μόνος: Difference between revisions

40 bytes removed ,  20 April 2021
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μόνος''': -η, -ον, πρβλ. [[μονάς]]· Ἐπικ. καὶ Ἰων. μοῦνος, τοῦτον δὲ τὸν τύπον μόνον μεταχειρίζεται ὁ Ὅμ. (ὡς καὶ ἐν πᾶσι τοῖς παραγώγοις πλὴν τοῦ [[μονόω]]), Ἡσ. καὶ Ἡρόδ., [[εἶναι]] δὲ ἐν χρήσει καὶ παρὰ Πινδ. (Π. 9. 46, Ι. 5 (4). 15), παρὰ Σοφ. ἔν τε τοῖς ἰαμβικοῖς καὶ τοῖς λυρικοῖς, παρ’ Αἰσχύλῳ μόνον ἐν τῷ συνθέτῳ [[μουνώψ]], παρ’ Εὐρ. μόνον ἐν τῷ μούναρχος, πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. σ. xii· Δωρ. [[μῶνος]], Θεόκρ. 2. 65., 20. 45. Ὡς καὶ νῦν, [[μόνος]], κοιν. «μονάχος», ἀφειμένος [[μόνος]], ἐγκαταλελειμμένος, Λατ. solus, Ὅμ., κλ.· [[μετὰ]] τῆς μετοχ. τοῦ [[εἰμὶ]] (sum), μοῦνος ἐὼν πολέσιν [[μετὰ]] Καδμείοισιν Ἰλ. Δ. 388· ἢ ὅγε μοῦνος ἐὼν Ὀδ. Γ. 217· μούνω ἄνευθ’ ἄλλων ΙΙ. 239· συναπτόμενον [[μετὰ]] τοῦ ἔρημος, ἄφετε μούνην ἔρημον Σοφ. Ἀντ. 887, Φιλ. 469· μόνοι γάρ ἐσμεν ([[ἔνθα]] ὁ Ἀριστοφ. αὐτοὶ) Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 21. 2) [[μετὰ]] γεν., [[μόνος]] σοῦ, ἐστερημένος σοῦ, [[ἄνευ]] σοῦ, ὡς τὸ μεμονωμένος καὶ μονωθείς, Σοφ. Αἴ. 511· [[ὡσαύτως]], μοῦνος ἀπό τινος Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 193, Σοφ. Φιλ. 183, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 908: [[ἐντεῦθεν]] [[ὡσαύτως]] καὶ ἐν πολλοῖς συνθέτοις [[μετὰ]] τῆς σημασίας τῆς ἐγκαταλείψεως, ὡς ἐν τῷ [[μονομήτωρ]], ἀλλὰ πρβλ. Monk εἰς Εὐρ.· Ἄλκ. 418. ΙΙ. μόνον, μοῦνον Λαέρτην Ἀρκείσιος υἱὸν ἔτικτεν, μοῦνον δ’ αὖτ’ Ὀδυσῆα πατὴρ τέκεν Ὀδ. Π. 118, πρβλ. Ἰλ. Ι. 478· μόνης γὰρ σοῦ κλύων ἀνέξεται Αἰσχύλ. Πέρσ. 838, πρβλ. 632, Πρ. 425, κτλ.· - [[συχνάκις]] σχεδὸν ὡς τὸ εἷς, οὐκ ἄρα μοῦνον ἔην Ἐρίδων γένος, [[ἀλλά]]... δύω Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 11, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 1280· [[ἐντεῦθεν]] ἐπιτεταμ., εἷς [[μόνος]], [[μόνος]] εἷς Ἡρόδ. 1. 38, Σοφ. Ο. Τ. 63· [[οὕτως]] [[ἅπαξ]] παρ’ Ὁμ., μία μούνη Ὀδ. Ψ. 227· - συνημμένον [[μετὰ]] τοῦ [[αὐτός]], αὐτὼ μόνω Πλάτ. Λῦσ. 211C· αὐτοὶ καθ’ αὑτοὺς μόνοι ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 307Ε. 2) [[μετὰ]] γεν., μοῦνος πάντων ἀνθρώπων, [[μόνος]] ἐξ ὅλων τῶν ἀνθρώπων, Ἡρόδ. 1. 25, πρβλ. 2. 29· [[μόνος]] ἀνδρῶν, Ἑλλήνων Σοφ. Ο. Κ. 1250, Ἠλ. 531· ὦ μόνα ὦ φίλα γυναικῶν Εὐρ. Ἄλκ. 460· [[μόνος]] θεῶν γὰρ [[θάνατος]] οὐ δώρων ἐρᾷ Ἀριστοφ. Βάτρ. 1392· [[μόνος]] τῶν ἄλλων Λυκοῦργ. 184 ἐν τέλ. 3) παρὰ τοῖς Τραγ. [[συχνάκις]] ἐπαναλαμβάνεται ἐν τῇ αὐτῇ προτάσει, ξυμπεσὼν [[μόνος]] μόνοις Σοφ. Αἴ. 467· Ἕκτορος [[μόνος]] μόνου... [[ἐναντίος]] [[αὐτόθι]] 1283· σὺν τέκνοις μόνη μόνοις Εὐρ. Μήδ. 513· οὕτω, μοῦνοι μούνοισι Ἡρόδ. 9. 48· [[μόνος]] μόνῳ Δημ. 273. 1. ΙΙΙ. ὡς τὸ [[οἶος]] ΙΙ, [[μόνος]] εἰς τὸ εἶδός του, [[ἐξαίρετος]], «[[μοναδικός]]», ὡς τὸ Λατ. unus, ἀντὶ unicus, ὡς ἔν τισι συνθέτοις, [[μονολέων]], [[μονόλυκος]]. IV. Ὑπερθετ. μονώτατος, εἷς καὶ [[μόνος]] [[ὑπὲρ]] πάντας τοὺς ἄλλους, Ἀριστοφ. Ἱππ. 352, Πλ. 182, Λυκοῦργ. 159. 3, Θεόκρ. 15. 137. Β. Ἐπίρρ., [[μόνως]], μόνον, Θουκ. 8. 81 (διάφ. γραφ. μόνον), Ξεν. Ἀπομν. 1. 5, 5, Κύρ. 3. 2, 23. ΙΙ. τὸ σύνηθες ἐπίρρ. [[εἶναι]] μόνον, Λατ. solum, Ἡρόδ. καὶ Ἀττ.· οὐχ. [[ἅπαξ]] μ. Αἰσχύλ. Πρ. 209, πρβλ. 621, 849. 2) μόνον, «μονάχα», Λατ. modo, [[συχν]]. [[μετὰ]] προστ., μ. φυλάξαι Αἰσχύλ. Ἱκ. 1012· ἀποκρίνου μ. Πλάτ. Γοργ. 494D· οὕτω, μ. Κράτος συγγένοιτό μοι Αἰσχύλ. Χο. 244· μή με καταπίῃς μ. Εὐρ. Κύκλ. 219, κτλ.· ἐὰν μ., Λατ. dummodo, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 25· οὐσίαν..., οὐ χωριστὴν μ., «μόνον ποῦ δὲν [[εἶναι]]...», ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 5. 1, 5. 3) [[συχνάκις]] [[ὡσαύτως]] δυνάμεθα νὰ ἑρμηνεύσωμεν τὸ ἐπίθετ. [[μόνος]] ὡς ἐπίρρ., χοίνικος μόνης ἁλῶν, μόνον διὰ μίαν χοίνικα ἅλατος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 814· - ἡ διαφορὰ μεταξὺ τοῦ [[μόνος]] ποιεῖ καὶ μόνον ποιεῖ [[εἶναι]] [[καταφανής]]· [[μόνος]] ποιεῖ, δηλ. [[μόνος]] του κάμνει τι· μόνον ποιεῖ, μόνον κάμνει τι, Jelf. Gr. Gr. § 714 Obs. 3. 4) συχνὸν παρ’ Ἀττ., οὐ μόνον..., ἀλλὰ καί... Ἀριστοφ. Ἱππ. 1282, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 17, κτλ.· οὐ μ., [[ἀλλά]]... Σοφ. Φιλ. 555· - τὸ μόνον, ὡς τὸ Λατιν. solum, [[ἐνίοτε]] παραλείπεται ἐν ταῖς φράσεσι ταύταις, μὴ τοὺς ἐγγύς, ἀλλὰ καὶ τοὺς [[ἄποθεν]] Θουκ. 4. 92, πρβλ. Valck. καὶ Monk εἰς Ἱππ. 359, Valck. εἰς Εὐρ. Φοιν. 1489. 5) μόνον οὐ, ὡς τὸ Λατ. tantum non, μόνον ’ποῦ..., [[σχεδόν]], Ἀριστοφ. Σφ. 517, Δημ. 409. 18, κτλ.· μόνον οὐκ ἐπὶ ταῖς κεφαλαῖς περιφέρουσι Πλάτ. Πολ. 600D· παρὰ μεταγενεστ. φέρεται μονονού, Πολύβ. 3. 109, 2, κτλ.· οὕτω, [[μονονουχί]], Δημ. 9. 11, Πολύβ. 3. 102, 4. ΙΙΙ. κατὰ μόνας, ὡς ἐπίρρ., [[μόνος]] Θουκ. 1. 32, 37, Ἰσαῖ. 67. 19, Πλάτ., κλ. IV. μόνη = μόνον, Πλούτ. 2. 583D. - Περὶ τοῦ [[μόνος]] καὶ τῶν ἐξ [[αὐτοῦ]] ἐπιθέτων πρβλ. Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 9 κἑξ.
|lstext='''μόνος''': -η, -ον, πρβλ. [[μονάς]]· Ἐπικ. καὶ Ἰων. μοῦνος, τοῦτον δὲ τὸν τύπον μόνον μεταχειρίζεται ὁ Ὅμ. (ὡς καὶ ἐν πᾶσι τοῖς παραγώγοις πλὴν τοῦ [[μονόω]]), Ἡσ. καὶ Ἡρόδ., [[εἶναι]] δὲ ἐν χρήσει καὶ παρὰ Πινδ. (Π. 9. 46, Ι. 5 (4). 15), παρὰ Σοφ. ἔν τε τοῖς ἰαμβικοῖς καὶ τοῖς λυρικοῖς, παρ’ Αἰσχύλῳ μόνον ἐν τῷ συνθέτῳ [[μουνώψ]], παρ’ Εὐρ. μόνον ἐν τῷ μούναρχος, πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. σ. xii· Δωρ. [[μῶνος]], Θεόκρ. 2. 65., 20. 45. Ὡς καὶ νῦν, [[μόνος]], κοιν. «μονάχος», ἀφειμένος [[μόνος]], ἐγκαταλελειμμένος, Λατ. solus, Ὅμ., κλ.· μετὰ τῆς μετοχ. τοῦ [[εἰμὶ]] (sum), μοῦνος ἐὼν πολέσιν μετὰ Καδμείοισιν Ἰλ. Δ. 388· ἢ ὅγε μοῦνος ἐὼν Ὀδ. Γ. 217· μούνω ἄνευθ’ ἄλλων ΙΙ. 239· συναπτόμενον μετὰ τοῦ ἔρημος, ἄφετε μούνην ἔρημον Σοφ. Ἀντ. 887, Φιλ. 469· μόνοι γάρ ἐσμεν ([[ἔνθα]] ὁ Ἀριστοφ. αὐτοὶ) Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 21. 2) μετὰ γεν., [[μόνος]] σοῦ, ἐστερημένος σοῦ, [[ἄνευ]] σοῦ, ὡς τὸ μεμονωμένος καὶ μονωθείς, Σοφ. Αἴ. 511· [[ὡσαύτως]], μοῦνος ἀπό τινος Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 193, Σοφ. Φιλ. 183, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 908: [[ἐντεῦθεν]] [[ὡσαύτως]] καὶ ἐν πολλοῖς συνθέτοις μετὰ τῆς σημασίας τῆς ἐγκαταλείψεως, ὡς ἐν τῷ [[μονομήτωρ]], ἀλλὰ πρβλ. Monk εἰς Εὐρ.· Ἄλκ. 418. ΙΙ. μόνον, μοῦνον Λαέρτην Ἀρκείσιος υἱὸν ἔτικτεν, μοῦνον δ’ αὖτ’ Ὀδυσῆα πατὴρ τέκεν Ὀδ. Π. 118, πρβλ. Ἰλ. Ι. 478· μόνης γὰρ σοῦ κλύων ἀνέξεται Αἰσχύλ. Πέρσ. 838, πρβλ. 632, Πρ. 425, κτλ.· - [[συχνάκις]] σχεδὸν ὡς τὸ εἷς, οὐκ ἄρα μοῦνον ἔην Ἐρίδων γένος, [[ἀλλά]]... δύω Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 11, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 1280· [[ἐντεῦθεν]] ἐπιτεταμ., εἷς [[μόνος]], [[μόνος]] εἷς Ἡρόδ. 1. 38, Σοφ. Ο. Τ. 63· [[οὕτως]] [[ἅπαξ]] παρ’ Ὁμ., μία μούνη Ὀδ. Ψ. 227· - συνημμένον μετὰ τοῦ [[αὐτός]], αὐτὼ μόνω Πλάτ. Λῦσ. 211C· αὐτοὶ καθ’ αὑτοὺς μόνοι ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 307Ε. 2) μετὰ γεν., μοῦνος πάντων ἀνθρώπων, [[μόνος]] ἐξ ὅλων τῶν ἀνθρώπων, Ἡρόδ. 1. 25, πρβλ. 2. 29· [[μόνος]] ἀνδρῶν, Ἑλλήνων Σοφ. Ο. Κ. 1250, Ἠλ. 531· ὦ μόνα ὦ φίλα γυναικῶν Εὐρ. Ἄλκ. 460· [[μόνος]] θεῶν γὰρ [[θάνατος]] οὐ δώρων ἐρᾷ Ἀριστοφ. Βάτρ. 1392· [[μόνος]] τῶν ἄλλων Λυκοῦργ. 184 ἐν τέλ. 3) παρὰ τοῖς Τραγ. [[συχνάκις]] ἐπαναλαμβάνεται ἐν τῇ αὐτῇ προτάσει, ξυμπεσὼν [[μόνος]] μόνοις Σοφ. Αἴ. 467· Ἕκτορος [[μόνος]] μόνου... [[ἐναντίος]] [[αὐτόθι]] 1283· σὺν τέκνοις μόνη μόνοις Εὐρ. Μήδ. 513· οὕτω, μοῦνοι μούνοισι Ἡρόδ. 9. 48· [[μόνος]] μόνῳ Δημ. 273. 1. ΙΙΙ. ὡς τὸ [[οἶος]] ΙΙ, [[μόνος]] εἰς τὸ εἶδός του, [[ἐξαίρετος]], «[[μοναδικός]]», ὡς τὸ Λατ. unus, ἀντὶ unicus, ὡς ἔν τισι συνθέτοις, [[μονολέων]], [[μονόλυκος]]. IV. Ὑπερθετ. μονώτατος, εἷς καὶ [[μόνος]] [[ὑπὲρ]] πάντας τοὺς ἄλλους, Ἀριστοφ. Ἱππ. 352, Πλ. 182, Λυκοῦργ. 159. 3, Θεόκρ. 15. 137. Β. Ἐπίρρ., [[μόνως]], μόνον, Θουκ. 8. 81 (διάφ. γραφ. μόνον), Ξεν. Ἀπομν. 1. 5, 5, Κύρ. 3. 2, 23. ΙΙ. τὸ σύνηθες ἐπίρρ. [[εἶναι]] μόνον, Λατ. solum, Ἡρόδ. καὶ Ἀττ.· οὐχ. [[ἅπαξ]] μ. Αἰσχύλ. Πρ. 209, πρβλ. 621, 849. 2) μόνον, «μονάχα», Λατ. modo, [[συχν]]. μετὰ προστ., μ. φυλάξαι Αἰσχύλ. Ἱκ. 1012· ἀποκρίνου μ. Πλάτ. Γοργ. 494D· οὕτω, μ. Κράτος συγγένοιτό μοι Αἰσχύλ. Χο. 244· μή με καταπίῃς μ. Εὐρ. Κύκλ. 219, κτλ.· ἐὰν μ., Λατ. dummodo, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 25· οὐσίαν..., οὐ χωριστὴν μ., «μόνον ποῦ δὲν [[εἶναι]]...», ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 5. 1, 5. 3) [[συχνάκις]] [[ὡσαύτως]] δυνάμεθα νὰ ἑρμηνεύσωμεν τὸ ἐπίθετ. [[μόνος]] ὡς ἐπίρρ., χοίνικος μόνης ἁλῶν, μόνον διὰ μίαν χοίνικα ἅλατος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 814· - ἡ διαφορὰ μεταξὺ τοῦ [[μόνος]] ποιεῖ καὶ μόνον ποιεῖ [[εἶναι]] [[καταφανής]]· [[μόνος]] ποιεῖ, δηλ. [[μόνος]] του κάμνει τι· μόνον ποιεῖ, μόνον κάμνει τι, Jelf. Gr. Gr. § 714 Obs. 3. 4) συχνὸν παρ’ Ἀττ., οὐ μόνον..., ἀλλὰ καί... Ἀριστοφ. Ἱππ. 1282, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 17, κτλ.· οὐ μ., [[ἀλλά]]... Σοφ. Φιλ. 555· - τὸ μόνον, ὡς τὸ Λατιν. solum, [[ἐνίοτε]] παραλείπεται ἐν ταῖς φράσεσι ταύταις, μὴ τοὺς ἐγγύς, ἀλλὰ καὶ τοὺς [[ἄποθεν]] Θουκ. 4. 92, πρβλ. Valck. καὶ Monk εἰς Ἱππ. 359, Valck. εἰς Εὐρ. Φοιν. 1489. 5) μόνον οὐ, ὡς τὸ Λατ. tantum non, μόνον ’ποῦ..., [[σχεδόν]], Ἀριστοφ. Σφ. 517, Δημ. 409. 18, κτλ.· μόνον οὐκ ἐπὶ ταῖς κεφαλαῖς περιφέρουσι Πλάτ. Πολ. 600D· παρὰ μεταγενεστ. φέρεται μονονού, Πολύβ. 3. 109, 2, κτλ.· οὕτω, [[μονονουχί]], Δημ. 9. 11, Πολύβ. 3. 102, 4. ΙΙΙ. κατὰ μόνας, ὡς ἐπίρρ., [[μόνος]] Θουκ. 1. 32, 37, Ἰσαῖ. 67. 19, Πλάτ., κλ. IV. μόνη = μόνον, Πλούτ. 2. 583D. - Περὶ τοῦ [[μόνος]] καὶ τῶν ἐξ [[αὐτοῦ]] ἐπιθέτων πρβλ. Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 9 κἑξ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 38: Line 38:
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[μόνος]], -η, -ον, Α επικ. και ιων. τ. μοῦν
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[μόνος]], -η, -ον, Α επικ. και ιων. τ. μοῦν
ος, -η, -ον, δωρ. τ. [[μῶνος]], -η, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που υπάρχει ή γίνεται [[χωριστά]] από άλλους, χωρισμένος από άλλους, [[μοναχός]] (α. «θα πάω μόνη διακοπές» β. «μοῦν
ος, -η, -ον, δωρ. τ. [[μῶνος]], -η, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που υπάρχει ή γίνεται [[χωριστά]] από άλλους, χωρισμένος από άλλους, [[μοναχός]] (α. «θα πάω μόνη διακοπές» β. «μοῦν
ος ἐὼν πολέσιν [[μετὰ]] Καδμείοισιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> στερημένος από άλλους, απομονωμένος, εγκατελειμμένος(α. «έμεινε [[μόνος]] στον κόσμο [[μετά]] τον θάνατο της γυναίκας του<br />β. «πάντων [[ἄμμορος]] ἐν βίῳ κεῑται μοῦν
ος ἐὼν πολέσιν μετὰ Καδμείοισιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> στερημένος από άλλους, απομονωμένος, εγκατελειμμένος(α. «έμεινε [[μόνος]] στον κόσμο [[μετά]] τον θάνατο της γυναίκας του<br />β. «πάντων [[ἄμμορος]] ἐν βίῳ κεῑται μοῦν
ος ἀπ' ἄλλων», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[μοναδικός]] στο [[είδος]] του, [[εξαιρετικός]] (α. «[[είναι]] ο [[μόνος]] που μπορεί να βρει [[λύση]] στο πρόβλημά σου» β. «μόνην κυήσασαν Θεὸν τον ἀναλλοίωτον», Μηναί.<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>μόνο</i>(<i>ν</i>)<br />αποκλείοντας [[κάθε]] άλλον ή [[κάθε]] [[άλλη]] [[περίπτωση]], αποκλειστικά, [[μονάχα]] (α. «μόνο [[μέσα]] σε έναν χρόνο στην [[Ελλάδα]] καίγονται εκατοντάδες χιλιάδες στρέμματα δασών» β. «μόνο [[κάθε]] Τρίτη έχει [[επισκεπτήριο]]» γ. «μόνον Κράτος τε καὶ Δίκη σὺν τῷ τρίτῳ πάντων μεγίστῳ Ζηνὶ συγγένοιτο νῷν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μόνος]] και [[έρημος]]»<br />(εμφαντικά) εντελώς απομονωμένος, [[ολομόναχος]]<br />β) «όχι μόνο..., [[αλλά]] και», «όχι μόνον..., [[αλλά]] [[ούτε]]», «οὐ μόνον..., ἀλλὰ καί», «οὐ μόνον..., ἀλλ' [[οὐδέ]]» — χρησιμοποιούνται σε περιπτώσεις επιδοτικής συμπλοκής<br />γ) «[[κατά]] μόνας» — κατ' ιδίαν, [[χωρίς]] την [[παρουσία]] άλλου, απομονωμένα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «από [[μόνος]] μου, σου, του...» — [[απρόσκλητος]], αφ' [[εαυτού]] («ήλθα από [[μόνος]] μου»)<br />β) «μόνο και μόνο» — χρησιμοποιείται για [[επίταση]] της αποκλειστικότητας<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> (με τις προσωπ. αντων. <i>μου</i>, <i>σου</i>, <i>του</i>, <i>μας</i>, <i>σας</i>, <i>τους</i>) α) δηλώνει [[αυτοπάθεια]] («[[μόνος]] του σκοτώθηκε»)<br />β) δηλώνει αυτόματη [[ενέργεια]]<br />γ) αυτοπροσώπως, εγώ ο [[ίδιος]] [[χωρίς]] τη [[μεσολάβηση]] ή τη [[βοήθεια]] άλλου («θα πάω [[μόνος]] μου και θα του μιλήσω»)<br /><b>2.</b> [[άγαμος]], [[ανύπαντρος]]<br /><b>3.</b> (για [[κράτος]]) [[χωρίς]] συμμάχους<br /><b>4.</b> [[αβοήθητος]]<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) α) (για [[δήλωση]] εξαίρεσης) [[παρά]], [[εκτός]], [[παρά]] μόνο («δεν έχει κανέναν στον κόσμο, μόνο έναν μακρινό εξάδελφο»)<br />β) [[αλλά]], όμως, εν τούτοις («σού [[υπόσχομαι]] ότι θα το τελειώσω, μόνο που δεν [[ξέρω]] [[πότε]]»)<br />γ) (με βουλητική [[πρόταση]] για να δηλωθεί όρος, [[προϋπόθεση]]) αρκεί να..., φτάνει να... («θα σέ αφήσω να πας, μόνο να προσέχεις»)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «μόνο που δεν...» ή «μόνον πως δεν...» — λίγο έλειψε να...<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ίδιος]], όμοιος<br /><b>2.</b> (για [[τόπο]]) [[απόμερος]]<br /><b>3.</b> (το ουδ. ως σύνδ.) [[λοιπόν]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «μόνον και...» — [[έστω]] και...<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ένας]] μόνο, [[ένας]] («τάδ' ἐκ δυοῑν ἔρρωγεν, οὐ μόνου [[κακά]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> διακεκριμένος, [[μοναδικός]] σε [[κάτι]] («[επέδειξε] σαφέστατα [[μόνος]] ἀνθρώπων», Λυσ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> μόνον οὐ» — [[σχεδόν]]<br /><b>3.</b> (στον υπερθ.) <i>μονώτατος</i>, -<i>άτη</i>, -<i>ον</i>- [[ένας]] και [[μόνος]], [[πάνω]] από όλους τους άλλους, [[καλύτερος]] από όλους τους άλλους<br /><b>4.</b> αυτός που κατασκευάστηκε σε ένα [[κομμάτι]]<br /><b>5.</b> (η δοτ. του θηλ. ως επίρρ.) <i>μόνη</i><br />αποκλειστικά, [[μονάχα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[μόνως]] (Α)<br />μόνον, αποκλειστικά, [[μονάχα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο αττ. τ. [[μόνος]] έχει προέλθει από <i>μον</i>-<i>Fος</i> (με [[επίθημα]] <i>Fos</i>, <b>[[πρβλ]].</b> [[ὅλος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ολ</i>-<i>Fος</i>, [[οἷος]] <span style="color: red;"><</span> <i>οι</i>-<i>Fος</i>) με [[απλοποίηση]] του συμπλέγματος -<i>νF</i>- [[χωρίς]] [[αντέκταση]], ενώ ο ιων. τ. [[μοῦνος]] και ο δωρ. [[μῶνος]] [[είναι]] προϊόντα [[αντέκταση]] ς (<b>[[πρβλ]].</b> <i>oδ</i>-<i>Fος</i> > [[οὐδός]] ιων., <i>ὠσός</i> δωρ., [[ὀδός]] αττ.). Η [[σύνδεση]] της λ. με το επίθ. [[μανός]] «[[χαλαρός]], [[αραιός]]» και με το ρ. [[μινύθω]] προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μονάδα]](-<i>άς</i>), [[μονάζω]], [[μονώνω]] (-<i>όω</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[μονάδην]], [[μοναδόν]], [[μοναχού]], [[μονόθεν]], [[μονώδης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[μοναχώς]], [[μονία]] (II), [[μονιός]], [[μονότης]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[μόνιος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> Για σύνθ. με α' συνθετικό [[μόνος]] <b>βλ.</b> <i>μον</i>(<i>ο</i>)-. (Β συνθετικό) [[κατάμονος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πεντάμονος]].
ος ἀπ' ἄλλων», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[μοναδικός]] στο [[είδος]] του, [[εξαιρετικός]] (α. «[[είναι]] ο [[μόνος]] που μπορεί να βρει [[λύση]] στο πρόβλημά σου» β. «μόνην κυήσασαν Θεὸν τον ἀναλλοίωτον», Μηναί.<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>μόνο</i>(<i>ν</i>)<br />αποκλείοντας [[κάθε]] άλλον ή [[κάθε]] [[άλλη]] [[περίπτωση]], αποκλειστικά, [[μονάχα]] (α. «μόνο [[μέσα]] σε έναν χρόνο στην [[Ελλάδα]] καίγονται εκατοντάδες χιλιάδες στρέμματα δασών» β. «μόνο [[κάθε]] Τρίτη έχει [[επισκεπτήριο]]» γ. «μόνον Κράτος τε καὶ Δίκη σὺν τῷ τρίτῳ πάντων μεγίστῳ Ζηνὶ συγγένοιτο νῷν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μόνος]] και [[έρημος]]»<br />(εμφαντικά) εντελώς απομονωμένος, [[ολομόναχος]]<br />β) «όχι μόνο..., [[αλλά]] και», «όχι μόνον..., [[αλλά]] [[ούτε]]», «οὐ μόνον..., ἀλλὰ καί», «οὐ μόνον..., ἀλλ' [[οὐδέ]]» — χρησιμοποιούνται σε περιπτώσεις επιδοτικής συμπλοκής<br />γ) «[[κατά]] μόνας» — κατ' ιδίαν, [[χωρίς]] την [[παρουσία]] άλλου, απομονωμένα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «από [[μόνος]] μου, σου, του...» — [[απρόσκλητος]], αφ' [[εαυτού]] («ήλθα από [[μόνος]] μου»)<br />β) «μόνο και μόνο» — χρησιμοποιείται για [[επίταση]] της αποκλειστικότητας<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> (με τις προσωπ. αντων. <i>μου</i>, <i>σου</i>, <i>του</i>, <i>μας</i>, <i>σας</i>, <i>τους</i>) α) δηλώνει [[αυτοπάθεια]] («[[μόνος]] του σκοτώθηκε»)<br />β) δηλώνει αυτόματη [[ενέργεια]]<br />γ) αυτοπροσώπως, εγώ ο [[ίδιος]] [[χωρίς]] τη [[μεσολάβηση]] ή τη [[βοήθεια]] άλλου («θα πάω [[μόνος]] μου και θα του μιλήσω»)<br /><b>2.</b> [[άγαμος]], [[ανύπαντρος]]<br /><b>3.</b> (για [[κράτος]]) [[χωρίς]] συμμάχους<br /><b>4.</b> [[αβοήθητος]]<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) α) (για [[δήλωση]] εξαίρεσης) [[παρά]], [[εκτός]], [[παρά]] μόνο («δεν έχει κανέναν στον κόσμο, μόνο έναν μακρινό εξάδελφο»)<br />β) [[αλλά]], όμως, εν τούτοις («σού [[υπόσχομαι]] ότι θα το τελειώσω, μόνο που δεν [[ξέρω]] [[πότε]]»)<br />γ) (με βουλητική [[πρόταση]] για να δηλωθεί όρος, [[προϋπόθεση]]) αρκεί να..., φτάνει να... («θα σέ αφήσω να πας, μόνο να προσέχεις»)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «μόνο που δεν...» ή «μόνον πως δεν...» — λίγο έλειψε να...<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ίδιος]], όμοιος<br /><b>2.</b> (για [[τόπο]]) [[απόμερος]]<br /><b>3.</b> (το ουδ. ως σύνδ.) [[λοιπόν]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «μόνον και...» — [[έστω]] και...<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ένας]] μόνο, [[ένας]] («τάδ' ἐκ δυοῑν ἔρρωγεν, οὐ μόνου [[κακά]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> διακεκριμένος, [[μοναδικός]] σε [[κάτι]] («[επέδειξε] σαφέστατα [[μόνος]] ἀνθρώπων», Λυσ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> μόνον οὐ» — [[σχεδόν]]<br /><b>3.</b> (στον υπερθ.) <i>μονώτατος</i>, -<i>άτη</i>, -<i>ον</i>- [[ένας]] και [[μόνος]], [[πάνω]] από όλους τους άλλους, [[καλύτερος]] από όλους τους άλλους<br /><b>4.</b> αυτός που κατασκευάστηκε σε ένα [[κομμάτι]]<br /><b>5.</b> (η δοτ. του θηλ. ως επίρρ.) <i>μόνη</i><br />αποκλειστικά, [[μονάχα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[μόνως]] (Α)<br />μόνον, αποκλειστικά, [[μονάχα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο αττ. τ. [[μόνος]] έχει προέλθει από <i>μον</i>-<i>Fος</i> (με [[επίθημα]] <i>Fos</i>, <b>[[πρβλ]].</b> [[ὅλος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ολ</i>-<i>Fος</i>, [[οἷος]] <span style="color: red;"><</span> <i>οι</i>-<i>Fος</i>) με [[απλοποίηση]] του συμπλέγματος -<i>νF</i>- [[χωρίς]] [[αντέκταση]], ενώ ο ιων. τ. [[μοῦνος]] και ο δωρ. [[μῶνος]] [[είναι]] προϊόντα [[αντέκταση]] ς (<b>[[πρβλ]].</b> <i>oδ</i>-<i>Fος</i> > [[οὐδός]] ιων., <i>ὠσός</i> δωρ., [[ὀδός]] αττ.). Η [[σύνδεση]] της λ. με το επίθ. [[μανός]] «[[χαλαρός]], [[αραιός]]» και με το ρ. [[μινύθω]] προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μονάδα]](-<i>άς</i>), [[μονάζω]], [[μονώνω]] (-<i>όω</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[μονάδην]], [[μοναδόν]], [[μοναχού]], [[μονόθεν]], [[μονώδης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[μοναχώς]], [[μονία]] (II), [[μονιός]], [[μονότης]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[μόνιος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> Για σύνθ. με α' συνθετικό [[μόνος]] <b>βλ.</b> <i>μον</i>(<i>ο</i>)-. (Β συνθετικό) [[κατάμονος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πεντάμονος]].
}}
}}
Line 45: Line 45:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μόνος:''' ион. [[μοῦνος]], дор. [[μῶνος]] 3<br /><b class="num">1)</b> один-единственный, только один (εἷς καὶ μ. καὶ τελειὸς [[οὐρανός]] Arst.): ὁ μ. [[ἔην]] [[μετὰ]] [[πέντε]] κασιγνήτῃσιν Hom. (Долон) был единственным (сыном) при пяти сестрах;<br /><b class="num">2)</b> (= εἶς) один: τάδ᾽ ἐκ [[δυοῖν]] ἔρρωγεν, ού μόνου, κακά Soph. эти бедствия обрушились не на одного (из них), а на обоих;<br /><b class="num">3)</b> один, одинокий (μὴ λίπῃς μ᾽ [[οὕτω]] [[μόνον]] Soph.): σὺν τέκνοις [[μόνη]] μόνοις Eur. одна наедине со своими детьми; μ. ἀπ᾽ ἄλλων Soph. уединенно, вдали от прочих; σοῦ μ. Soph. покинутый тобой; αὐτὸς καθ᾽ αὑτὸν μ. Plat. сам по себе, отдельный, особый; κατὰ [[μόνας]] (v. l. [[καταμόνας]]) Thuc. одними своими силами, один или одни - см. [[μόνον]].
|elrutext='''μόνος:''' ион. [[μοῦνος]], дор. [[μῶνος]] 3<br /><b class="num">1)</b> один-единственный, только один (εἷς καὶ μ. καὶ τελειὸς [[οὐρανός]] Arst.): ὁ μ. [[ἔην]] μετὰ [[πέντε]] κασιγνήτῃσιν Hom. (Долон) был единственным (сыном) при пяти сестрах;<br /><b class="num">2)</b> (= εἶς) один: τάδ᾽ ἐκ [[δυοῖν]] ἔρρωγεν, ού μόνου, κακά Soph. эти бедствия обрушились не на одного (из них), а на обоих;<br /><b class="num">3)</b> один, одинокий (μὴ λίπῃς μ᾽ [[οὕτω]] [[μόνον]] Soph.): σὺν τέκνοις [[μόνη]] μόνοις Eur. одна наедине со своими детьми; μ. ἀπ᾽ ἄλλων Soph. уединенно, вдали от прочих; σοῦ μ. Soph. покинутый тобой; αὐτὸς καθ᾽ αὑτὸν μ. Plat. сам по себе, отдельный, особый; κατὰ [[μόνας]] (v. l. [[καταμόνας]]) Thuc. одними своими силами, один или одни - см. [[μόνον]].
}}
}}
{{etym
{{etym