3,274,273
edits
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
m (Text replacement - "νῡν " to "νῦν ") |
||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[λόγος]])<br /><b>1.</b> η διά του στόματος [[έκφραση]] τών διανοημάτων του ανθρώπου, η [[ομιλία]] ως [[μέσο]] έκφρασης και συνεννόησης («ο [[λόγος]] συνετέλεσε στην [[εξέλιξη]] του ανθρώπου»)<br /><b>2.</b> [[καθετί]] που λέγει [[κάποιος]], [[φράση]], [[κουβέντα]] (α. «ο [[λόγος]] που είπες ήταν πολύ [[σοφός]]» β. «αἰεὶ δὲ μαλακοῑσι καὶ αἱμυλίοισι λόγοισιν θέλγει», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[άδεια]] ή [[δικαίωμα]] να μιλήσει [[κάποιος]] (α. «του αφαίρεσαν τον λόγο» β. «λόγον διδόναι καὶ ἀπέχεσθαι», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>4.</b> [[εκτενής]] προφορική [[ανάπτυξη]] ενός θέματος, [[αγόρευση]] (α. «εξεφώνησε βαρυσήμαντο πολιτικό λόγο» β. «δικανικοί λόγοι» γ. «[[πρῶτος]] [[πάλιν]] περὶ τῆς ἡγεμονίας ἐποίησε τῇ πόλει τὸν λόγον», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>5.</b> γραπτή [[ανάπτυξη]] ενός θέματος, [[αφήγηση]], εξιστόρηση (α. «ερωτικοί λόγοι» β. «ἔγραψα δὲ αὐτά καὶ τὴν ἐκβολὴν τοῦ λόγου ἐποιησάμην διὰ [[τόδε]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>6.</b> [[φήμη]], [[διάδοση]] για ένα [[γεγονός]] ή για κάποιο [[πρόσωπο]] (α. «ακούστηκε [[ένας]] [[λόγος]] πως ο [[γιος]] της το έσκασε» β. «ταχὺ τὸν λόγον ἐν [[Ρώμη]] σκεδασθῆναι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>7.</b> [[παροιμία]], γνωμικό, [[απόφθεγμα]] (α. «[[κατά]] πώς λέει ο [[λόγος]], μην πεις, για να μη σού πούνε» β. «ἔστι δέ τις [[λόγος]] ἀνθρώπων, τετελεσμένον ἐσθλὸν μὴ [[χαμαὶ]] [[σιγᾷ]] καλύψαι», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>8.</b> [[εγγύηση]], [[διαβεβαίωση]] («μού 'δωσε τον λόγο του πως θά 'ρθει» β. «[[οὔκουν]] [[πέρα]] γ' ἂν οὐδὲν ἢ λόγῳ φέροις», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>9.</b> [[εντολή]] ή [[προσταγή]] (α. «δεν άκουσε τον λόγο του [[πατέρα]] του» β. «πᾱσιν προφωνεῑ τόνδε ναυάρχοις λόγον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>10.</b> η [[δύναμη]] του νου, η διανοητική [[ικανότητα]] του ανθρώπου, η [[λογική]], το [[λογικό]] (α. «[[ορθός]] [[λόγος]]» — η ορθή [[σκέψη]], το [[ορθώς]] σκέπτεσθαι<br />β. «[[αποχρών]] [[λόγος]]» — εύλογη [[αιτία]]<br />γ. «[[παρά]] λόγον» ή «[[παρά]] [[πάντα]] λόγον» — παράλογα)<br /><b>11.</b> [[δικαιολογία]], [[αιτιολογία]] (α. «δεν ακούσαμε τον λόγο της απουσίας του» β. «[[χωρίς]] λόγο» — αδικαιολόγητα<br />γ. «χὠ [[λόγος]] καλὸς προσῆν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>12.</b> [[λογοδοσία]], [[απολογία]] (α. «δεν έχω να δώσω λόγο σε κανέναν για τις πράξεις μου» β. «λόγον... τῶν ἔργων παρὰ τοῦ στρατηγοῡ [λαμβάνειν]», <b>Δημοσθ.</b><br />γ. «τὸ παράδοξον τῶν συμβεβηκότων ὑπὸ λόγον ἄγειν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>13.</b> [[αναλογία]], [[σχέση]], [[μέτρο]] (α. «[[κατά]] πρώτο λόγο» β. «[[κατά]] μείζονα λόγο» γ. «τίθεμεν οὖν καὶ [[τἆλλα]] [[πάντα]] εἰς τὸν αὐτὸν λόγον;», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>14.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ο Λόγος</i><br />α) το δεύτερο [[πρόσωπο]] της Αγίας Τριάδας<br />β) η δημιουργική [[δύναμη]] του παντός, ο Θεός («ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεὸν καὶ Θεὸς ἦν ο [[λόγος]]», ΚΔ)<br /><b>15.</b> (η δοτ. εν.) <i>λόγω</i><br />εξαιτίας (α. «ματαιώθηκε η [[συνεδρίαση]] λόγω έλλειψης απαρτίας» β. «δικαίῳ τῷ λόγῳ» — δικαιολογημένα)<br /><b>16.</b> <b>φρ.</b> α) «λόγου [[άξιος]]» — [[αξιόλογος]]<br />β) «με έναν λόγο» ή «ἑνὶ λόγῳ» ή «ἐν ἑνὶ λόγῳ» ή «ὡς ἁπλῷ λόγῳ» ή «οὐ πολλῷ λόγῳ» — βραχυλογικά, με μια [[λέξη]], [[σύντομα]]<br />γ) «λόγου [[χάρη]]» ἡ (με μια [[λέξη]]) «λογουχάρη» ή (συντετμημένα) «λ.χ.» ή «που λέει ο [[λόγος]]» ή «[[ένεκα]] λόγου» — για [[παράδειγμα]], παραδείγματος [[χάρη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[γλώσσα]] ενός λαού, [[καθώς]] και οι διάφορες διάλεκτοι και τα διάφορα ιδιώματα (α. «[[προφορικός]] [[λόγος]]» β. «[[γραπτός]] [[λόγος]]» γ. «[[δημοτικός]] [[λόγος]]» δ. «[[αττικός]] [[λόγος]]»)<br /><b>2.</b> η [[λογοτεχνία]] (α. «[[έμμετρος]] [[λόγος]]» β. «[[πεζός]] [[λόγος]]»)<br /><b>3.</b> [[σκοπός]], [[πρόθεση]] («είχα τον λόγο μου που το [[είπα]]»)<br /><b>4.</b> [[αντίρρηση]] («δεν [[δέχομαι]] λόγο [[πάνω]] σε αυτό το [[ζήτημα]]»)<br /><b>5.</b> [[σχέση]] δύο μεγεθών ή ποσοτήτων [[κατά]] πηλίκο (α. «ο [[λόγος]] της περιφέρειας [[προς]] τη διάμετρο»)<br /><b>6.</b> [[υπόσχεση]] (α. «[[λόγος]] [[τιμής]]» β. «[[κρατώ]] τον λόγο μου» γ. «[[φυλάγω]] τον λόγο μου» δ. «[[πατώ]] τον λόγο μου» — [[αθετώ]] την [[υπόσχεση]] μου<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «ο [[λόγος]] το λέει» ή «ο [[λόγος]] το φέρνει»<br />(χρησιμοποιείται [[απλώς]] ως [[έκφραση]] [[χωρίς]] να δηλώνει [[κάτι]] το πραγματικό) μια και το έφερε η [[συζήτηση]]<br />β) «επ' ουδενί λόγω» — με κανέναν τρόπο, σε [[καμιά]] [[περίπτωση]], [[οπωσδήποτε]] όχι<br />γ) «γίνεται [[λόγος]] να...» — μελετάται, προβλέπεται<br />δ) «δεν μού πέφτει [[λόγος]]» — δεν έχω [[δικαίωμα]] να [[εκφέρω]] [[γνώμη]] ή να αναμιγνύομαι σε ξένες υποθέσεις<br />ε) «έχω λόγο» ή «[[είμαι]] [[άνθρωπος]] με λόγο» ή «ο [[λόγος]] μου [[είναι]] [[συμβόλαιο]]» — [[είμαι]] [[αξιόπιστος]] [[άνθρωπος]]<br />στ) «ο [[λόγος]] του δεν πέφτει [[χάμω]]» — η [[γνώμη]] του έχει [[κύρος]] και ισχύ<br />ζ) «[[μεγάλος]] [[λόγος]]»<br />i) [[λόγος]] [[ουσιαστικός]], με σημαντικό [[περιεχόμενο]]<br />ii) [[καυχησιολογία]], [[κομπορρημοσύνη]]<br />η) «ό,τι είχαμε τον λόγο σου» — ακριβώς προ ολίγου ή αυτή τη [[στιγμή]] μιλούσαμε για [[σένα]]<br />θ) «αυτός έχει τον λόγο εδώ» — αυτός προστάζει εδώ<br />ι) «[[λόγος]] να γίνεται»<br />(ειρωνικά) μόνο για να υπάρχει [[θέμα]] συζήτησης<br />ια) «ο [[περί]] ού ο [[λόγος]]» — αυτός που προαναφέρθηκε, αυτός για τον οποίο μιλούσαμε<br />ιβ) «[[βγάζω]] λόγο» ή «[[εκφωνώ]] λόγο» — [[αγορεύω]]<br />ιγ) «[[δεκάρικος]] [[λόγος]]»<br />(ειρωνικά) πρόχειρη και [[χωρίς]] [[βάθος]] [[αγόρευση]]<br />ιδ) «δεν έχω λόγους να σέ ευχαριστήσω» — [[αδυνατώ]] με τις λέξεις να σέ ευχαριστήσω όσο [[θέλω]]<br />ιε) «[[περί]] ορέξεως [[ουδείς]] [[λόγος]]» — δεν μπορεί να γίνεται [[συζήτηση]] για [[κάτι]] που αρέσει σε κάποιον<br />ιστ) «[[ένας]] [[λόγος]] [[είναι]] αυτός!» — [[είναι]] εύκολο να το λες, [[αλλά]] δύσκολο να το κάνεις<br />ιζ) «εν τή [[ρύμη]] του λόγου» — [[κατά]] τη ροή της αγόρευσης<br />ιη) «μην πεις δεύτερο λόγο» — μην αντιλογήσεις<br />ιθ) «μέρη του λόγου» — οι τύποι στους οποίους υπάγονται οι λέξεις μιας γλώσσας<br />κ) «[[ευθύς]] [[λόγος]]», «[[πλάγιος]] [[λόγος]]», «[[ερωτηματικός]] [[λόγος]]» — [[χαρακτηρισμός]] του τρόπου με τον οποίο εκφέρεται [[φράση]] αυτοτελούς νοήματος<br /><b>8.</b> <b>παροιμ.</b> α) «λόγο άκουσες, όλος [[ψευτιά]] δεν [[είναι]]» ή «[[λόγος]] που βγαίνει [[ψεύτικος]] δεν [[είναι]]» — [[καθετί]] που διαδίδεται δεν [[είναι]] [[τελείως]] ψευδές<br />β) «[[μεγάλη]] [[μπουκιά]] φάε, μεγάλο λόγο μην πεις» να είσαι [[μετρημένος]] στα [[λόγια]] σου<br />γ) «ο [[λόγος]] σου μ' εχόρτασε και το [[ψωμί]] σου φά' το»<br />i) η πρόθυμη [[προσφορά]] σου μέ ευχαριστεί σαν να τήν έχεις πραγματοποιήσει<br />ii) οι περιποιήσεις σου δεν εξαλείφουν τα [[πικρά]] σου [[λόγια]]»<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κρίση]], [[άποψη]] (α. «ισχύει ο [[λόγος]] του» β. «έχει [[πέραση]] ο [[λόγος]] του»)<br /><b>2.</b> [[μνεία]], [[αναφορά]] (α. «γίνεται [[πολύς]] [[λόγος]]» — συζητιέται πολύ [[κάτι]]<br />β. «[[κάνω]] λόγο» — [[κάνω]] [[μνεία]] σε κάποια [[συζήτηση]])<br /><b>3.</b> [[μήνυμα]], [[παραγγελία]]<br /><b>4.</b> ([[συνήθως]] χρησιμοποιείται στη γενική έναρθρο ή άναρθρο, ακολουθούμενο από προσωπική [[αντωνυμία]] [[αντί]] της απλής προσωπικής αντωνυμίας) (<i>του</i>) <i>λόγου μου</i>, <i>σου</i>, <i>του</i> ή [[ελόγου]] μου</i>, <i>σου</i>, <i>του</i><br />εγώ, εσύ, αυτός (α. «[[καθένας]] για λόγου του νοιάζεται» β. «ζωή σε λόγου σας» — [[ευχή]] σε συγγενείς ή φίλους κάποιου που πέθανε)<br /><b>5.</b> (και με το <i>για</i>) <i>για λόγου μου</i><br />για λογαριασμό μου<br /><b>6.</b> (και με την [[πρόθεση]] <i>από</i> [[αντί]] της αυτοπαθούς αντωνυμίας) <i>από λόγου μου</i><br />από δική μου [[πρωτοβουλία]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «έδωσαν λόγο» — έδωσαν αμοιβαία [[υπόσχεση]] για [[εκτέλεση]] συμφωνίας ή για γάμο<br />β) «[[ούτε]] [[λόγος]]» ή «[[ουδέ]] [[λόγος]]» — [[οπωσδήποτε]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[γλώσσα]]<br /><b>2.</b> λεκτική [[ικανότητα]], αφηγηματική [[ευχέρεια]]<br /><b>3.</b> [[απειλή]], [[εκφοβισμός]]<br /><b>4.</b> [[συγκατάθεση]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[χρυσόβουλλος]] [[λόγος]]» — [[είδος]] αυτοκρατορικού προνομίου<br />β) «ἐκτὸς λόγου» — [[χωρίς]] [[συζήτηση]], αναντίρρητα<br />γ) «ἐξ ἀέρων [[λόγος]]» — [[θεία]] [[φώτιση]]<br />δ) «παλαιὸς [[λόγος]]» — [[παράδοση]]<br />ε) «ὁ ῥέων [[χύδην]] [[λόγος]]» — η [[άποψη]] που κυκλοφορεί γενικά για κάποιον ή για [[κάτι]]<br />στ) «τὸ τοῦ λόγου» — [[κατά]] τη συνηθισμένη [[έκφραση]]<br />ζ) «[[ὑπὲρ]] λόγον» — σε υπερβολικό βαθμό<br />η) «[[βάνω]] λόγο στὸ [[στόμα]] κάποιου» — [[καθοδηγώ]] κάποιον, [[υπαγορεύω]] σε κάποιον [[κάτι]]<br />θ) «[[βγαίνω]] ἀπὸ τὸν λόγον μου» — [[αθετώ]] την υπόσχεσή μου<br />ι) «[[δίδω]] τὸν λόγον» — [[διατάζω]]<br />ια) «ἔχω λόγο [[μέσα]] μου» — [[προσέχω]], έχω τον νου μου<br />ιβ) «[[μεταδίδωμι]] λόγους» — [[συζητώ]]<br />ιγ) «[[μοιράζω]] τὸν λόγον» — [[μιλώ]] με [[σειρά]]<br />ιδ) «[[πλαταίνω]] λόγους διὰ κάποιον» — [[συζητώ]] [[εκτενώς]] για κάποιον<br />ιε) «προπέμπομαι λόγον» ή «[[συναίρω]] λόγον» ή «[[συναίρω]] λόγους» — [[μιλώ]], [[λέγω]]<br />στ) [[στήνω]] λόγον» — [[κάνω]] [[συμφωνία]]<br />ιζ) «[[στρέφω]] λόγο» — [[πληροφορώ]] κάποιον<br />ιη) «εἶμαι διὰ λόγου μου» — [[είμαι]] [[ανεξάρτητος]]<br />ιθ) «ὁ [[λόγος]] μου» — εγώ<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> φραστική [[διατύπωση]], [[πρόταση]] («ἀδύνατον [[εἶναι]] ὁτιοῡν τῶν πρώτων ρηθῆναι λόγῳ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συνομιλία]], [[συνδιάλεξη]], [[συζήτηση]]<br /><b>3.</b> [[διαπραγμάτευση]], [[συνεννόηση]] («[[ενθαύτα]] ες λόγους ήλθον Μαρδόνιος τε... καί Αρτάβαζος», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[διήγηση]], [[περιγραφή]] («γενόμενον γάρ κρείσσον λόγου, το [[είδος]] της νόσου», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>5.</b> [[μύθος]] («τους του Αισώπου λόγους», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[τμήμα]] συγγραφής, [[κεφάλαιο]]<br /><b>7.</b> [[απόφαση]]<br /><b>8.</b> η [[υπόθεση]] [[γύρω]] από την οποία στρέφεται η [[συζήτηση]] («τὸν ἥττω λόγον κρείττω ποιεῖν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>9.</b> [[μάθηση]], [[μόρφωση]]<br /><b>10.</b> [[διδασκαλία]], [[κήρυγμα]]<br /><b>11.</b> λογιστική [[κατάσταση]], [[λογαριασμός]] («τὸν μὲν τῶν χρημάτων λόγον [[παρά]] τούτων λαμβάνειν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκτίμηση]], [[υπόληψη]] (α. «λόγον βροτῶν οὐκ ἔσχεν οὐδένα», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «τῶν ἦν [[ἐλάχιστος]] [[λόγος]] ἀπολυμμένων», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πρόφαση]], [[προσποίηση]] («τὰ | |mltxt=ο (AM [[λόγος]])<br /><b>1.</b> η διά του στόματος [[έκφραση]] τών διανοημάτων του ανθρώπου, η [[ομιλία]] ως [[μέσο]] έκφρασης και συνεννόησης («ο [[λόγος]] συνετέλεσε στην [[εξέλιξη]] του ανθρώπου»)<br /><b>2.</b> [[καθετί]] που λέγει [[κάποιος]], [[φράση]], [[κουβέντα]] (α. «ο [[λόγος]] που είπες ήταν πολύ [[σοφός]]» β. «αἰεὶ δὲ μαλακοῑσι καὶ αἱμυλίοισι λόγοισιν θέλγει», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[άδεια]] ή [[δικαίωμα]] να μιλήσει [[κάποιος]] (α. «του αφαίρεσαν τον λόγο» β. «λόγον διδόναι καὶ ἀπέχεσθαι», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>4.</b> [[εκτενής]] προφορική [[ανάπτυξη]] ενός θέματος, [[αγόρευση]] (α. «εξεφώνησε βαρυσήμαντο πολιτικό λόγο» β. «δικανικοί λόγοι» γ. «[[πρῶτος]] [[πάλιν]] περὶ τῆς ἡγεμονίας ἐποίησε τῇ πόλει τὸν λόγον», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>5.</b> γραπτή [[ανάπτυξη]] ενός θέματος, [[αφήγηση]], εξιστόρηση (α. «ερωτικοί λόγοι» β. «ἔγραψα δὲ αὐτά καὶ τὴν ἐκβολὴν τοῦ λόγου ἐποιησάμην διὰ [[τόδε]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>6.</b> [[φήμη]], [[διάδοση]] για ένα [[γεγονός]] ή για κάποιο [[πρόσωπο]] (α. «ακούστηκε [[ένας]] [[λόγος]] πως ο [[γιος]] της το έσκασε» β. «ταχὺ τὸν λόγον ἐν [[Ρώμη]] σκεδασθῆναι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>7.</b> [[παροιμία]], γνωμικό, [[απόφθεγμα]] (α. «[[κατά]] πώς λέει ο [[λόγος]], μην πεις, για να μη σού πούνε» β. «ἔστι δέ τις [[λόγος]] ἀνθρώπων, τετελεσμένον ἐσθλὸν μὴ [[χαμαὶ]] [[σιγᾷ]] καλύψαι», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>8.</b> [[εγγύηση]], [[διαβεβαίωση]] («μού 'δωσε τον λόγο του πως θά 'ρθει» β. «[[οὔκουν]] [[πέρα]] γ' ἂν οὐδὲν ἢ λόγῳ φέροις», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>9.</b> [[εντολή]] ή [[προσταγή]] (α. «δεν άκουσε τον λόγο του [[πατέρα]] του» β. «πᾱσιν προφωνεῑ τόνδε ναυάρχοις λόγον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>10.</b> η [[δύναμη]] του νου, η διανοητική [[ικανότητα]] του ανθρώπου, η [[λογική]], το [[λογικό]] (α. «[[ορθός]] [[λόγος]]» — η ορθή [[σκέψη]], το [[ορθώς]] σκέπτεσθαι<br />β. «[[αποχρών]] [[λόγος]]» — εύλογη [[αιτία]]<br />γ. «[[παρά]] λόγον» ή «[[παρά]] [[πάντα]] λόγον» — παράλογα)<br /><b>11.</b> [[δικαιολογία]], [[αιτιολογία]] (α. «δεν ακούσαμε τον λόγο της απουσίας του» β. «[[χωρίς]] λόγο» — αδικαιολόγητα<br />γ. «χὠ [[λόγος]] καλὸς προσῆν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>12.</b> [[λογοδοσία]], [[απολογία]] (α. «δεν έχω να δώσω λόγο σε κανέναν για τις πράξεις μου» β. «λόγον... τῶν ἔργων παρὰ τοῦ στρατηγοῡ [λαμβάνειν]», <b>Δημοσθ.</b><br />γ. «τὸ παράδοξον τῶν συμβεβηκότων ὑπὸ λόγον ἄγειν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>13.</b> [[αναλογία]], [[σχέση]], [[μέτρο]] (α. «[[κατά]] πρώτο λόγο» β. «[[κατά]] μείζονα λόγο» γ. «τίθεμεν οὖν καὶ [[τἆλλα]] [[πάντα]] εἰς τὸν αὐτὸν λόγον;», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>14.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ο Λόγος</i><br />α) το δεύτερο [[πρόσωπο]] της Αγίας Τριάδας<br />β) η δημιουργική [[δύναμη]] του παντός, ο Θεός («ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεὸν καὶ Θεὸς ἦν ο [[λόγος]]», ΚΔ)<br /><b>15.</b> (η δοτ. εν.) <i>λόγω</i><br />εξαιτίας (α. «ματαιώθηκε η [[συνεδρίαση]] λόγω έλλειψης απαρτίας» β. «δικαίῳ τῷ λόγῳ» — δικαιολογημένα)<br /><b>16.</b> <b>φρ.</b> α) «λόγου [[άξιος]]» — [[αξιόλογος]]<br />β) «με έναν λόγο» ή «ἑνὶ λόγῳ» ή «ἐν ἑνὶ λόγῳ» ή «ὡς ἁπλῷ λόγῳ» ή «οὐ πολλῷ λόγῳ» — βραχυλογικά, με μια [[λέξη]], [[σύντομα]]<br />γ) «λόγου [[χάρη]]» ἡ (με μια [[λέξη]]) «λογουχάρη» ή (συντετμημένα) «λ.χ.» ή «που λέει ο [[λόγος]]» ή «[[ένεκα]] λόγου» — για [[παράδειγμα]], παραδείγματος [[χάρη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[γλώσσα]] ενός λαού, [[καθώς]] και οι διάφορες διάλεκτοι και τα διάφορα ιδιώματα (α. «[[προφορικός]] [[λόγος]]» β. «[[γραπτός]] [[λόγος]]» γ. «[[δημοτικός]] [[λόγος]]» δ. «[[αττικός]] [[λόγος]]»)<br /><b>2.</b> η [[λογοτεχνία]] (α. «[[έμμετρος]] [[λόγος]]» β. «[[πεζός]] [[λόγος]]»)<br /><b>3.</b> [[σκοπός]], [[πρόθεση]] («είχα τον λόγο μου που το [[είπα]]»)<br /><b>4.</b> [[αντίρρηση]] («δεν [[δέχομαι]] λόγο [[πάνω]] σε αυτό το [[ζήτημα]]»)<br /><b>5.</b> [[σχέση]] δύο μεγεθών ή ποσοτήτων [[κατά]] πηλίκο (α. «ο [[λόγος]] της περιφέρειας [[προς]] τη διάμετρο»)<br /><b>6.</b> [[υπόσχεση]] (α. «[[λόγος]] [[τιμής]]» β. «[[κρατώ]] τον λόγο μου» γ. «[[φυλάγω]] τον λόγο μου» δ. «[[πατώ]] τον λόγο μου» — [[αθετώ]] την [[υπόσχεση]] μου<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «ο [[λόγος]] το λέει» ή «ο [[λόγος]] το φέρνει»<br />(χρησιμοποιείται [[απλώς]] ως [[έκφραση]] [[χωρίς]] να δηλώνει [[κάτι]] το πραγματικό) μια και το έφερε η [[συζήτηση]]<br />β) «επ' ουδενί λόγω» — με κανέναν τρόπο, σε [[καμιά]] [[περίπτωση]], [[οπωσδήποτε]] όχι<br />γ) «γίνεται [[λόγος]] να...» — μελετάται, προβλέπεται<br />δ) «δεν μού πέφτει [[λόγος]]» — δεν έχω [[δικαίωμα]] να [[εκφέρω]] [[γνώμη]] ή να αναμιγνύομαι σε ξένες υποθέσεις<br />ε) «έχω λόγο» ή «[[είμαι]] [[άνθρωπος]] με λόγο» ή «ο [[λόγος]] μου [[είναι]] [[συμβόλαιο]]» — [[είμαι]] [[αξιόπιστος]] [[άνθρωπος]]<br />στ) «ο [[λόγος]] του δεν πέφτει [[χάμω]]» — η [[γνώμη]] του έχει [[κύρος]] και ισχύ<br />ζ) «[[μεγάλος]] [[λόγος]]»<br />i) [[λόγος]] [[ουσιαστικός]], με σημαντικό [[περιεχόμενο]]<br />ii) [[καυχησιολογία]], [[κομπορρημοσύνη]]<br />η) «ό,τι είχαμε τον λόγο σου» — ακριβώς προ ολίγου ή αυτή τη [[στιγμή]] μιλούσαμε για [[σένα]]<br />θ) «αυτός έχει τον λόγο εδώ» — αυτός προστάζει εδώ<br />ι) «[[λόγος]] να γίνεται»<br />(ειρωνικά) μόνο για να υπάρχει [[θέμα]] συζήτησης<br />ια) «ο [[περί]] ού ο [[λόγος]]» — αυτός που προαναφέρθηκε, αυτός για τον οποίο μιλούσαμε<br />ιβ) «[[βγάζω]] λόγο» ή «[[εκφωνώ]] λόγο» — [[αγορεύω]]<br />ιγ) «[[δεκάρικος]] [[λόγος]]»<br />(ειρωνικά) πρόχειρη και [[χωρίς]] [[βάθος]] [[αγόρευση]]<br />ιδ) «δεν έχω λόγους να σέ ευχαριστήσω» — [[αδυνατώ]] με τις λέξεις να σέ ευχαριστήσω όσο [[θέλω]]<br />ιε) «[[περί]] ορέξεως [[ουδείς]] [[λόγος]]» — δεν μπορεί να γίνεται [[συζήτηση]] για [[κάτι]] που αρέσει σε κάποιον<br />ιστ) «[[ένας]] [[λόγος]] [[είναι]] αυτός!» — [[είναι]] εύκολο να το λες, [[αλλά]] δύσκολο να το κάνεις<br />ιζ) «εν τή [[ρύμη]] του λόγου» — [[κατά]] τη ροή της αγόρευσης<br />ιη) «μην πεις δεύτερο λόγο» — μην αντιλογήσεις<br />ιθ) «μέρη του λόγου» — οι τύποι στους οποίους υπάγονται οι λέξεις μιας γλώσσας<br />κ) «[[ευθύς]] [[λόγος]]», «[[πλάγιος]] [[λόγος]]», «[[ερωτηματικός]] [[λόγος]]» — [[χαρακτηρισμός]] του τρόπου με τον οποίο εκφέρεται [[φράση]] αυτοτελούς νοήματος<br /><b>8.</b> <b>παροιμ.</b> α) «λόγο άκουσες, όλος [[ψευτιά]] δεν [[είναι]]» ή «[[λόγος]] που βγαίνει [[ψεύτικος]] δεν [[είναι]]» — [[καθετί]] που διαδίδεται δεν [[είναι]] [[τελείως]] ψευδές<br />β) «[[μεγάλη]] [[μπουκιά]] φάε, μεγάλο λόγο μην πεις» να είσαι [[μετρημένος]] στα [[λόγια]] σου<br />γ) «ο [[λόγος]] σου μ' εχόρτασε και το [[ψωμί]] σου φά' το»<br />i) η πρόθυμη [[προσφορά]] σου μέ ευχαριστεί σαν να τήν έχεις πραγματοποιήσει<br />ii) οι περιποιήσεις σου δεν εξαλείφουν τα [[πικρά]] σου [[λόγια]]»<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κρίση]], [[άποψη]] (α. «ισχύει ο [[λόγος]] του» β. «έχει [[πέραση]] ο [[λόγος]] του»)<br /><b>2.</b> [[μνεία]], [[αναφορά]] (α. «γίνεται [[πολύς]] [[λόγος]]» — συζητιέται πολύ [[κάτι]]<br />β. «[[κάνω]] λόγο» — [[κάνω]] [[μνεία]] σε κάποια [[συζήτηση]])<br /><b>3.</b> [[μήνυμα]], [[παραγγελία]]<br /><b>4.</b> ([[συνήθως]] χρησιμοποιείται στη γενική έναρθρο ή άναρθρο, ακολουθούμενο από προσωπική [[αντωνυμία]] [[αντί]] της απλής προσωπικής αντωνυμίας) (<i>του</i>) <i>λόγου μου</i>, <i>σου</i>, <i>του</i> ή [[ελόγου]] μου</i>, <i>σου</i>, <i>του</i><br />εγώ, εσύ, αυτός (α. «[[καθένας]] για λόγου του νοιάζεται» β. «ζωή σε λόγου σας» — [[ευχή]] σε συγγενείς ή φίλους κάποιου που πέθανε)<br /><b>5.</b> (και με το <i>για</i>) <i>για λόγου μου</i><br />για λογαριασμό μου<br /><b>6.</b> (και με την [[πρόθεση]] <i>από</i> [[αντί]] της αυτοπαθούς αντωνυμίας) <i>από λόγου μου</i><br />από δική μου [[πρωτοβουλία]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «έδωσαν λόγο» — έδωσαν αμοιβαία [[υπόσχεση]] για [[εκτέλεση]] συμφωνίας ή για γάμο<br />β) «[[ούτε]] [[λόγος]]» ή «[[ουδέ]] [[λόγος]]» — [[οπωσδήποτε]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[γλώσσα]]<br /><b>2.</b> λεκτική [[ικανότητα]], αφηγηματική [[ευχέρεια]]<br /><b>3.</b> [[απειλή]], [[εκφοβισμός]]<br /><b>4.</b> [[συγκατάθεση]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[χρυσόβουλλος]] [[λόγος]]» — [[είδος]] αυτοκρατορικού προνομίου<br />β) «ἐκτὸς λόγου» — [[χωρίς]] [[συζήτηση]], αναντίρρητα<br />γ) «ἐξ ἀέρων [[λόγος]]» — [[θεία]] [[φώτιση]]<br />δ) «παλαιὸς [[λόγος]]» — [[παράδοση]]<br />ε) «ὁ ῥέων [[χύδην]] [[λόγος]]» — η [[άποψη]] που κυκλοφορεί γενικά για κάποιον ή για [[κάτι]]<br />στ) «τὸ τοῦ λόγου» — [[κατά]] τη συνηθισμένη [[έκφραση]]<br />ζ) «[[ὑπὲρ]] λόγον» — σε υπερβολικό βαθμό<br />η) «[[βάνω]] λόγο στὸ [[στόμα]] κάποιου» — [[καθοδηγώ]] κάποιον, [[υπαγορεύω]] σε κάποιον [[κάτι]]<br />θ) «[[βγαίνω]] ἀπὸ τὸν λόγον μου» — [[αθετώ]] την υπόσχεσή μου<br />ι) «[[δίδω]] τὸν λόγον» — [[διατάζω]]<br />ια) «ἔχω λόγο [[μέσα]] μου» — [[προσέχω]], έχω τον νου μου<br />ιβ) «[[μεταδίδωμι]] λόγους» — [[συζητώ]]<br />ιγ) «[[μοιράζω]] τὸν λόγον» — [[μιλώ]] με [[σειρά]]<br />ιδ) «[[πλαταίνω]] λόγους διὰ κάποιον» — [[συζητώ]] [[εκτενώς]] για κάποιον<br />ιε) «προπέμπομαι λόγον» ή «[[συναίρω]] λόγον» ή «[[συναίρω]] λόγους» — [[μιλώ]], [[λέγω]]<br />στ) [[στήνω]] λόγον» — [[κάνω]] [[συμφωνία]]<br />ιζ) «[[στρέφω]] λόγο» — [[πληροφορώ]] κάποιον<br />ιη) «εἶμαι διὰ λόγου μου» — [[είμαι]] [[ανεξάρτητος]]<br />ιθ) «ὁ [[λόγος]] μου» — εγώ<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> φραστική [[διατύπωση]], [[πρόταση]] («ἀδύνατον [[εἶναι]] ὁτιοῡν τῶν πρώτων ρηθῆναι λόγῳ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συνομιλία]], [[συνδιάλεξη]], [[συζήτηση]]<br /><b>3.</b> [[διαπραγμάτευση]], [[συνεννόηση]] («[[ενθαύτα]] ες λόγους ήλθον Μαρδόνιος τε... καί Αρτάβαζος», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[διήγηση]], [[περιγραφή]] («γενόμενον γάρ κρείσσον λόγου, το [[είδος]] της νόσου», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>5.</b> [[μύθος]] («τους του Αισώπου λόγους», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[τμήμα]] συγγραφής, [[κεφάλαιο]]<br /><b>7.</b> [[απόφαση]]<br /><b>8.</b> η [[υπόθεση]] [[γύρω]] από την οποία στρέφεται η [[συζήτηση]] («τὸν ἥττω λόγον κρείττω ποιεῖν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>9.</b> [[μάθηση]], [[μόρφωση]]<br /><b>10.</b> [[διδασκαλία]], [[κήρυγμα]]<br /><b>11.</b> λογιστική [[κατάσταση]], [[λογαριασμός]] («τὸν μὲν τῶν χρημάτων λόγον [[παρά]] τούτων λαμβάνειν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκτίμηση]], [[υπόληψη]] (α. «λόγον βροτῶν οὐκ ἔσχεν οὐδένα», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «τῶν ἦν [[ἐλάχιστος]] [[λόγος]] ἀπολυμμένων», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πρόφαση]], [[προσποίηση]] («τὰ νῦν ξύμφωνα δεξιώματα δόρει διασκεδῶσιν ἐκ σμικροῡ λόγῳ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ορισμός]] («ψυχῆς [[οὐσία]] καὶ [[λόγος]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> η [[πεζογραφία]]<br /><b>5.</b> [[ισχυρισμός]] («καὶ [[παράδειγμα]] [[τόδε]] τοῦ λόγου οὐκ ἐλάχιστόν ἐστι διὰ τὰς μετοικήσεις τὰ ἄλλα μὴ ὁμοίως αὐξηθῆναι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>6.</b> [[απόκριση]] μαντείου, χρησμοδοτική [[ρήση]]<br /><b>7.</b> όρος συμφωνίας («πέμπει ἐς Σαλαμῑνα Μουρυχίδην... φέροντα τοὺς αὐτοὺς λόγους», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>8.</b> [[κοινός]] [[έπαινος]], [[εκτίμηση]] ή [[ψόγος]], δυσυποληψία («περὶ σέο [[λόγος]] ἀπῑκται [[πολλός]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>9.</b> [[σκέψη]], [[κρίση]]<br /><b>10.</b> όριο, [[μέτρο]] («ἐς δὲ τούτου [τοῦ γήραος] λόγον οὐ πολλοὶ ἀπικνέονται», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> α) «οἱ ἐν λόγοις» — οι διαλεκτικοί<br />β) «κοινῷ λόγῳ» — με [[κοινή]] [[απόφαση]], με [[κοινή]] [[συναίνεση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρ. του [[λέγω]] που εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>λογ</i>- της ρίζας <i>λεγ</i>-. Η αρχική του σημ. «[[ομιλία]], [[λόγια]]» εξελίχθηκε στην ιων. αττ. [[κυρίως]] διάλεκτο σε «[[διήγηση]], [[εξήγηση]], [[θεώρηση]], [[αναλογία]], συλλογισμό, [[λογική]]». Έτσι, ως αφηρημένη [[έννοια]], αντιδιαστελλόταν [[προς]] το [[έργον]], που δήλωνε την απτή [[πραγματικότητα]]. Στη χριστιανική [[θεολογία]], [[τέλος]], δήλωσε το δεύτερο [[πρόσωπο]] της Αγίας Τριάδος, τον «αμετάτρεπτον Λόγον» του Πατρός, τον Ιησού Χριστό. Η λ. απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων και ως α' και ως β' συνθετικό (<b>βλ.</b> <i>λογο</i>-, -<i>λογος</i>, -[[λόγος]] και -[[λογώ]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λογάρι]], [[λογάς]] (II), [[λογίζομαι]], [[λογικός]], [[λόγιος]], [[λογύδριον]], [[λογώ]] (I)<br /><b>αρχ.</b><br />[[λογεύς]], [[λογίσκος]], (II), [[λογώδης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[λόγιμος]] <b>μσν.</b> [[λογάτορας]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[λογούμαι]] <b>νεοελλ.</b> [[λογάς]] (III), [[λογάω]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |