παρακαταθήκη: Difference between revisions

m
Text replacement - "ὑμεῑς" to "ὑμεῖς"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "ὑμεῑς" to "ὑμεῖς")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ [[παρακατατίθημι]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[παρακαταθέτω]]<br /><b>2.</b> αυτό που παρακατατίθεται σε κάποιον για [[φύλαξη]], [[ιδίως]] χρηματικό [[ποσό]] ή πολύτιμο [[πράγμα]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[κανόνας]] που έθεσε σοφό ή [[ιερό]] [[πρόσωπο]], [[νόμος]], [[συμβουλή]], [[σκέψη]] που [[πρέπει]] να διαφυλαχθεί ως [[κάτι]] πολύτιμο και [[προς]] το οποίο επιβάλλεται [[πλήρης]] [[συμμόρφωση]] (α. «[[ιερή]] [[παρακαταθήκη]]» — ό,τι διατηρείται και φυλάσσεται ως πολύτιμη [[κληρονομιά]] τών προγόνων, όπως [[είναι]] η [[γλώσσα]], η [[θρησκεία]], τα ήθη και τα έθιμα<br />β. «φυλάττειν ὑμᾱς τοὺς νόμους, τὸν ὅρκον<br />ταῡτ' ἔχεθ' ὑμεῑς οἱ δικάζοντες... ὡσπερεὶ παρακαταθήκην», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[περίσσευμα]] προϊόντων που φυλάσσεται προκειμένου να χρησιμοποιηθεί σε έκτακτες περιστάσεις, [[απόθεμα]] («[[παρακαταθήκη]] τροφίμων χρημάτων κ.λπ.»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων» — νομικό [[πρόσωπο]] δημοσίου δικαίου που υπάγεται στην [[αρμοδιότητα]] του υπουργείου Οικονομικών και αποτελεί πιστωτικό οργανισμό εξυπηρετήσεως του δημόσιου και κοινωνικού συμφέροντος με σκοπό τη [[φύλαξη]] παρακαταθηκών και την [[παροχή]] δανείων σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου φιλανθρωπικά ή κοινωφελή ιδρύματα, σε δημοσίους υπαλλήλους και συνταξιούχους, [[καθώς]] και σε επιχειρήσεις<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πρόσωπο]] που παραδιδόταν στη [[φροντίδα]] επιτρόπου ή επιτρόπων<br /><b>2.</b> [[πρόσωπο]] [[ιερό]] που βρίσκονταν υπό την [[προστασία]] της πολιτείας.
|mltxt=η, ΝΑ [[παρακατατίθημι]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[παρακαταθέτω]]<br /><b>2.</b> αυτό που παρακατατίθεται σε κάποιον για [[φύλαξη]], [[ιδίως]] χρηματικό [[ποσό]] ή πολύτιμο [[πράγμα]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[κανόνας]] που έθεσε σοφό ή [[ιερό]] [[πρόσωπο]], [[νόμος]], [[συμβουλή]], [[σκέψη]] που [[πρέπει]] να διαφυλαχθεί ως [[κάτι]] πολύτιμο και [[προς]] το οποίο επιβάλλεται [[πλήρης]] [[συμμόρφωση]] (α. «[[ιερή]] [[παρακαταθήκη]]» — ό,τι διατηρείται και φυλάσσεται ως πολύτιμη [[κληρονομιά]] τών προγόνων, όπως [[είναι]] η [[γλώσσα]], η [[θρησκεία]], τα ήθη και τα έθιμα<br />β. «φυλάττειν ὑμᾱς τοὺς νόμους, τὸν ὅρκον<br />ταῡτ' ἔχεθ' ὑμεῖς οἱ δικάζοντες... ὡσπερεὶ παρακαταθήκην», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[περίσσευμα]] προϊόντων που φυλάσσεται προκειμένου να χρησιμοποιηθεί σε έκτακτες περιστάσεις, [[απόθεμα]] («[[παρακαταθήκη]] τροφίμων χρημάτων κ.λπ.»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων» — νομικό [[πρόσωπο]] δημοσίου δικαίου που υπάγεται στην [[αρμοδιότητα]] του υπουργείου Οικονομικών και αποτελεί πιστωτικό οργανισμό εξυπηρετήσεως του δημόσιου και κοινωνικού συμφέροντος με σκοπό τη [[φύλαξη]] παρακαταθηκών και την [[παροχή]] δανείων σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου φιλανθρωπικά ή κοινωφελή ιδρύματα, σε δημοσίους υπαλλήλους και συνταξιούχους, [[καθώς]] και σε επιχειρήσεις<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πρόσωπο]] που παραδιδόταν στη [[φροντίδα]] επιτρόπου ή επιτρόπων<br /><b>2.</b> [[πρόσωπο]] [[ιερό]] που βρίσκονταν υπό την [[προστασία]] της πολιτείας.
}}
}}
{{lsm
{{lsm