προβαίνω: Difference between revisions

m
Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς "
m (Text replacement - "nisi leg." to "nisi leg.")
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[βαδίζω]] [[προς]] τα [[εμπρός]], [[προχωρώ]] («προβαίνει εὐθέσι τοῑς σκέλεσι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για τον χρόνο) [[παρέρχομαι]]<br /><b>3.</b> (το αρσ. πληθ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) <i>οι προβεβηκότες</i><br />άνθρωποι προχωρημένης ηλικίας, ηλικιωμένοι<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (με την [[πρόθεση]] σε) [[προβαίνω]] σε</i>...<br />[[ενεργώ]], [[αρχίζω]] να [[κάνω]] [[κάτι]] («[[μετά]] την [[επίθεση]] η [[Ελλάδα]] προέβη σε έντονο [[διάβημα]] στον ΟΗΕ»)<br /><b>2.</b> [[προβάλλω]], [[παρουσιάζομαι]] («προβαίνει η χαραυγούλα», Κρυστ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «προβεβηκυία [[ηλικία]]» — η προχωρημένη, η γεροντική ή η [[σχεδόν]] γεροντική [[ηλικία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[τρίχες]]) αναπτύσσομαι, [[μεγαλώνω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για [[διήγηση]], [[λογικό]] [[επιχείρημα]], [[συζήτηση]], [[ενέργεια]] ή [[γεγονός]]) [[βαίνω]] [[προς]] τα [[εμπρός]], [[προοδεύω]] («προβήσομαι εἰς τὸ [[πρόσω]] τοῦ λόγου», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[υπερέχω]], [[υπερτερώ]] («πολὺ προβέβηκας ἁπάντων σῷ θάρσει», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> [[διαβαίνω]]<br /><b>5.</b> [[κάνω]] κάποιον να [[πάει]] [[μπροστά]], να προοδεύσει («τίς [[τρόπος]] ἄνδρα προβάσει;», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «μέγα [[προβαίνω]]» — [[κάνω]] μεγάλο [[βήμα]] [[προς]] τα [[εμπρός]]<br />β) «ἄστρα προβέβηκε» — πέρασαν τα [[μεσάνυχτα]]<br />γ) «ἡ νὺξ προβαίνει» — η [[νύχτα]] προχωρεί<br />δ) «ἐκ τοῦ προβεβηκότος» — υπό την [[πίεση]] τών περιστάσεων<br />ε) «προβαίνει τὸ [[ἔθνος]] ἄρχον καὶ ἐπιτροπεῡον» — το [[έθνος]] αυξάνει την [[κυριαρχία]] του<br />στ) «εἰς τοῦτο προβέβηκε» — έχει προχωρήσει σε τέτοιο [[σημείο]] ώστε...<br />ζ) «[[προβαίνω]] τὰ ἀριστερά»<br />(για ζώο) έχω τα αριστερά σκέλη [[εμπρός]].
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[βαδίζω]] [[προς]] τα [[εμπρός]], [[προχωρώ]] («προβαίνει εὐθέσι τοῖς σκέλεσι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για τον χρόνο) [[παρέρχομαι]]<br /><b>3.</b> (το αρσ. πληθ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) <i>οι προβεβηκότες</i><br />άνθρωποι προχωρημένης ηλικίας, ηλικιωμένοι<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (με την [[πρόθεση]] σε) [[προβαίνω]] σε</i>...<br />[[ενεργώ]], [[αρχίζω]] να [[κάνω]] [[κάτι]] («[[μετά]] την [[επίθεση]] η [[Ελλάδα]] προέβη σε έντονο [[διάβημα]] στον ΟΗΕ»)<br /><b>2.</b> [[προβάλλω]], [[παρουσιάζομαι]] («προβαίνει η χαραυγούλα», Κρυστ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «προβεβηκυία [[ηλικία]]» — η προχωρημένη, η γεροντική ή η [[σχεδόν]] γεροντική [[ηλικία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[τρίχες]]) αναπτύσσομαι, [[μεγαλώνω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για [[διήγηση]], [[λογικό]] [[επιχείρημα]], [[συζήτηση]], [[ενέργεια]] ή [[γεγονός]]) [[βαίνω]] [[προς]] τα [[εμπρός]], [[προοδεύω]] («προβήσομαι εἰς τὸ [[πρόσω]] τοῦ λόγου», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[υπερέχω]], [[υπερτερώ]] («πολὺ προβέβηκας ἁπάντων σῷ θάρσει», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> [[διαβαίνω]]<br /><b>5.</b> [[κάνω]] κάποιον να [[πάει]] [[μπροστά]], να προοδεύσει («τίς [[τρόπος]] ἄνδρα προβάσει;», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «μέγα [[προβαίνω]]» — [[κάνω]] μεγάλο [[βήμα]] [[προς]] τα [[εμπρός]]<br />β) «ἄστρα προβέβηκε» — πέρασαν τα [[μεσάνυχτα]]<br />γ) «ἡ νὺξ προβαίνει» — η [[νύχτα]] προχωρεί<br />δ) «ἐκ τοῦ προβεβηκότος» — υπό την [[πίεση]] τών περιστάσεων<br />ε) «προβαίνει τὸ [[ἔθνος]] ἄρχον καὶ ἐπιτροπεῡον» — το [[έθνος]] αυξάνει την [[κυριαρχία]] του<br />στ) «εἰς τοῦτο προβέβηκε» — έχει προχωρήσει σε τέτοιο [[σημείο]] ώστε...<br />ζ) «[[προβαίνω]] τὰ ἀριστερά»<br />(για ζώο) έχω τα αριστερά σκέλη [[εμπρός]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm