κόρος: Difference between revisions

m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 25: Line 25:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κόρος''': (Α), ου, ὁ· (πρβλ. [[κορέννυμι]])· [[πλησμονή]], [[χορτασία]], [[χορτασμός]], Λατ. satietas, [[αἶψα]] δὲ φυλόπιδος πέλεται [[κόρος]] ἀνθρώποισιν Ἰλ. Τ. 221· αἰψηρὸς δὲ [[κόρος]] κρυεροῖο γόοιο Ὀδ. Δ. 103· πάντων μὲν [[κόρος]] ἐστί, καὶ ὕπνου καὶ φιλότητος, ὅλα τὰ χορταίνει τις, καὶ [[ὕπνον]], κτλ., Ἰλ. Ν. 636· ἀπὸ [[κόρος]] ἀμβλύνει αἰανὴς ἐλπίδας Πινδ. Π. 1. 160· κόρον ἔχει πάντα ὁ αὐτ. ἐν Ν. 7. 77· κ. ἔχειν τινὸς Εὐρ. Ἄλκ. 185, Φοίν. 1571· [[ὡσαύτως]], κόρον ἡ τούτων [[συνουσία]] ἔχει Πλάτ. Φαῖδρ. 240C· ἐς κ. ἰέναι τινὸς Φιλόξ. 2. 39. 2) ὡς [[ἐπακολούθημα]] τοῦ κόρου, [[ὕβρις]], Πινδ. Ο. 2. 173, Ι. 3. 4· πρὸς κόρον, προπετῶς, αὐθαδῶς (πρβλ. πρὸς C. ΙΙΙ. 7), Αἰσχύλ. Ἀγ. 382· [[ἄχρι]] κόρου Δημ. 400. 2· ἐς κόρον Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 26· ― [[συχνάκις]] συνδυαζόμενον [[μετὰ]] τοῦ [[ὕβρις]], παρὰ τοῖς ποιηταῖς ὁτὲ μὲν ὡς παράγων τὴν ὕβριν, [[ἄλλοτε]] δὲ ὡς παραγόμενος ἐξ αὐτῆς, τίκτει τοι [[κόρος]] ὕβριν, [[ὅταν]] κακῷ [[ὄλβος]] ἕπηται ἀνθρώπῳ Θέογν. 153, πρβλ. 751 καὶ Σόλωνα 7· ὕβριν κόρου ματέρα Πινδ. Ο. 13· 12· κόρον, ὕβριος υἱὸν [[Βάκις]] παρ’ Ἡροδ. 8. 77· [[ἐντεῦθεν]], ἡ [[εἰκασία]], νέα δὲ (δηλ. [[ὕβρις]]) φύει κόρον ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 776, φαίνεται [[ἐπιτυχής]]· ἴδε καὶ [[χρησμοσύνη]].
|lstext='''κόρος''': (Α), ου, ὁ· (πρβλ. [[κορέννυμι]])· [[πλησμονή]], [[χορτασία]], [[χορτασμός]], Λατ. satietas, [[αἶψα]] δὲ φυλόπιδος πέλεται [[κόρος]] ἀνθρώποισιν Ἰλ. Τ. 221· αἰψηρὸς δὲ [[κόρος]] κρυεροῖο γόοιο Ὀδ. Δ. 103· πάντων μὲν [[κόρος]] ἐστί, καὶ ὕπνου καὶ φιλότητος, ὅλα τὰ χορταίνει τις, καὶ [[ὕπνον]], κτλ., Ἰλ. Ν. 636· ἀπὸ [[κόρος]] ἀμβλύνει αἰανὴς ἐλπίδας Πινδ. Π. 1. 160· κόρον ἔχει πάντα ὁ αὐτ. ἐν Ν. 7. 77· κ. ἔχειν τινὸς Εὐρ. Ἄλκ. 185, Φοίν. 1571· [[ὡσαύτως]], κόρον ἡ τούτων [[συνουσία]] ἔχει Πλάτ. Φαῖδρ. 240C· ἐς κ. ἰέναι τινὸς Φιλόξ. 2. 39. 2) ὡς [[ἐπακολούθημα]] τοῦ κόρου, [[ὕβρις]], Πινδ. Ο. 2. 173, Ι. 3. 4· πρὸς κόρον, προπετῶς, αὐθαδῶς (πρβλ. πρὸς C. ΙΙΙ. 7), Αἰσχύλ. Ἀγ. 382· [[ἄχρι]] κόρου Δημ. 400. 2· ἐς κόρον Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 26· ― [[συχνάκις]] συνδυαζόμενον μετὰ τοῦ [[ὕβρις]], παρὰ τοῖς ποιηταῖς ὁτὲ μὲν ὡς παράγων τὴν ὕβριν, [[ἄλλοτε]] δὲ ὡς παραγόμενος ἐξ αὐτῆς, τίκτει τοι [[κόρος]] ὕβριν, [[ὅταν]] κακῷ [[ὄλβος]] ἕπηται ἀνθρώπῳ Θέογν. 153, πρβλ. 751 καὶ Σόλωνα 7· ὕβριν κόρου ματέρα Πινδ. Ο. 13· 12· κόρον, ὕβριος υἱὸν [[Βάκις]] παρ’ Ἡροδ. 8. 77· [[ἐντεῦθεν]], ἡ [[εἰκασία]], νέα δὲ (δηλ. [[ὕβρις]]) φύει κόρον ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 776, φαίνεται [[ἐπιτυχής]]· ἴδε καὶ [[χρησμοσύνη]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly