3,274,313
edits
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ") |
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> κινούμαι [[γρήγορα]] [[προς]] μια [[κατεύθυνση]] (α. «[[μόλις]] τον είδε, έσπευσε να τον προϋπαντήσει» β. «μὴ [[εἶναι]] [[ἔνθα]] [[πάλαι]] σπεύδομεν», <b>Ξεν.</b><br />γ. «... [[ἔλαφος]]... διὰ δρυμὰ πυκνὰ καὶ ὕλην σπεύδουσ' ἱδρώουσα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[έτοιμος]] ψυχικά, [[προθυμοποιούμαι]] να [[κάνω]] [[κάτι]] (α. «το [[ξέρω]] ότι θα σπεύσει να μέ βοηθήσει» β. «σπευδόμεναι δ' ἀφελεῖν τινα τάσδε μερίμνας», <b>Αισχύλ.</b><br />γ. «σπεύδειν δ' [[ὅττι]] τάχιστα [[πάλιν]] [[οἶκόνδε]] νέεσθαι», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ανυπομονώ]], δεν [[βλέπω]] την ώρα να [[κάνω]] [[κάτι]] (α. «μη σπεύδεις να συμφωνήσεις» β. «ἔσπευσεν τοῦ διατηρηθῆναι τὴν εὐφημίαν αὐτοῑς», <b>επιγρ.</b><br />γ. «[[μάλα]] σπεύδοντα μάχην ἐς κυδιάνειραν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>εσπευσμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />αυτός που έγινε βιαστικά, [[απροετοίμαστος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «σπεύδε βραδέως» — με προσεγμένη [[τακτική]] φτάνεις γρηγορότερα στον σκοπό σου<br /><b>μσν.</b><br />[[τρέχω]] να βοηθήσω («σπεῡσον, ἀπολλύμεθα ὑπὸ πλήθους πταισμάτων», Ακολ. Παρ. Καν.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] ή [[προετοιμάζω]] [[κάτι]] με [[προθυμία]] («οἱ δὲ γάμον σπεύδουσιν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προσπαθώ]], [[κοπιάζω]] για [[κάτι]] με [[προθυμία]] και ζήλο (α. «μηδὲν [[ἄγαν]] σπεύδειν», <b>Θέογν.</b><br />β. «σπεύδοντες τὰ μάλιστ' αὐτήν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[προτρέπω]], [[παρακινώ]] να γίνει [[κάτι]] [[γρήγορα]] («σπεύσατε... Τεῡκρον ἐν τάχει | |mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> κινούμαι [[γρήγορα]] [[προς]] μια [[κατεύθυνση]] (α. «[[μόλις]] τον είδε, έσπευσε να τον προϋπαντήσει» β. «μὴ [[εἶναι]] [[ἔνθα]] [[πάλαι]] σπεύδομεν», <b>Ξεν.</b><br />γ. «... [[ἔλαφος]]... διὰ δρυμὰ πυκνὰ καὶ ὕλην σπεύδουσ' ἱδρώουσα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[έτοιμος]] ψυχικά, [[προθυμοποιούμαι]] να [[κάνω]] [[κάτι]] (α. «το [[ξέρω]] ότι θα σπεύσει να μέ βοηθήσει» β. «σπευδόμεναι δ' ἀφελεῖν τινα τάσδε μερίμνας», <b>Αισχύλ.</b><br />γ. «σπεύδειν δ' [[ὅττι]] τάχιστα [[πάλιν]] [[οἶκόνδε]] νέεσθαι», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ανυπομονώ]], δεν [[βλέπω]] την ώρα να [[κάνω]] [[κάτι]] (α. «μη σπεύδεις να συμφωνήσεις» β. «ἔσπευσεν τοῦ διατηρηθῆναι τὴν εὐφημίαν αὐτοῑς», <b>επιγρ.</b><br />γ. «[[μάλα]] σπεύδοντα μάχην ἐς κυδιάνειραν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>εσπευσμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />αυτός που έγινε βιαστικά, [[απροετοίμαστος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «σπεύδε βραδέως» — με προσεγμένη [[τακτική]] φτάνεις γρηγορότερα στον σκοπό σου<br /><b>μσν.</b><br />[[τρέχω]] να βοηθήσω («σπεῡσον, ἀπολλύμεθα ὑπὸ πλήθους πταισμάτων», Ακολ. Παρ. Καν.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] ή [[προετοιμάζω]] [[κάτι]] με [[προθυμία]] («οἱ δὲ γάμον σπεύδουσιν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προσπαθώ]], [[κοπιάζω]] για [[κάτι]] με [[προθυμία]] και ζήλο (α. «μηδὲν [[ἄγαν]] σπεύδειν», <b>Θέογν.</b><br />β. «σπεύδοντες τὰ μάλιστ' αὐτήν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[προτρέπω]], [[παρακινώ]] να γίνει [[κάτι]] [[γρήγορα]] («σπεύσατε... Τεῡκρον ἐν τάχει μολεῖν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αγωνίζομαι]] να [[κάνω]] [[κάτι]] («ὃν μὲν σπεύδοντα [[ἴδοι]] Δαναῶν ταχυπώλων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> ταράζομαι ψυχικά («[[τότε]] ἔσπευσαν ἡγεμόνες Ἐδώμ... ἔλαβεν αὐτοὺς [[τρόμος]]», ΠΔ)<br /><b>6.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἐρεθίζω]]»<br /><b>7.</b> (η μτχ. ενεστ. ως επίρρ.) <i>σπεύδων</i><br />με [[σπουδή]], με [[προθυμία]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «[[ὅταν]] σπεύδη τις χὠ θεὸς συνάπτεται» — όταν βιάζεται [[κανείς]], κι ο [[θεός]] σπρώχνει τα πράγματα [[παραπέρα]] (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[σπεύδω]] ανάγεται στην απαθή [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας (<i>s</i>)<i>p</i>(<i>h</i>)<i>eu</i>-<i>d</i>- «[[πιέζω]], [[κάνω]] [[κάτι]] με ζήλο, βιάζομαι» και συνδέεται με λιθουαν. <i>spausti</i>, <i>spaudžiu</i> «[[πιέζω]], [[συνθλίβω]], επείγομαι», <i>spauda</i> «[[πίεση]], [[σπουδή]]» (από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας), <i>sp</i><i>ū</i><i>da</i> «[[πίεση]]», <i>sp</i><i>ū</i><i>d</i><i>ě</i><i>ti</i> «[[είμαι]] πιεσμένος, βασανίζομαι» (από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]]). Η σημ. της ρίζας «[[πιέζω]], βιάζομαι» διευρύνθηκε στο παρ. [[σπονδή]], <i>το</i> οποίο, [[εκτός]] από τη σημ. «[[βιασύνη]], [[ζήλος]]», χρησιμοποιήθηκε με σημ. «[[προσοχή]], [[προσπάθεια]], [[επιμέλεια]], [[σοβαρότητα]]», από όπου και η σημ. «[[μελέτη]] επιστήμης, τέχνης κ.λπ.» (<b>πρβλ.</b> [[σπουδάζω]], [[σπουδαίος]], [[σπουδαστής]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |