καδδίζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "εῑσθαι" to "εῖσθαι"
(2b)
m (Text replacement - "εῑσθαι" to "εῖσθαι")
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καδδίζω]] (Α) [[κάδδιχος]]<br />[[ρίχνω]] την ψήφο στον κάδδιχον, στην [[κάλπη]], και κατ' επέκτ. [[ρίχνω]] αποδοκιμαστική ψήφο, [[αποδοκιμάζω]] με την ψήφο<br />το ρ. επλάσθη για να εξηγήσει το απρμφ. παθ. παρκμ. <i>κεκαδδίσθαι</i> ή <i>κεκαδδεῑσθαι</i> ([[κατά]] τα αντίγρ.) ή <i>κεκαδδῆσθαι</i> ή <i>κεκαδδίχθαι</i> ή <i>κεκαδδιχίσθαι</i> ή <i>ἐκκεκαδδιχίσθαι</i> που υπάρχει στον <b>Πλούτ.</b> («τὸν δὲ [[οὕτως]] ἀποδοκιμασθέντα κεκαδδῑχθαι λέγουσι» — γι' αυτόν που αποδοκιμάστηκε με [[ψηφοφορία]] λένε ότι έχει καδδισθεί, <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=[[καδδίζω]] (Α) [[κάδδιχος]]<br />[[ρίχνω]] την ψήφο στον κάδδιχον, στην [[κάλπη]], και κατ' επέκτ. [[ρίχνω]] αποδοκιμαστική ψήφο, [[αποδοκιμάζω]] με την ψήφο<br />το ρ. επλάσθη για να εξηγήσει το απρμφ. παθ. παρκμ. <i>κεκαδδίσθαι</i> ή <i>κεκαδδεῖσθαι</i> ([[κατά]] τα αντίγρ.) ή <i>κεκαδδῆσθαι</i> ή <i>κεκαδδίχθαι</i> ή <i>κεκαδδιχίσθαι</i> ή <i>ἐκκεκαδδιχίσθαι</i> που υπάρχει στον <b>Πλούτ.</b> («τὸν δὲ [[οὕτως]] ἀποδοκιμασθέντα κεκαδδῑχθαι λέγουσι» — γι' αυτόν που αποδοκιμάστηκε με [[ψηφοφορία]] λένε ότι έχει καδδισθεί, <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''καδδίζω:''' (только inf. pf. pass. [[κεκαδδίσθαι]] или κεκαδδεῖσθαι) решать голосованием (о допущении к участию в сисситиях) Plut.
|elrutext='''καδδίζω:''' (только inf. pf. pass. [[κεκαδδίσθαι]] или κεκαδδεῖσθαι) решать голосованием (о допущении к участию в сисситиях) Plut.
}}
}}