3,274,246
edits
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μέτριος''': -α, -ον, καὶ [[ἐνίοτε]] ος, ον, Πλάτ. Τίμ. 59D· ([[μέτρον]])· ― ὡς καὶ νῦν, 1) ἐπὶ μεγέθους, μ. ἄνδρες, μετρίου ἀναστήματος, συνήθους δηλ., Ἡρόδ. 2. 23· μ. [[πῆχυς]], ὁ [[συνήθης]] π., ὁ αὐτ. ἐν 1. 178· [[οὕτως]] ἐπὶ χρόνου, μ. [[μῆκος]] λόγων, μετρίως μακρὸς [[λόγος]], Πλάτ. Πρωτ. 338Β· μ. χρόνον ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 460Ε, κτλ. ΙΙ. ἐπὶ ἀριθμοῦ, ὀλίγοι, μερικοί, Ξεν. Κύρ. 2. 4, 12. ΙΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ βαθμοῦ, ὁ σταθερῶς ἐμμένων εἰς τὸν [[μέσον]] ὅρον, Λατ. modestus, σοὶ δ’ ἔργα φίλ’ ἔστω μέτρια κοσμεῖν, [[ἔνθα]] ὁ Τζέτζ. ἑρμηνεύει: «σοὶ δὲ προσφιλῆ ἔστωσαν τὰ μέτρια ἔργα, [[ἤτοι]] τὰ σεμνὰ καὶ μὴ ἀπρεπῆ»· ἀλλ’ ὁ Paley ἑρμηνεύει: ἔχε ἐν τάξει μετρίου μεγέθους γεωργικὴν ἔπαυλιν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 304· μέτριον νῦν [[ἔπος]] εὔχου Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1060· μ. Ἀφροδίτας, [[χάρις]] Εὐρ. Ι. Α. 543, 555· [[σῖτος]] μετριώτατος Ξεν. Λακ. 1, 3· ― [[συχνάκις]] ἐπὶ μέσου τρόπου ἢ [[μέσης]] καταστάσεως, Τραγ., κτλ.· τὸ μέτριον, ὁ [[μέσος]] ὅρος, Λατ. aurea mediocritas, Σοφ. Ο. Κ. 1212, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 716C, κτλ.· οὕτω, τὰ μέτρια Εὐρ. Μήδ. 125· εἴη δ’ ἔμοιγε μέτρια ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 632· μετρίων δέεσθαι Ἡρόδ. 4. 84· τὰ μ. κεκτῆσθαι Ξεν. Ἀπομν. 2, 6, 22· μ. καὶ δίκαια Ἀριστοφ. Νεφ. 1137· μέτρια πράττειν Μένανδρ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 9· ― οὕτω, μ. [[φιλία]], οὐχὶ πολὺ [[μεγάλη]], Εὐρ. Ἱππ. 253· μετρίων λέκτρων, μετρίων δὲ γάμων... κύρσαι θνητοῖσιν ἄριστον ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 505· μ. ἐσθῆτι χρῆσθαι, κοινὰ ἐνδύματα, Θουκ. 1. 6· μετρίᾳ φυλακῇ, ἐν οὐχὶ αὐστηρᾷ φυλακῇ, ὁ αὐτ. ἐν 4. 30· [[βίος]] μ. καὶ [[βέβαιος]] Πλάτ. Πολ. 466Β· μ. [[σχῆμα]], [[μετριόφρων]] [[ἱματισμός]], ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 511Ε· μετρίαν οὐσίαν κεκτῆσθαι, ἐπὶ τῶν ἀνηκόντων εἰς τὴν μεσαίαν τάξιν, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 6, 2· οἱ μέτριοι, οἱ κοινοὶ τῶν ἀνθρώπων, οἱ συνήθεις, Δημ. 228. 20· οὕτω, τὸ μ. Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 11, 4· ― [[ὡσαύτως]], ὅσον οἰόμεθα μέτριον [[εἶναι]] πιεῖν, ἀκριβῶς ἀρκετόν, Πλάτ. Φαίδων 117Β. 2) [[μέτριος]], «ὑποφερτός», [[ἀρκετός]], οἷς μὴ [[μέτριος]] αἰὼν Σοφ. Φιλ. 179 ἀπὸ τῶν μ. ἐπ’ ἀμήχανον [[ἄλγος]] ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 140· μ. [[ἄχθος]] Εὐρ. Ἄλκ. 884· κακὰ ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 717· [[ὡσαύτως]], μ. ἦν χειμὼν φέρειν ὁ αὐτ. ἐν 683· μετρίων δέεσθαι, μέτρια αἰτεῖν, Ἡρόδ. 4. 84· τυγχάνειν τῶν μετρίων Λυσ. 114. 34· τὰ μ., ὅροι ὑποφερτοί, παρὰ Δημ. 283. 6· ἐπὶ μετρίοις Θουκ. 4. 22· μηδὲν μ. λέγειν Πλάτ. Θεαίτ. 181Β· μετριωτάτη ἡ [[δημοκρατία]], ἡ ἐλάχιστον [[ἀφόρητος]], Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 2, 2. 3) ἐπὶ προσώπων [[μέτριος]] κατὰ τὰς ἐπιθυμίας καὶ τὰ ὅμοια, [[μετριόφρων]], [[ἐγκρατής]], Εὐρ. Ἑλ. 1105, Ἀριστοφ. Πλ. 245· μετριώτεροι ἐς τὰ πολιτικὰ Θουκ. 6. 89· μέτρ. πρὸς τὰς ἡδονὰς Πλάτ. Νόμ. 816Β· πρὸς δίαιταν Αἰσχίν. 78. 4· ἐν τῷ σίτῳ Ξεν. Κύρ. 5. 2, 17· παρὰ μεταγεν. ἰδίως ἐπὶ ἔρωτος, Wyttenb. εἰς Πλούτ. 2. 132Α· ― [[ὡσαύτως]], [[μέτριος]], [[δίκαιος]], [[ἐνάρετος]], Θέογν. 615, καὶ [[συχν]]. παρὰ Πλάτ.· ἦτο δὲ [[λέξις]] [[σφόδρα]] προσφιλὴς ἐν ταῖς δημοκρατουμέναις πόλεσι, μ. καὶ [[φιλάνθρωπος]] Δημ. 574. 15· μ. ἑαυτὸν παρέχειν ὁ αὐτ. ἐν 559. 2· ― μ. πρὸς τοὺς ὑπηκόους, [[πρᾶος]], [[ἤπιος]] [[πρός]]..., Θουκ. 1. 77. 4) [[ἀνάλογος]], [[ἁρμόδιος]], μισθὸς μ. τοῖς σώφροσι Πλάτ. Τίμ. 18Β· μ. λόγοι Ξεν. Συμπ. 8, 3. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «μέτριοι· ἐπιεικεῖς. μικροί, εὐτελεῖς. καὶ οἱ μεμετρημένην οὐσίαν ἔχοντες». Β. Ἐπίρρ. μετρίως, ἐν τῷ προσήκοντι μέτρῳ, ἐντὸς τῶν ὁρίων, λέγειν Ἡρόδ. 2. 161· ἐν τῷ προσήκοντι μέτρῳ, [[ἄνευ]] ἐξογκώσεων ἢ ἐλαττώσεων, δικαίως, εἰπεῖν Θουκ. 2. 35· μ. διαλέγεσθαι [[περί]] τινος Ἰσοκρ. 269Α, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 518Β· μ. ἔχειν, ἐν καλῇ ἀναλογίᾳ, δηλ. [[οὔτε]] παρὰ πολὺς [[οὔτε]] [[ὀλίγος]], ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 191D· μ. ἔχω τοῦ βίου, εἶμαι ἐν μετρίᾳ καταστάσει περιουσίας, Ἡρόδ. 1. 32· ― συγκρ. μετριώτερον (κατωτ. 3), ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] -ωτέρως, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 9, 3· ὑπερθετ. -ώτατα, Θουκ. 6. 88, κτλ. 2) ἀρκετά, [[ἀρκούντως]], μετρίως κεχόρευται Ἀριστοφ. Νεφ. ἐν τέλ.· μ. εἰρημένα πρὸς τὴν ἐμὴν ἀνάγκην ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 969· μετρίως, ἀρκετὰ καλά, Πλάτ. Νόμ. 936Β, Δημ. 70. 21· τινός, ὡς [[πρός]] τι, Ἡρόδ. 1. 32, Πλάτ. Εὐθύδ. 305D. 3) οὐχὶ ὑπερβολικῶς, χαίρειν Εὐρ. Ι. Α. 921, πρβλ. Ἡρ. Μαιν. 709· ἀποκρίνεσθαι Ξεν. Ἀν. 2. 3, 30· μ. βεβιωκέναι Λυσ. 145. 40· ([[ἀλλά]], μ. διάγειν, εὑρίσκομαι ἐν μετρίᾳ, δηλ. οὐχὶ καλῇ καταστάσει, Ξεν. Ἱέρ. 1. 8)· πενθεῖν μ. Ἀντιφ. ἐν «Ἀφροδισ.» 2· φέρειν Πολύβ. 3. 85, 9· - μὲ δικαίους ὅρους, μ. ξυναλλαγῆναι Θουκ. 4. 19, πρβλ. 20· μὲ καλὸν τρόπον, Πλάτ. Θεαίτ. 161Β, 179Α· ἴδε ἐν λέξ. [[ὀργάζω]]· - συγκρ., μετριώτερον [[πρός]] τινα φρονεῖν Ξεν. Κύρ. 4. 3, 7. II. τὸ οὐδ. ἑνικ. καὶ πληθ. μέτριον καὶ μετρία [[εἶναι]] ἐν χρήσει ὡς ἐπίρρ., μέτριον ἔχειν Πλάτ. Νόμ. 846C· μέτρια βασανισθῆναι ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 237Β· - [[ὡσαύτως]] | |lstext='''μέτριος''': -α, -ον, καὶ [[ἐνίοτε]] ος, ον, Πλάτ. Τίμ. 59D· ([[μέτρον]])· ― ὡς καὶ νῦν, 1) ἐπὶ μεγέθους, μ. ἄνδρες, μετρίου ἀναστήματος, συνήθους δηλ., Ἡρόδ. 2. 23· μ. [[πῆχυς]], ὁ [[συνήθης]] π., ὁ αὐτ. ἐν 1. 178· [[οὕτως]] ἐπὶ χρόνου, μ. [[μῆκος]] λόγων, μετρίως μακρὸς [[λόγος]], Πλάτ. Πρωτ. 338Β· μ. χρόνον ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 460Ε, κτλ. ΙΙ. ἐπὶ ἀριθμοῦ, ὀλίγοι, μερικοί, Ξεν. Κύρ. 2. 4, 12. ΙΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ βαθμοῦ, ὁ σταθερῶς ἐμμένων εἰς τὸν [[μέσον]] ὅρον, Λατ. modestus, σοὶ δ’ ἔργα φίλ’ ἔστω μέτρια κοσμεῖν, [[ἔνθα]] ὁ Τζέτζ. ἑρμηνεύει: «σοὶ δὲ προσφιλῆ ἔστωσαν τὰ μέτρια ἔργα, [[ἤτοι]] τὰ σεμνὰ καὶ μὴ ἀπρεπῆ»· ἀλλ’ ὁ Paley ἑρμηνεύει: ἔχε ἐν τάξει μετρίου μεγέθους γεωργικὴν ἔπαυλιν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 304· μέτριον νῦν [[ἔπος]] εὔχου Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1060· μ. Ἀφροδίτας, [[χάρις]] Εὐρ. Ι. Α. 543, 555· [[σῖτος]] μετριώτατος Ξεν. Λακ. 1, 3· ― [[συχνάκις]] ἐπὶ μέσου τρόπου ἢ [[μέσης]] καταστάσεως, Τραγ., κτλ.· τὸ μέτριον, ὁ [[μέσος]] ὅρος, Λατ. aurea mediocritas, Σοφ. Ο. Κ. 1212, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 716C, κτλ.· οὕτω, τὰ μέτρια Εὐρ. Μήδ. 125· εἴη δ’ ἔμοιγε μέτρια ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 632· μετρίων δέεσθαι Ἡρόδ. 4. 84· τὰ μ. κεκτῆσθαι Ξεν. Ἀπομν. 2, 6, 22· μ. καὶ δίκαια Ἀριστοφ. Νεφ. 1137· μέτρια πράττειν Μένανδρ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 9· ― οὕτω, μ. [[φιλία]], οὐχὶ πολὺ [[μεγάλη]], Εὐρ. Ἱππ. 253· μετρίων λέκτρων, μετρίων δὲ γάμων... κύρσαι θνητοῖσιν ἄριστον ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 505· μ. ἐσθῆτι χρῆσθαι, κοινὰ ἐνδύματα, Θουκ. 1. 6· μετρίᾳ φυλακῇ, ἐν οὐχὶ αὐστηρᾷ φυλακῇ, ὁ αὐτ. ἐν 4. 30· [[βίος]] μ. καὶ [[βέβαιος]] Πλάτ. Πολ. 466Β· μ. [[σχῆμα]], [[μετριόφρων]] [[ἱματισμός]], ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 511Ε· μετρίαν οὐσίαν κεκτῆσθαι, ἐπὶ τῶν ἀνηκόντων εἰς τὴν μεσαίαν τάξιν, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 6, 2· οἱ μέτριοι, οἱ κοινοὶ τῶν ἀνθρώπων, οἱ συνήθεις, Δημ. 228. 20· οὕτω, τὸ μ. Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 11, 4· ― [[ὡσαύτως]], ὅσον οἰόμεθα μέτριον [[εἶναι]] πιεῖν, ἀκριβῶς ἀρκετόν, Πλάτ. Φαίδων 117Β. 2) [[μέτριος]], «ὑποφερτός», [[ἀρκετός]], οἷς μὴ [[μέτριος]] αἰὼν Σοφ. Φιλ. 179 ἀπὸ τῶν μ. ἐπ’ ἀμήχανον [[ἄλγος]] ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 140· μ. [[ἄχθος]] Εὐρ. Ἄλκ. 884· κακὰ ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 717· [[ὡσαύτως]], μ. ἦν χειμὼν φέρειν ὁ αὐτ. ἐν 683· μετρίων δέεσθαι, μέτρια αἰτεῖν, Ἡρόδ. 4. 84· τυγχάνειν τῶν μετρίων Λυσ. 114. 34· τὰ μ., ὅροι ὑποφερτοί, παρὰ Δημ. 283. 6· ἐπὶ μετρίοις Θουκ. 4. 22· μηδὲν μ. λέγειν Πλάτ. Θεαίτ. 181Β· μετριωτάτη ἡ [[δημοκρατία]], ἡ ἐλάχιστον [[ἀφόρητος]], Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 2, 2. 3) ἐπὶ προσώπων [[μέτριος]] κατὰ τὰς ἐπιθυμίας καὶ τὰ ὅμοια, [[μετριόφρων]], [[ἐγκρατής]], Εὐρ. Ἑλ. 1105, Ἀριστοφ. Πλ. 245· μετριώτεροι ἐς τὰ πολιτικὰ Θουκ. 6. 89· μέτρ. πρὸς τὰς ἡδονὰς Πλάτ. Νόμ. 816Β· πρὸς δίαιταν Αἰσχίν. 78. 4· ἐν τῷ σίτῳ Ξεν. Κύρ. 5. 2, 17· παρὰ μεταγεν. ἰδίως ἐπὶ ἔρωτος, Wyttenb. εἰς Πλούτ. 2. 132Α· ― [[ὡσαύτως]], [[μέτριος]], [[δίκαιος]], [[ἐνάρετος]], Θέογν. 615, καὶ [[συχν]]. παρὰ Πλάτ.· ἦτο δὲ [[λέξις]] [[σφόδρα]] προσφιλὴς ἐν ταῖς δημοκρατουμέναις πόλεσι, μ. καὶ [[φιλάνθρωπος]] Δημ. 574. 15· μ. ἑαυτὸν παρέχειν ὁ αὐτ. ἐν 559. 2· ― μ. πρὸς τοὺς ὑπηκόους, [[πρᾶος]], [[ἤπιος]] [[πρός]]..., Θουκ. 1. 77. 4) [[ἀνάλογος]], [[ἁρμόδιος]], μισθὸς μ. τοῖς σώφροσι Πλάτ. Τίμ. 18Β· μ. λόγοι Ξεν. Συμπ. 8, 3. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «μέτριοι· ἐπιεικεῖς. μικροί, εὐτελεῖς. καὶ οἱ μεμετρημένην οὐσίαν ἔχοντες». Β. Ἐπίρρ. μετρίως, ἐν τῷ προσήκοντι μέτρῳ, ἐντὸς τῶν ὁρίων, λέγειν Ἡρόδ. 2. 161· ἐν τῷ προσήκοντι μέτρῳ, [[ἄνευ]] ἐξογκώσεων ἢ ἐλαττώσεων, δικαίως, εἰπεῖν Θουκ. 2. 35· μ. διαλέγεσθαι [[περί]] τινος Ἰσοκρ. 269Α, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 518Β· μ. ἔχειν, ἐν καλῇ ἀναλογίᾳ, δηλ. [[οὔτε]] παρὰ πολὺς [[οὔτε]] [[ὀλίγος]], ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 191D· μ. ἔχω τοῦ βίου, εἶμαι ἐν μετρίᾳ καταστάσει περιουσίας, Ἡρόδ. 1. 32· ― συγκρ. μετριώτερον (κατωτ. 3), ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] -ωτέρως, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 9, 3· ὑπερθετ. -ώτατα, Θουκ. 6. 88, κτλ. 2) ἀρκετά, [[ἀρκούντως]], μετρίως κεχόρευται Ἀριστοφ. Νεφ. ἐν τέλ.· μ. εἰρημένα πρὸς τὴν ἐμὴν ἀνάγκην ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 969· μετρίως, ἀρκετὰ καλά, Πλάτ. Νόμ. 936Β, Δημ. 70. 21· τινός, ὡς [[πρός]] τι, Ἡρόδ. 1. 32, Πλάτ. Εὐθύδ. 305D. 3) οὐχὶ ὑπερβολικῶς, χαίρειν Εὐρ. Ι. Α. 921, πρβλ. Ἡρ. Μαιν. 709· ἀποκρίνεσθαι Ξεν. Ἀν. 2. 3, 30· μ. βεβιωκέναι Λυσ. 145. 40· ([[ἀλλά]], μ. διάγειν, εὑρίσκομαι ἐν μετρίᾳ, δηλ. οὐχὶ καλῇ καταστάσει, Ξεν. Ἱέρ. 1. 8)· πενθεῖν μ. Ἀντιφ. ἐν «Ἀφροδισ.» 2· φέρειν Πολύβ. 3. 85, 9· - μὲ δικαίους ὅρους, μ. ξυναλλαγῆναι Θουκ. 4. 19, πρβλ. 20· μὲ καλὸν τρόπον, Πλάτ. Θεαίτ. 161Β, 179Α· ἴδε ἐν λέξ. [[ὀργάζω]]· - συγκρ., μετριώτερον [[πρός]] τινα φρονεῖν Ξεν. Κύρ. 4. 3, 7. II. τὸ οὐδ. ἑνικ. καὶ πληθ. μέτριον καὶ μετρία [[εἶναι]] ἐν χρήσει ὡς ἐπίρρ., μέτριον ἔχειν Πλάτ. Νόμ. 846C· μέτρια βασανισθῆναι ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 237Β· - [[ὡσαύτως]] μετὰ τοῦ ἄρθρου, τὸ μέτριον ἀποκοιμηθῆναι Ξεν. Κύρ. 2. 4, 26· τὰ μέτρια διαφέρεσθαι Θουκ. 4. 19, πρβλ. 8. 84. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |