ποινή: Difference between revisions

No change in size ,  28 March 2021
m
Text replacement - "ὑμῑν" to "ὑμῖν"
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
m (Text replacement - "ὑμῑν" to "ὑμῖν")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>(νεολλ.)</b><br /><b>1.</b> η [[τιμωρία]] που επιβάλλεται για μια κολάσιμη [[πράξη]] («παιδαγωγική [[ποινή]]» — [[ποινή]] που επιβάλλεται από δάσκαλο σε μαθητή που υπέπεσε σε [[σφάλμα]] και η οποία αποσκοπεί στην [[ηθική]] βελτίωσή του)<br /><b>2.</b> <b>(νομ.)</b> [[κακό]], [[κατάσταση]] που συνεπάγεται μια ατιμωτική και ουσιώδη [[βλάβη]] στα σπουδαιότερα [[αγαθά]] του ανθρώπου, όπως στην προσωπική του [[ελευθερία]], στην [[περιουσία]] του, στην [[τιμή]] του, καί, όχι [[πλέον]] τόσο [[συχνά]], στη ζωή του, και το οποίο απειλείται και επιβάλλεται από το [[κράτος]] και τα αρμόδια όργανά του, δηλ. [[κυρίως]] τα τακτικά ποινικά δικαστήρια, ενώ στρέφεται προσωποπαγώς [[κατά]] του δράστη ορισμένου εγκλήματος ως [[αντίδραση]] και [[απάντηση]] της οργανωμένης σε [[κράτος]] κοινωνίας [[προς]] το [[έγκλημα]] αυτό και τον δράστη του<br /><b>3.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Ποινή</i><br /><b>μυθ.</b> [[ονομασία]] τών Ερινύων και της Δίκης, η θεά της τιμωρίας και της εκδίκησης<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ποινή]] φυλάκισης» και «χρηματική [[ποινή]]» — χρηματικό [[πρόστιμο]] ή [[φυλάκιση]] που επιβάλλει ως [[ποινή]] το δικαστήριο<br />β) «η εσχάτη τών ποινών»<br /><b>(νομ.)</b> η ανώτατη [[ποινή]], η [[ποινή]] του θανάτου<br />γ) «θανατική [[ποινή]]»<br /><b>(νομ.)</b> η βαρύτερη κεφαλική [[ποινή]] που μπορεί να επιβληθεί αυτοτελώς στον δράστη μιας εγκληματικής πράξης και συνίσταται στην [[αφαίρεση]] της ζωής του<br />δ) «ιδιωτικές ποινές»<br /><b>(νομ.)</b> ποινές που επιβάλλονται από σωματεία, ιδρύματα, οργανισμούς ή άλλα νομικά πρόσωπα [[καθώς]] και από κοινωνικές ομάδες [[κατά]] μελών τους ή συνδεόμενων προσώπων, λ.χ. από το [[σχολείο]], την Εκκλησία, τους ποδοσφαιρικούς σύλλογους, τα επαγγελματικά σωματεία, την ιδιωτική [[εργοδοσία]], τις δανειστικές βιβλιοθήκες κ.ά. οργανισμούς<br />ε) «μη γνήσιες ποινές»<br /><b>(νομ.)</b> ποινές που δεν έχουν τον χαρακτήρα ποινικών κυρώσεων<br />στ) «διοικητική [[ποινή]]»<br /><b>(νομ.)</b> η [[προσβολή]] [[συνήθως]] με θετική [[πράξη]], λ.χ. [[πρόστιμο]], εκ μέρους τών οργάνων της διοικήσεως, [[δηλαδή]] της εκτελεστικής εξουσίας, συγκεκριμένων, ειδικώς από το [[δίκαιο]] προστατευόμενων, έννομων καταστάσεων και σχέσεων του διοικουμένου [[επειδή]] με τη [[συμπεριφορά]] του, με [[πράξη]] ή με [[παράλειψη]], παραβίασε κανόνα δικαίου, ο [[οποίος]] συνδέει υποχρεωτικά ή [[κατά]] διακριτική [[ευχέρεια]] την εν λόγω [[παράβαση]] με την προβλεπόμενη [[ποινή]] ή [[κύρωση]], αλλ. πειθαρχική<br />ζ) «κύριες ποινές»<br /><b>(νομ.)</b> ποινές που επιβάλλονται αυτοτελώς<br />η) «παρεπόμενες ποινές»<br /><b>(νομ.)</b> ποινές που δεν επιβάλλονται αυτοτελώς [[αλλά]] η [[επιβολή]] τους προϋποθέτει την προηγούμενη [[επιβολή]] μιας κύριας ποινής<br />θ) «[[ποινή]] εκκλησιαστική»<br />(κανον. δίκ.) μία [[μορφή]] ποιμαντικής παρεμβάσεως τών φορέων της ιερατικής εξουσίας για τη [[διόρθωση]] ή τη [[θεραπεία]] οποιασδήποτε παρέκκλισης ενός ή περισσοτέρων μελών του εκκλησιαστικού σώματος η οποία υπό την [[έννοια]] αυτή προσδιορίζει [[απλώς]] τη [[σχέση]] ενός ή περισσότερων πιστών, κληρικών ή λαϊκών [[προς]] τη [[θεία]] Ευχαριστία και την όλη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας<br />ι) «επί [[ποινή]]» — λέγεται για να δηλώσει ότι σε [[περίπτωση]] παράβασης ή ανυπακοής θα επιβληθεί ορισμένη [[ποινή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> χρηματική [[αποζημίωση]] η οποία καταβαλλόταν από τον φονέα στους συγγενείς του θύματος, με σκοπό την [[απαλλαγή]] του από τη [[δίωξη]], [[εξιλασμός]]<br /><b>2.</b> [[ανταπόδοση]], [[εκδίκηση]], [[αντίποινα]] («[[ὑπὲρ]]... τοῦ ἀποθανόντος ἀναμιμνήσκων τὴν ποινὴν παραινῶ ὑμῑν μὴ τὸν ἀναίτιον καταλαβόντας τὸν αἴτιον ἄφεῖναι», Αντιφ.)<br /><b>3.</b> (με θετική σημ.) [[αμοιβή]], [[ανταμοιβή]] («ποινὴν εὐσεβίης», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>αστρολ.</b> α) [[ονομασία]] του κλήρου, δηλ. τών βαθμών του ζωδιακού κύκλου οι οποίοι συνδέονται με πλανήτες και ασκούν, [[κατά]] τους αστρολόγους, [[επίδραση]] [[κατά]] τη [[γέννηση]] ενός ατόμου<br />β) [[ονομασία]] του έκτου αστρολογικού τόπου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>ποι</i>-<i>νή</i>, ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>k</i><sup>w</sup><i>ei</i>- «[[προσέχω]], [[παρατηρώ]], [[τιμωρώ]], εκδικούμαι, [[πληρώνω]] [[πρόστιμο]]» και αντιστοιχεί ακριβώς με το αβεστ. <i>kaen</i><i>ā</i> «[[εκδίκηση]], [[επανόρθωση]]». Στην [[ίδια]] [[ρίζα]] ανάγεται το ρ. [[τίνω]] «[[πληρώνω]], [[ανταποδίδω]]». Αμφίβολη θεωρείται η [[σύνδεση]] τών [[τίνω]] / [[ποινή]] με τα <i>τίω</i> / [[τιμή]] (<b>βλ.</b> και λ. [[τίνω]], <i>τίω</i>, [[τιμή]]). Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>poena</i> απ' όπου το ρ. <i>p</i><i>ū</i><i>nire</i> «[[τιμωρώ]]»)].
|mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>(νεολλ.)</b><br /><b>1.</b> η [[τιμωρία]] που επιβάλλεται για μια κολάσιμη [[πράξη]] («παιδαγωγική [[ποινή]]» — [[ποινή]] που επιβάλλεται από δάσκαλο σε μαθητή που υπέπεσε σε [[σφάλμα]] και η οποία αποσκοπεί στην [[ηθική]] βελτίωσή του)<br /><b>2.</b> <b>(νομ.)</b> [[κακό]], [[κατάσταση]] που συνεπάγεται μια ατιμωτική και ουσιώδη [[βλάβη]] στα σπουδαιότερα [[αγαθά]] του ανθρώπου, όπως στην προσωπική του [[ελευθερία]], στην [[περιουσία]] του, στην [[τιμή]] του, καί, όχι [[πλέον]] τόσο [[συχνά]], στη ζωή του, και το οποίο απειλείται και επιβάλλεται από το [[κράτος]] και τα αρμόδια όργανά του, δηλ. [[κυρίως]] τα τακτικά ποινικά δικαστήρια, ενώ στρέφεται προσωποπαγώς [[κατά]] του δράστη ορισμένου εγκλήματος ως [[αντίδραση]] και [[απάντηση]] της οργανωμένης σε [[κράτος]] κοινωνίας [[προς]] το [[έγκλημα]] αυτό και τον δράστη του<br /><b>3.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Ποινή</i><br /><b>μυθ.</b> [[ονομασία]] τών Ερινύων και της Δίκης, η θεά της τιμωρίας και της εκδίκησης<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ποινή]] φυλάκισης» και «χρηματική [[ποινή]]» — χρηματικό [[πρόστιμο]] ή [[φυλάκιση]] που επιβάλλει ως [[ποινή]] το δικαστήριο<br />β) «η εσχάτη τών ποινών»<br /><b>(νομ.)</b> η ανώτατη [[ποινή]], η [[ποινή]] του θανάτου<br />γ) «θανατική [[ποινή]]»<br /><b>(νομ.)</b> η βαρύτερη κεφαλική [[ποινή]] που μπορεί να επιβληθεί αυτοτελώς στον δράστη μιας εγκληματικής πράξης και συνίσταται στην [[αφαίρεση]] της ζωής του<br />δ) «ιδιωτικές ποινές»<br /><b>(νομ.)</b> ποινές που επιβάλλονται από σωματεία, ιδρύματα, οργανισμούς ή άλλα νομικά πρόσωπα [[καθώς]] και από κοινωνικές ομάδες [[κατά]] μελών τους ή συνδεόμενων προσώπων, λ.χ. από το [[σχολείο]], την Εκκλησία, τους ποδοσφαιρικούς σύλλογους, τα επαγγελματικά σωματεία, την ιδιωτική [[εργοδοσία]], τις δανειστικές βιβλιοθήκες κ.ά. οργανισμούς<br />ε) «μη γνήσιες ποινές»<br /><b>(νομ.)</b> ποινές που δεν έχουν τον χαρακτήρα ποινικών κυρώσεων<br />στ) «διοικητική [[ποινή]]»<br /><b>(νομ.)</b> η [[προσβολή]] [[συνήθως]] με θετική [[πράξη]], λ.χ. [[πρόστιμο]], εκ μέρους τών οργάνων της διοικήσεως, [[δηλαδή]] της εκτελεστικής εξουσίας, συγκεκριμένων, ειδικώς από το [[δίκαιο]] προστατευόμενων, έννομων καταστάσεων και σχέσεων του διοικουμένου [[επειδή]] με τη [[συμπεριφορά]] του, με [[πράξη]] ή με [[παράλειψη]], παραβίασε κανόνα δικαίου, ο [[οποίος]] συνδέει υποχρεωτικά ή [[κατά]] διακριτική [[ευχέρεια]] την εν λόγω [[παράβαση]] με την προβλεπόμενη [[ποινή]] ή [[κύρωση]], αλλ. πειθαρχική<br />ζ) «κύριες ποινές»<br /><b>(νομ.)</b> ποινές που επιβάλλονται αυτοτελώς<br />η) «παρεπόμενες ποινές»<br /><b>(νομ.)</b> ποινές που δεν επιβάλλονται αυτοτελώς [[αλλά]] η [[επιβολή]] τους προϋποθέτει την προηγούμενη [[επιβολή]] μιας κύριας ποινής<br />θ) «[[ποινή]] εκκλησιαστική»<br />(κανον. δίκ.) μία [[μορφή]] ποιμαντικής παρεμβάσεως τών φορέων της ιερατικής εξουσίας για τη [[διόρθωση]] ή τη [[θεραπεία]] οποιασδήποτε παρέκκλισης ενός ή περισσοτέρων μελών του εκκλησιαστικού σώματος η οποία υπό την [[έννοια]] αυτή προσδιορίζει [[απλώς]] τη [[σχέση]] ενός ή περισσότερων πιστών, κληρικών ή λαϊκών [[προς]] τη [[θεία]] Ευχαριστία και την όλη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας<br />ι) «επί [[ποινή]]» — λέγεται για να δηλώσει ότι σε [[περίπτωση]] παράβασης ή ανυπακοής θα επιβληθεί ορισμένη [[ποινή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> χρηματική [[αποζημίωση]] η οποία καταβαλλόταν από τον φονέα στους συγγενείς του θύματος, με σκοπό την [[απαλλαγή]] του από τη [[δίωξη]], [[εξιλασμός]]<br /><b>2.</b> [[ανταπόδοση]], [[εκδίκηση]], [[αντίποινα]] («[[ὑπὲρ]]... τοῦ ἀποθανόντος ἀναμιμνήσκων τὴν ποινὴν παραινῶ ὑμῖν μὴ τὸν ἀναίτιον καταλαβόντας τὸν αἴτιον ἄφεῖναι», Αντιφ.)<br /><b>3.</b> (με θετική σημ.) [[αμοιβή]], [[ανταμοιβή]] («ποινὴν εὐσεβίης», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>αστρολ.</b> α) [[ονομασία]] του κλήρου, δηλ. τών βαθμών του ζωδιακού κύκλου οι οποίοι συνδέονται με πλανήτες και ασκούν, [[κατά]] τους αστρολόγους, [[επίδραση]] [[κατά]] τη [[γέννηση]] ενός ατόμου<br />β) [[ονομασία]] του έκτου αστρολογικού τόπου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>ποι</i>-<i>νή</i>, ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>k</i><sup>w</sup><i>ei</i>- «[[προσέχω]], [[παρατηρώ]], [[τιμωρώ]], εκδικούμαι, [[πληρώνω]] [[πρόστιμο]]» και αντιστοιχεί ακριβώς με το αβεστ. <i>kaen</i><i>ā</i> «[[εκδίκηση]], [[επανόρθωση]]». Στην [[ίδια]] [[ρίζα]] ανάγεται το ρ. [[τίνω]] «[[πληρώνω]], [[ανταποδίδω]]». Αμφίβολη θεωρείται η [[σύνδεση]] τών [[τίνω]] / [[ποινή]] με τα <i>τίω</i> / [[τιμή]] (<b>βλ.</b> και λ. [[τίνω]], <i>τίω</i>, [[τιμή]]). Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>poena</i> απ' όπου το ρ. <i>p</i><i>ū</i><i>nire</i> «[[τιμωρώ]]»)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm