μεταθέτω: Difference between revisions

m
Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς "
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑM [[μετατίθημι]], Μ και [[μεταθέτω]])<br />[[μεταφέρω]] [[κάτι]] σε [[άλλο]] [[μέρος]], [[αλλάζω]] [[θέση]], [[μετατοπίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[μεταθέτω]] τις ευθύνες» — [[επιρρίπτω]] τις ευθύνες μου σε [[άλλο]] [[πρόσωπο]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[μετακινώ]] κάποιον από μια υπηρεσιακή [[θέση]] σε [[άλλη]] («τον μετέθεσαν στην Καλαμάτα»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[μεταβιβάζω]] περιουσιακό [[στοιχείο]], [[παραχωρώ]] [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[αναστατώνω]], [[κάνω]] άνω [[κάτω]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>μεταθέτομαι</i>, <i>μετατίθεμαι</i><br />[[αλλάζω]] [[διάθεση]] [[απέναντι]] σε κάποιον<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> [[μεταβαίνω]] στους ουρανούς<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μεταθέτω]] νοῡν» — [[χάνω]] τα λογικά μου<br />β) «συμβουλήν [[μετατίθημι]]» — [[συσκέπτομαι]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[μεταβάλλω]], [[τροποποιώ]] («ἐπὶ γαρ ὑός τε καὶ ὄνου τὰς ἐπωνυμίας μετατιθείς», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τοποθετώ]] [[κάτι]] στο [[μέσο]], [[βάζω]] [[κάτι]] [[ανάμεσα]]<br /><b>2.</b> [[τοποθετώ]] [[κάτι]] με διαφορετικό τρόπο<br /><b>3.</b> [[παρασύρω]] [[προς]] το [[μέρος]] κάποιου, [[προσελκύω]] («[[ταχέως]] μετατίθεσθε ἀπὸ τοῦ καλέσαντος ὑμᾱς ἐν χάριτι Χριστοῦ εἰς ἕτερον [[εὐαγγέλιον]]», ΚΔ)<br /><b>4.</b> [[αντικαθιστώ]] [[κάτι]] («προφάσεις ἀντὶ τῶν ἀληθῶν ψευδεῑς μεταθέντα τοῑς πεπραγμένοις», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>5.</b> [[επανορθώνω]], [[διορθώνω]] («πρὸ τὸ βέλτιον μετατίθησι τοὺς ἅμαρτάνοντας», <b>Πολ.</b>)<br /><b>6.</b> [[διαφθείρω]] («ποιῆσαι τὸ πονηρὸν ἐνώπιον κυρίου, ὡς μετέθηκεν αὐτὸν... ἡ γυνὴ αὐτοῦ», ΠΔ)<br /><b>7.</b> <b>μέσ.</b> <i>μετατίθεμαι</i><br />α) [[μεταβάλλω]] [[κάτι]] δικό μου ή [[αλλάζω]] [[κάτι]] [[υπέρ]] του [[εαυτού]] μου (α. «ἐξέσται ἡμῑν καὶ μεταθέσθαι ἢν μή τι ἀρέσκη», <b>Θουκ.</b><br />β. «μετατίθεσθαι [[τούνομα]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br />γ) [[μεταβάλλω]] [[γνώμη]], [[ανακαλώ]], [[αναιρώ]] («ἐάν μετατιθῇ, φανερῶς μετατίθεσο καὶ ἡμᾱς μὴ ἐξαπάτα», <b>Πλάτ.</b>)<br />δ) [[εγκαταλείπω]] μια [[πολιτική]] [[μερίδα]] και [[προσχωρώ]] σε [[άλλη]]<br /><b>8.</b> (το αρσ. μτχ. μέσ. αόρ. β') <i>μεταθέμενος</i><br />[[επίθετο]] του φιλοσόφου Διονυσίου του Ηρακλεώτου, ο [[οποίος]] αποχώρησε από τη [[σχολή]] τών Στωικών και προσχώρησε στη [[σχολή]] τών Κυρηναϊκών<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μετατίθημι]] τὸ [[συμπέρασμα]]»<br /><b>(λογ.)</b> [[εξάγω]] το αντίθετο [[συμπέρασμα]]<br />β) «τήν γνώμην μετατίθεμαι» — [[αλλάζω]] [[γνώμη]]<br />γ) «μετατίθεμαι τὸν φόβον» — απαλλάσσομαι από τον φόβο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[θέτω]]].
|mltxt=(ΑM [[μετατίθημι]], Μ και [[μεταθέτω]])<br />[[μεταφέρω]] [[κάτι]] σε [[άλλο]] [[μέρος]], [[αλλάζω]] [[θέση]], [[μετατοπίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[μεταθέτω]] τις ευθύνες» — [[επιρρίπτω]] τις ευθύνες μου σε [[άλλο]] [[πρόσωπο]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[μετακινώ]] κάποιον από μια υπηρεσιακή [[θέση]] σε [[άλλη]] («τον μετέθεσαν στην Καλαμάτα»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[μεταβιβάζω]] περιουσιακό [[στοιχείο]], [[παραχωρώ]] [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[αναστατώνω]], [[κάνω]] άνω [[κάτω]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>μεταθέτομαι</i>, <i>μετατίθεμαι</i><br />[[αλλάζω]] [[διάθεση]] [[απέναντι]] σε κάποιον<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> [[μεταβαίνω]] στους ουρανούς<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μεταθέτω]] νοῡν» — [[χάνω]] τα λογικά μου<br />β) «συμβουλήν [[μετατίθημι]]» — [[συσκέπτομαι]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[μεταβάλλω]], [[τροποποιώ]] («ἐπὶ γαρ ὑός τε καὶ ὄνου τὰς ἐπωνυμίας μετατιθείς», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τοποθετώ]] [[κάτι]] στο [[μέσο]], [[βάζω]] [[κάτι]] [[ανάμεσα]]<br /><b>2.</b> [[τοποθετώ]] [[κάτι]] με διαφορετικό τρόπο<br /><b>3.</b> [[παρασύρω]] [[προς]] το [[μέρος]] κάποιου, [[προσελκύω]] («[[ταχέως]] μετατίθεσθε ἀπὸ τοῦ καλέσαντος ὑμᾱς ἐν χάριτι Χριστοῦ εἰς ἕτερον [[εὐαγγέλιον]]», ΚΔ)<br /><b>4.</b> [[αντικαθιστώ]] [[κάτι]] («προφάσεις ἀντὶ τῶν ἀληθῶν ψευδεῑς μεταθέντα τοῖς πεπραγμένοις», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>5.</b> [[επανορθώνω]], [[διορθώνω]] («πρὸ τὸ βέλτιον μετατίθησι τοὺς ἅμαρτάνοντας», <b>Πολ.</b>)<br /><b>6.</b> [[διαφθείρω]] («ποιῆσαι τὸ πονηρὸν ἐνώπιον κυρίου, ὡς μετέθηκεν αὐτὸν... ἡ γυνὴ αὐτοῦ», ΠΔ)<br /><b>7.</b> <b>μέσ.</b> <i>μετατίθεμαι</i><br />α) [[μεταβάλλω]] [[κάτι]] δικό μου ή [[αλλάζω]] [[κάτι]] [[υπέρ]] του [[εαυτού]] μου (α. «ἐξέσται ἡμῑν καὶ μεταθέσθαι ἢν μή τι ἀρέσκη», <b>Θουκ.</b><br />β. «μετατίθεσθαι [[τούνομα]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br />γ) [[μεταβάλλω]] [[γνώμη]], [[ανακαλώ]], [[αναιρώ]] («ἐάν μετατιθῇ, φανερῶς μετατίθεσο καὶ ἡμᾱς μὴ ἐξαπάτα», <b>Πλάτ.</b>)<br />δ) [[εγκαταλείπω]] μια [[πολιτική]] [[μερίδα]] και [[προσχωρώ]] σε [[άλλη]]<br /><b>8.</b> (το αρσ. μτχ. μέσ. αόρ. β') <i>μεταθέμενος</i><br />[[επίθετο]] του φιλοσόφου Διονυσίου του Ηρακλεώτου, ο [[οποίος]] αποχώρησε από τη [[σχολή]] τών Στωικών και προσχώρησε στη [[σχολή]] τών Κυρηναϊκών<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μετατίθημι]] τὸ [[συμπέρασμα]]»<br /><b>(λογ.)</b> [[εξάγω]] το αντίθετο [[συμπέρασμα]]<br />β) «τήν γνώμην μετατίθεμαι» — [[αλλάζω]] [[γνώμη]]<br />γ) «μετατίθεμαι τὸν φόβον» — απαλλάσσομαι από τον φόβο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[θέτω]]].
}}
}}