κόπρος: Difference between revisions

No change in size ,  27 March 2021
m
Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς "
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (ΑM [[κόπρος]], ἡ, Μ και κοπρός, ἡ και [[κόπρος]], ὁ)<br /><b>1.</b> [[αποπάτημα]], [[περίττωμα]], σκατά («καὶ τὸ μὲν εὖ κατέθηκε κατακρύψας ὑπὸ κόπρῳ», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[λίπασμα]] που προέρχεται από τα [[κόπρανα]], [[κοπριά]], [[κόπρισμα]] («[[οἷον]] καὶ ἡ [[κόπρος]], πάντων τῶν φυτῶν ταῑς μὲν ῥίζαις ἀγαθὸν παραβαλλομένης», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> συσσωρευμένη [[κοπριά]], [[σωρός]] κοπριάς («η [[κόπρος]] του Αυγείου»)<br /><b>4.</b> [[κοπρώνας]]<br /><b>5.</b> [[ακαθαρσία]], [[βρομιά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> σκάνδαλα, βρόμικες υποθέσεις, [[ιδίως]] στο [[δημόσιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>kok</i><sup>w</sup><i>r</i>- / <i>n</i>- της ΙΕ ρίζας <i>kek</i><sup>w</sup><i>r</i>- / <i>n</i>- «[[κοπριά]]». Συνδέεται με τα αρχ. ινδ. <i>śakr</i>-<i>t</i> και <i>śakn</i>-<i>ah</i> «[[κοπριά]]» που εμφανίζουν την αρχική [[μορφή]] του ονόματος, δηλ. αθέματο ουδ. σε <i>r</i>- / <i>n</i>-, από το οποίο με θεματικό μεταπλασμό προέκυψε ο τ. [[κόπρος]]. Συνδέεται ίσως και με το λιθουαν. <i>šiku</i>, <i>šikti</i> «[[αφοδεύω]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κόπρανα]], [[κοπρία]](-<i>ιά</i>), [[κοπρίζω]], [[κόπρινος]], [[κοπρώ]], [[κοπρώδης]], [[κοπρών]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοπρεαίος]], [[κόπρειος]], [[κοπρεύω]], [[κοπρίας]], [[κοπρικός]], [[κοπροσύνη]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κοπρία]], [[κόπριον]], [[κόπρον]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κοπρέα]], [[κοπρεών]], [[κοπρηρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κοπρίτης]], [[κόπρος]], <i>ο</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[κοπραγωγός]], [[κοπροβόρος]], <i>κοπροδοχείον</i>, [[κοπροδόχος]], [[κοπρολόγος]], [[κοπρολογώ]], [[κοπροφάγος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοπραγωγώ]], [[κοπρηγία]], [[κοπρηγός]], [[κοπρηγώ]], [[κοπροβόλος]], [[κοπροθήκη]], [[κοπροποιός]], [[κοπροποιώ]], [[κοπροφαγώ]], [[κοπροφορά]], [[κοπροφόρος]], [[κοπροφορώ]], [[κοπρώνης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κοπροξύστης]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>κοπροαναθρεμμένος</i>, <i>κορποβολείον</i>, [[κοπρογενής]], [[κοπρογέννητος]], [[κοπρογράφος]], [[κοπροδίαιτος]], [[κοπροδότης]], [[κοπροζάγαρος]], [[κοπροθέσιον]], [[κοπρόμοχθος]], [[κοπρόνους]], <i>κοπροπαραγέμιστος</i>, [[κοπροπηλόφυρτος]], [[κοπροπιγούνα]], [[κοπρόφυρτος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[κοπρόστομος]], [[κοπρώνυμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κοπρολαγνεία]], [[κοπρόλακκος]], [[κοπρολαλία]], [[κοπρόλιθος]], [[κοπρολογία]], [[κοπρομηχανή]], [[κοπροπορφυρίνη]], <i>κοπρόρρυγχος</i>, [[κοπροσκούληκας]], [[κοπροσκυλιάζω]], [[κοπρόσκυλο]], <i>κόπροσμα</i>, [[κοπροστάσι]], [[κοπροστασία]], [[κοπροστερόλη]], [[κοπροφαγία]], [[κοπροφιλία]], <i>κοπροφιλίδες</i>, [[κοπρόφιλος]], [[κοπρόφτυαρο]], [[κοπροχόος]], [[κοπρόχωμα]]].<br /><b>(II)</b><br />ο [[κόπρος]] (Ι)]<br />[[κοπρόσκυλο]], [[κοπρίτης]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (ΑM [[κόπρος]], ἡ, Μ και κοπρός, ἡ και [[κόπρος]], ὁ)<br /><b>1.</b> [[αποπάτημα]], [[περίττωμα]], σκατά («καὶ τὸ μὲν εὖ κατέθηκε κατακρύψας ὑπὸ κόπρῳ», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[λίπασμα]] που προέρχεται από τα [[κόπρανα]], [[κοπριά]], [[κόπρισμα]] («[[οἷον]] καὶ ἡ [[κόπρος]], πάντων τῶν φυτῶν ταῖς μὲν ῥίζαις ἀγαθὸν παραβαλλομένης», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> συσσωρευμένη [[κοπριά]], [[σωρός]] κοπριάς («η [[κόπρος]] του Αυγείου»)<br /><b>4.</b> [[κοπρώνας]]<br /><b>5.</b> [[ακαθαρσία]], [[βρομιά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> σκάνδαλα, βρόμικες υποθέσεις, [[ιδίως]] στο [[δημόσιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>kok</i><sup>w</sup><i>r</i>- / <i>n</i>- της ΙΕ ρίζας <i>kek</i><sup>w</sup><i>r</i>- / <i>n</i>- «[[κοπριά]]». Συνδέεται με τα αρχ. ινδ. <i>śakr</i>-<i>t</i> και <i>śakn</i>-<i>ah</i> «[[κοπριά]]» που εμφανίζουν την αρχική [[μορφή]] του ονόματος, δηλ. αθέματο ουδ. σε <i>r</i>- / <i>n</i>-, από το οποίο με θεματικό μεταπλασμό προέκυψε ο τ. [[κόπρος]]. Συνδέεται ίσως και με το λιθουαν. <i>šiku</i>, <i>šikti</i> «[[αφοδεύω]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κόπρανα]], [[κοπρία]](-<i>ιά</i>), [[κοπρίζω]], [[κόπρινος]], [[κοπρώ]], [[κοπρώδης]], [[κοπρών]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοπρεαίος]], [[κόπρειος]], [[κοπρεύω]], [[κοπρίας]], [[κοπρικός]], [[κοπροσύνη]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κοπρία]], [[κόπριον]], [[κόπρον]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κοπρέα]], [[κοπρεών]], [[κοπρηρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κοπρίτης]], [[κόπρος]], <i>ο</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[κοπραγωγός]], [[κοπροβόρος]], <i>κοπροδοχείον</i>, [[κοπροδόχος]], [[κοπρολόγος]], [[κοπρολογώ]], [[κοπροφάγος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοπραγωγώ]], [[κοπρηγία]], [[κοπρηγός]], [[κοπρηγώ]], [[κοπροβόλος]], [[κοπροθήκη]], [[κοπροποιός]], [[κοπροποιώ]], [[κοπροφαγώ]], [[κοπροφορά]], [[κοπροφόρος]], [[κοπροφορώ]], [[κοπρώνης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κοπροξύστης]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>κοπροαναθρεμμένος</i>, <i>κορποβολείον</i>, [[κοπρογενής]], [[κοπρογέννητος]], [[κοπρογράφος]], [[κοπροδίαιτος]], [[κοπροδότης]], [[κοπροζάγαρος]], [[κοπροθέσιον]], [[κοπρόμοχθος]], [[κοπρόνους]], <i>κοπροπαραγέμιστος</i>, [[κοπροπηλόφυρτος]], [[κοπροπιγούνα]], [[κοπρόφυρτος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[κοπρόστομος]], [[κοπρώνυμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κοπρολαγνεία]], [[κοπρόλακκος]], [[κοπρολαλία]], [[κοπρόλιθος]], [[κοπρολογία]], [[κοπρομηχανή]], [[κοπροπορφυρίνη]], <i>κοπρόρρυγχος</i>, [[κοπροσκούληκας]], [[κοπροσκυλιάζω]], [[κοπρόσκυλο]], <i>κόπροσμα</i>, [[κοπροστάσι]], [[κοπροστασία]], [[κοπροστερόλη]], [[κοπροφαγία]], [[κοπροφιλία]], <i>κοπροφιλίδες</i>, [[κοπρόφιλος]], [[κοπρόφτυαρο]], [[κοπροχόος]], [[κοπρόχωμα]]].<br /><b>(II)</b><br />ο [[κόπρος]] (Ι)]<br />[[κοπρόσκυλο]], [[κοπρίτης]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm