιός]], -ά, -όν)<br /><b>1.</b> ο μη [[πυκνός]] στη σύστασή του<br /><b>2.</b> αυτός που έχει κενά [[κατά]] διαστήματα<br />ΙΙ <b>νεοελλ.</b> όποιος δεν γίνεται [[συχνά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ασθενικός]], ο [[άτονος]]<br /><b>2.</b> ο [[στενός]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[ἀραιά]]<br />η [[γαστήρ]], η [[κοιλιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η ύπαρξη <i>F</i> στη [[λέξη]] μαρτυρείται από το ομηρικό [[μέτρο]] και ανάγει σε αρχικό τ. <i>Fαρασιιός</i>, ο [[οποίος]] συνδέεται πιθ. με τον τ. [[ῥᾷστος]] <span style="color: red;"><</span> <i>Fράσιστος</i>. Η λ. παραδίδεται στον Ηρωδιανό με [[δασύτητα]] και απαντά ως [[χαρακτηρισμός]] κνήμης, εισόδου κ.λπ., με τη σημασ. «[[ισχνός]], [[αδύνατος]]» <b>(Ομηρ.)</b>, ως επίθ. παράταξης <b>(Ξενοφ.)</b>, τροφής (<b>Αριστοτ.</b>), υφάσματος και ύλης με την [[έννοια]] «[[χαλαρός]], [[χασματικός]], [[πορώδης]]» (Αναξιμ., Αναξαγ., Εμπεδ., Ιπποκρ., <b>Αριστοτ.</b>), σε [[αντίθεση]] [[προς]] το [[πυκνός]] και σε ορισμένες περιπτώσεις με τη σημασ. «[[σπάνιος]]». Ο τ. <i>αριός</i> <span style="color: red;"><</span> [[αραιός]], με [[συνίζηση]], ενώ ο τ. [[ανάριος]] <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[αραιός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αραιότητα]] (-<i>ότης</i>), <i>αραιώδης</i>, [[αραιώνω]] (-<i>όω</i>, -<i>ώ</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αραιοδόντης]] (-<i>όδους</i>) (-[[θριξ]]), <i>αραιόστυλος</i>, <i>αραιότριχος</i><br /><b>αρχ.</b><br /><i>αραιόπορος</i>, [[αραιόσαρκος]], [[αραιόφθαλμος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[αραιόφυλλος]]].
|mltxt=ἀραῖος, -α, -ον και -ος, -ον (Α) [[αρά]]<br /><b>1.</b> αυτός που τον παρακαλούν, τον ικετεύουν<br /><b>2.</b> [[καταραμένος]], φορτωμένος κατάρες<br /><b>3.</b> αυτός που προξενεί [[βλάβη]], [[επιβλαβής]], [[ολέθριος]].<br />-ή, -ό (AM [[ἀραιός]], -ά, -όν)<br /><b>1.</b> ο μη [[πυκνός]] στη σύστασή του<br /><b>2.</b> αυτός που έχει κενά [[κατά]] διαστήματα<br />ΙΙ <b>νεοελλ.</b> όποιος δεν γίνεται [[συχνά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ασθενικός]], ο [[άτονος]]<br /><b>2.</b> ο [[στενός]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[ἀραιά]]<br />η [[γαστήρ]], η [[κοιλιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η ύπαρξη <i>F</i> στη [[λέξη]] μαρτυρείται από το ομηρικό [[μέτρο]] και ανάγει σε αρχικό τ. <i>Fαρασιιός</i>, ο [[οποίος]] συνδέεται πιθ. με τον τ. [[ῥᾷστος]] <span style="color: red;"><</span> <i>Fράσιστος</i>. Η λ. παραδίδεται στον Ηρωδιανό με [[δασύτητα]] και απαντά ως [[χαρακτηρισμός]] κνήμης, εισόδου κ.λπ., με τη σημασ. «[[ισχνός]], [[αδύνατος]]» <b>(Ομηρ.)</b>, ως επίθ. παράταξης <b>(Ξενοφ.)</b>, τροφής (<b>Αριστοτ.</b>), υφάσματος και ύλης με την [[έννοια]] «[[χαλαρός]], [[χασματικός]], [[πορώδης]]» (Αναξιμ., Αναξαγ., Εμπεδ., Ιπποκρ., <b>Αριστοτ.</b>), σε [[αντίθεση]] [[προς]] το [[πυκνός]] και σε ορισμένες περιπτώσεις με τη σημασ. «[[σπάνιος]]». Ο τ. <i>αριός</i> <span style="color: red;"><</span> [[αραιός]], με [[συνίζηση]], ενώ ο τ. [[ανάριος]] <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[αραιός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αραιότητα]] (-<i>ότης</i>), <i>αραιώδης</i>, [[αραιώνω]] (-<i>όω</i>, -<i>ώ</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αραιοδόντης]] (-<i>όδους</i>) (-[[θριξ]]), <i>αραιόστυλος</i>, <i>αραιότριχος</i><br /><b>αρχ.</b><br /><i>αραιόπορος</i>, [[αραιόσαρκος]], [[αραιόφθαλμος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[αραιόφυλλος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm