τευτάζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "αῑα" to "αῖα"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "αῑα" to "αῖα")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και δ.τ. [[τευτάσσω]] Α- 1. [[ασχολούμαι]] αποκλειστικά ή [[συνεχώς]] με [[κάτι]], [[καταγίνομαι]] («οὐ χρὴ ἡμᾱς περὶ τὰ μὴ ἀναγκαῑα τευτάζειν», Ωριγ.)<br /><b>2.</b> (ενεργ. και μέσ.) παραγέλλω σε κάποιον επανειλημμένως να κάνει [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων. Έχει σχηματιστεί από τη [[ρίζα]] του ρ. <i>τευμῶμαι</i>, [[κατά]] τα ρ. σε -<i>τάω</i>, -[[τάζω]] (<b>πρβλ.</b> [[βαστάζω]], [[ῥιπτάζω]])].
|mltxt=και δ.τ. [[τευτάσσω]] Α- 1. [[ασχολούμαι]] αποκλειστικά ή [[συνεχώς]] με [[κάτι]], [[καταγίνομαι]] («οὐ χρὴ ἡμᾱς περὶ τὰ μὴ ἀναγκαῖα τευτάζειν», Ωριγ.)<br /><b>2.</b> (ενεργ. και μέσ.) παραγέλλω σε κάποιον επανειλημμένως να κάνει [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων. Έχει σχηματιστεί από τη [[ρίζα]] του ρ. <i>τευμῶμαι</i>, [[κατά]] τα ρ. σε -<i>τάω</i>, -[[τάζω]] (<b>πρβλ.</b> [[βαστάζω]], [[ῥιπτάζω]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm