3,274,216
edits
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κάμνω''': ἐκτεταμένος [[τύπος]] ἐκ τῆς √ΚΑΜ, ἥτις φαίνεται ἐν τῷ μέλλ. καὶ ἀορ.: μέλλ. κᾰμοῦμαι, κακεῖ Σοφ. Τρ. 1215· καμεῖται Ἰλ. Β. 389, Αἰσχύλ.· Ἐπικ. ἀπαρ. -έεσθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 580: ἀόρ. β΄ ἔκᾰμον, ἀπαρ. καμεῖν, Ἐπικ. ὑποτακτ. μετ’ ἀναδιπλ. κεκάμω, κεκάμῃσι, κεκάμωσι Ἰλ. Α. 168, Η. 5, Ρ. 658 ([[ἔνθα]] ὁ Ἀρίσταρχ. ἀνεγίνωσκε: κε κάμω, κτλ.): πρκμ. [[κέκμηκα]] Ἰλ. Ζ. 262, Ἀττ.· ὑπερσ. ἐκεκμήκεσαν Θουκ. 3. 98· Ἐπικ. μετοχ. [[κεκμηώς]], κεκμηῶτι, κεκμηῶτα Ἰλ. Ψ. 232, Ζ. 261, Ὀδ. Κ. 31· κεκμηότας Ἰλ. Λ. 802· τὸ δὲ κεκμηῶτα, ἐν Θουκ. 3. 59 [[εἶναι]] πιθαν. [[σφάλμα]] ἀντὶ κεκμηκότας. -Μεσ., ἀόρ. ἐκᾰμόμην Ὀδ. Ι. 130, καμόμεσθα Ἰλ. Σ. 341. Ι. μεταβ., [[κατασκευάζω]] τι | |lstext='''κάμνω''': ἐκτεταμένος [[τύπος]] ἐκ τῆς √ΚΑΜ, ἥτις φαίνεται ἐν τῷ μέλλ. καὶ ἀορ.: μέλλ. κᾰμοῦμαι, κακεῖ Σοφ. Τρ. 1215· καμεῖται Ἰλ. Β. 389, Αἰσχύλ.· Ἐπικ. ἀπαρ. -έεσθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 580: ἀόρ. β΄ ἔκᾰμον, ἀπαρ. καμεῖν, Ἐπικ. ὑποτακτ. μετ’ ἀναδιπλ. κεκάμω, κεκάμῃσι, κεκάμωσι Ἰλ. Α. 168, Η. 5, Ρ. 658 ([[ἔνθα]] ὁ Ἀρίσταρχ. ἀνεγίνωσκε: κε κάμω, κτλ.): πρκμ. [[κέκμηκα]] Ἰλ. Ζ. 262, Ἀττ.· ὑπερσ. ἐκεκμήκεσαν Θουκ. 3. 98· Ἐπικ. μετοχ. [[κεκμηώς]], κεκμηῶτι, κεκμηῶτα Ἰλ. Ψ. 232, Ζ. 261, Ὀδ. Κ. 31· κεκμηότας Ἰλ. Λ. 802· τὸ δὲ κεκμηῶτα, ἐν Θουκ. 3. 59 [[εἶναι]] πιθαν. [[σφάλμα]] ἀντὶ κεκμηκότας. -Μεσ., ἀόρ. ἐκᾰμόμην Ὀδ. Ι. 130, καμόμεσθα Ἰλ. Σ. 341. Ι. μεταβ., [[κατασκευάζω]] τι μετὰ κόπου, [[κάμνω]], ἐπὶ ἔργου τοῦ χαλκέως ἢ σιδηρουργοῦ, ζῶμά τε καὶ μίτρη τὴν χαλκῆες κάμον ἄνδρες, τὴν ὁποίαν ἔκαμαν ἄνδρες χαλκουργοί, Ἰλ. Δ. 187, 216· [[ἐπεὶ]] πάνθ’ ὅπλα [[κάμε]], ὅτε κατεσκεύασε πάντα τὰ ὅπλα, Σ. 614· [[σκῆπτρον]].., τὸ μὲν [[Ἥφαιστος]] [[κάμε]] τεύχων Β. 101, πρβλ. Θ. 195· [[ὡσαύτως]], οὐδ’ ἄνδρες [[νηῶν]] ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους Ὀδ. Ι. 126· πέπλου, ὅν αἱ Χάριτες κάμον αὐταὶ Ἰλ. Ε. 338, πρβλ. Ὀδ. Ο. 105· ὅτ’ εἰς ἵππον κατεβαίνομεν, ὅν κάμ’ Ἐπειὸς Λ. 523· Λέχος Ψ. 189. 3) κατὰ μέσ. ἀόρ., διὰ κόπου κτῶμαι τι, τὰς (δηλ. γυναῖκας) αὐτοὶ καμόμεσθα βίηφί τε δουρί τε μακρῷ Ἰλ. Σ. 341. 3) ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, [[ἐργάζομαι]], καλλιεργῶ μετὰ κὸπου, οἵ κέ [[σφιν]] καὶ νῆσον.. ἐκάμνοντο Ὀδ. Ι. 130· ἱρὸν.., ὅ ῥ’ ἐκάμοντο Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 718, πρβλ. Φιλητ. 7. Ὅτι αὕτη ἦτο ἡ πρώτη [[σημασία]] ἀποδεικνύεται ἐκ τῆς ὁμιλουμένης Ἑλληνικῆς, ἐν ᾗ μεγίστη γίνεται [[χρῆσις]] τοῦ [[κάμνω]] ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας. Περὶ τῆς χρήσεως τοῦ ῥήματος τούτου ἐν τῇ καθ’ ἡμᾶς Ἑλληνικῇ καὶ τῶν ποικίλων ἐξ [[αὐτοῦ]] φράσεων, ἴδε Κοραῆ Ἄτακτα τόμ. Β΄, σ. 172 κἑξ. ΙΙ. ἀμεταβ., [[ἐργάζομαι]], [[κοπιάζω]], ὑπέρ τινος Θουκ. 2. 41: -ἀκολούθως, ἐκ τοῦ ἀποτελέσματος συνεχοῦς ἐργασίας, κουράζομαι, ἀνδρὶ δὲ κεκμηῶτι [[μένος]] μέγα [[οἶνος]] ἀέξει, «ἀνδρὶ δὲ κακοπιακότ. τὴν δύναμιν [[μεγάλως]] αὔξει ὁ [[οἶνος]]» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ζ. 261, πρβλ. Λ. 802· οὐδ’ εἰ [[μάλα]] πολλὰ κάμοιτε Θ. 22· τινι, ὅς οἱ πολλά κάμῃσι, θεὸς δ’ ἐπὶ ἀέξῃ Ὀδ. Ξ. 65· μετ’ αἰτ. τοῦ μέρους καθ’ ὅ τις αἰσθάνεται κόπωσιν, [[οὐδέ]] τι γυῖα.. κάμνει, [[οὔτε]] αἰσθάνεται κόπον εἰς τὰ [[μέλη]] του, Ἰλ. Τ. 170, κτλ.· περὶ δ’ ἔγχεϊ χεῖρα καμεῖται Ἰλ. Β. 389· ὁ δ’ ἀριστερὸν ὦμον ἔκαμνεν Π. 106· - [[ὡσαύτως]] συχνότατα μετὰ μετοχ., κάμνει πολεμίζων, ἐλαύνων, ἐρεθίζων, δακρυχέουσα, θέουσα, κτλ. Α. 168, Η. 5, Ρ. 658, κτλ.· οὐ μέν θην κάμετον.. ὀλλῦσαι Τρῶας Θ. 448· ἔκαμον δέ μοι [[ὄσσε]] πάντῃ παπταίνοντι Ὀδ. Μ. 232· ἀλλ’ ἐπὶ διαφόρου ἐννοίας, οὐκ ἔκαμον τανύων, δὲν ᾐσθάνθην κόπωσιν τανύων τὸ [[τόξον]], εὐκόλως ἐτάνυσα αὐτό, Φ. 426, πρβλ. Ἰλ. Θ. 448· - παρ’ Ἀττ. [[συχνάκις]] μετ’ ἀρνήσεως, [[οὔτοι]] καμοῦμαι... λέγουσα, δὲν θὰ κουρασθῶ λέγουσα, Αἰσχύλ. Εὐμ. 881· μὴ κάμῃς λέγων Εὐρ. Ι. Α. 1143· οὐκ ἄν κάμοιμι τὰς κακὰς κτείνων ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 1590· οὔποτ’ ἄν κάμοιμ’ ὁρχουμένη Ἀριστοφ. Λυσ. 541, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 470C, Νόμ. 912Ε, κτλ.· - μετὰ δοτ., μὴ κάμνε [[λίαν]] δαπάναις, «μὴ ἀπόκαμνε εἰς τὰς δαπάνας» (Σχόλ.) Πινδ. Π. 1. 175. 2) καταβάλλομαι ἐν τῇ μάχῃ, ἡττῶμαι, ταῖσι (δηλ. μάχαις) Μήδειοι κάμον, ἐν αἷς ἡττήθησαν οἱ Μήδοι, [[αὐτόθι]] 1. 151, 156· εἰς τὸ κάμνον οἰκείου στρατοῦ, τὸ καταπονούμενον ὑπὸ τῶν πολεμίων [[μέρος]] τοῦ στρατοῦ [[αὐτοῦ]], Εὐρ. Ἱκέτ. 709. 3) εἶμαι ἀσθενὴς ἢ ἄρρωστος, [[ὑποφέρω]] ἐξ ἀσθενείας, οἱ κάμνοντες (μετοχ. ἐνεστ.), οἱ ἀσθενεῖς, Ἡρόδ. 1. 197, πρβλ. Σοφ. Φιλ. 282, Ἀριστοφ. Νεφ. 708, Ἀνδοκ. 9. 20, Πλάτ. κλ.· καμοῦσα ἀπέθανε, νοσήσασα ἀπέθανε, Ἀνδοκ. 16. 3, πρβλ. Δημ. 307. 29· μετὰ συστοίχ. αἰτ., κάμνειν νόσον Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 990, Πλάτ. Πολ. 408Ε· κάμνουσι ποδάγραν, πάσχουσιν ἐκ ποδάγρας, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 1· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], κ. τοὺς ὀφθαλμοὺς Ἡρόδ. 2. 111· [[κάμνω]] τὸ [[σῶμα]], εἶμαι ἀσθενὴς κατὰ τὸ [[σῶμα]], ἔχω κακὴν κρᾶσιν, Πλάτ. Γοργ. 478Α· ― [[ὡσαύτως]] μετὰ δοτ. τρόπου, κ. πάθᾳ Πινδ. ΙΙ. 8. 68· νοσήματι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 21, 1· ἐν χρήσει καὶ ὡς Παθ., κάμνειν ὑπὸ νόσου, πάσχειν ἐκ νόσου, Ἡρῳδιαν, 3. 14, 4· ἀπὸ τοῦ τραύματος Λουκ. Τόξ. 60. 4) [[καθόλου]], [[ὑποφέρω]] [[πάσχω]], θλίβομαι, στεναχωροῦμαι, στρατοῦ καμόντος Αἰσχύλ. Ἀγ. 670· τῷ πεπεοιημένῳ κ. [[μεγάλως]] Ἡρόδ. 1. 118, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 482, Εὐρ. Μήδ. 1138, Ἡρ. Μαινόμ. 293· οὐ καμεῖ τοὐμὸν [[μέρος]], δὲν θὰ εὕρης [[κώλυμα]] παρ᾿ ἐμοῦ, δὲν θὰ ἔχῃς νὰ παραπονεθῇς [[ἐναντίον]] μου, Σοφ. Τρ. 1215· [[ὡσαύτως]], κ. ἔν τινι Εὐρ. Ἑκ. 306, Ι. Α. 966· [[οὕτως]] ἐπὶ πλοίου, νεὼς καμούσης ποντίῳ πρὸς κύματι Αἰσχύλ. Θηβ. 210· ― μετὰ συστοίχ. αἰτ., οὐκ ἴσον καμὼν ἐμοὶ λύπης Σοφ. Ἠλ. 532· καμάτους κ. Ἡρῳδιαν. 3. 6. 5) οἱ καμόντες (μετοχ. ἀορ.), οἱ τελέσαντες τὸ ἑαυτῶν [[ἔργον]], Λατ. defuncti, δηλ. οἱ νεκροί, Ἰλ. Γ. 278· βροτῶν εἴδωλα καμόντων Ὀδ. Λ. 476· εἴδωλα καμ. Ω. 14, Ἰλ. Ψ. 72, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 231, κτλ.· οὕτω παρ᾿ Ἀττ., κεκμηκότες Σοφ. Ἀποσπ. 268, Εὐρ. Ἱκέτ. 576· παρὰ πεζολόγοις, οἱ κεκμηκότες Θουκ. 3. 59, Πλάτ. Νόμ. 718Α, 927Β, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 11, 6· ― ἀλλ᾿ ἐν Εὐρ. Τρ. 96 κεκμηκότες [[εἶναι]] αἱ σκιαί, τὰ πνεύματα τῶν νεκρῶν, Λατ. dii manes. ― Ὁ πρκμ. [[εἶναι]] ἀείποτε ἀμετάβ. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 50: | Line 50: | ||
}} | }} | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
|ftr='''κάμνω''': {kámnō}<br />'''Forms''': Aor. [[καμεῖν]], Fut. [[καμοῦμαι]] (Schwyzer 784), Perf. [[κέκμηκα]], dor. (Theok.) κέκμακα, ep. Ptz. [[κεκμηώς]],<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': ‘sich mühen, mit Mühe arbeiten od. verfertigen, bauen; müde werden, ermatten, sterben’ (euphem.; fast nur ep. οἱ καμόντες, att. οἱ κεκμηκότες); [[in Gefahr sein]], [[Not haben]] (seit Il.).<br />'''Composita''' : auch mit Präfix, z. B. ἀπο-, ἐκ-, συγ-, — Als Hinterglied in Zusammenbildungen: [[ἀκάμας]], -αντος [[unermüdlich]] (poet. seit Il., späte Prosa; zur Bildung Schwyzer 526); gewöhnlicher -κμητ- (-κματ-), -κμητο- (-κματο-), z. B. [[ἀκμής]], -ῆτος [[unermüdlich]], [[ἄκμητος]] ib., [[πολύκμητος]] [[mit vieler Mühe bereitet]] (alle vorw. ep. poet.).<br />'''Derivative''': Verbalnomen [[κάματος]] m. [[Mühe]], [[anstrengende Arbeit]], [[Ermüdung]], [[Leiden]] (ep. ion. poet. seit Il., späte Prosa; zur Bedeutung Radermacher RhM 87, 285f. [anfechtbar]). Kompp., z. B. [[ἀκάματος]] [[ohne Mühe]] (ep. ion. poct. seit Il.). Ableitungen: [[καματώδης]] [[mühsam]] (Hes., Pi. u. a.), [[καματηρός]] [[mühsam]], [[ermüdet]] (ion. poet. seit ''h''. ''Ven''. 246; nach [[ἀνιηρός]] u. a.; Chantraine Formation 232, Zumbach Neuerungen 15); [[καματηδόν]] [[mit Mühe]] (Man.); außerdem die Verbformen καματῶν· κοπιῶν, ἐκαμάτευσε· | |ftr='''κάμνω''': {kámnō}<br />'''Forms''': Aor. [[καμεῖν]], Fut. [[καμοῦμαι]] (Schwyzer 784), Perf. [[κέκμηκα]], dor. (Theok.) κέκμακα, ep. Ptz. [[κεκμηώς]],<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': ‘sich mühen, mit Mühe arbeiten od. verfertigen, bauen; müde werden, ermatten, sterben’ (euphem.; fast nur ep. οἱ καμόντες, att. οἱ κεκμηκότες); [[in Gefahr sein]], [[Not haben]] (seit Il.).<br />'''Composita''' : auch mit Präfix, z. B. ἀπο-, ἐκ-, συγ-, — Als Hinterglied in Zusammenbildungen: [[ἀκάμας]], -αντος [[unermüdlich]] (poet. seit Il., späte Prosa; zur Bildung Schwyzer 526); gewöhnlicher -κμητ- (-κματ-), -κμητο- (-κματο-), z. B. [[ἀκμής]], -ῆτος [[unermüdlich]], [[ἄκμητος]] ib., [[πολύκμητος]] [[mit vieler Mühe bereitet]] (alle vorw. ep. poet.).<br />'''Derivative''': Verbalnomen [[κάματος]] m. [[Mühe]], [[anstrengende Arbeit]], [[Ermüdung]], [[Leiden]] (ep. ion. poet. seit Il., späte Prosa; zur Bedeutung Radermacher RhM 87, 285f. [anfechtbar]). Kompp., z. B. [[ἀκάματος]] [[ohne Mühe]] (ep. ion. poct. seit Il.). Ableitungen: [[καματώδης]] [[mühsam]] (Hes., Pi. u. a.), [[καματηρός]] [[mühsam]], [[ermüdet]] (ion. poet. seit ''h''. ''Ven''. 246; nach [[ἀνιηρός]] u. a.; Chantraine Formation 232, Zumbach Neuerungen 15); [[καματηδόν]] [[mit Mühe]] (Man.); außerdem die Verbformen καματῶν· κοπιῶν, ἐκαμάτευσε· μετὰ κακοπαθείας εἰργάσατο H. (: [[καματάω]], -τεύω).<br />'''Etymology''' : Dem thematischen Nasalpräsens [[κάμνω]] steht im Altindischen ein athematisches ''nā''-Präsens (Typ δάμναμι) gegenüber: Med. ''śam''-''nī''-''te'' [[sich mühen]], [[arbeiten]] (Schwyzer 693). Die zweisilbige Wurzelform, die schon daraus vermutet werden kann, wird u. a. durch den Ipv. ''śamī̆''-''ṣva'' und das Nom. ag. ''śami''-''tár''- [[Zurichter]], wozu gr. [[κάματος]] stimmt, bestätigt. Auch der thematische Aorist [[ἔκαμον]], ἔκαμε hat ein Gegenstück in aind. ''a''-''śam''-''a''-''t'', beide mit einsilbiger Reduktionsstufe (Schwyzer 747, Chantraine Gramm. hom. 1, 391); die zweisilbige Form ist in den athematischen aind. ''á''-''śami''-''ṣ''-''ṭa'' (RV), ''a''-''śamī''-''t'' (Gramm.) noch zu spüren. Dagegen gilt im Griechischen als Schwundstufe κμη-, urgr. κμα- ([[κέκμηκα]], [[ἄκμητος]] usw.) gegenüber aind. ''śān''-''tá''- (Ptz.); vgl. dazu Schwyzer 343 Zus. 3, 361; s. auch zu [[θάνατος]] m. Lit. — Sichere Spuren dieser im Indischen und Griechischen reich vertretenen Wortsippe sind in anderen Sprachen nicht vorhanden; in Betracht kommen indessen einige keltische Nomina, z. B. mir. ''cuma'' [[Kummer]], ''cumal'' [[Sklavin]]. WP. 1, 387f., Pok. 557. — Vgl. [[κομέω]], [[κομίζω]].<br />'''Page''' 1,773-774 | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':k£mnw 砍挪<br />'''詞類次數''':動詞(3)<br />'''原文字根''':疲乏 相當於: ([[קוּט]]‎)<br />'''字義溯源''':辛勞^,生病,疲倦,病人<br />'''出現次數''':總共(2);來(1);雅(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 病人(1) 雅5:15;<br />2) 你們疲倦(1) 來12:3 | |sngr='''原文音譯''':k£mnw 砍挪<br />'''詞類次數''':動詞(3)<br />'''原文字根''':疲乏 相當於: ([[קוּט]]‎)<br />'''字義溯源''':辛勞^,生病,疲倦,病人<br />'''出現次數''':總共(2);來(1);雅(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 病人(1) 雅5:15;<br />2) 你們疲倦(1) 來12:3 | ||
}} | }} |