χώομαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χώομαι''': Ἐπικ. προστ. χώεο, ἴδε κατωτ.· Ἐπικ. παρατ. χώετο Ἰλ. Φ. 306· ― μέλλ. χώσομαι Α. 80 ([[ἔνθα]] ὁ [[τύπος]] χώσεται δύναται νὰ [[εἶναι]] Ἐπικ. ἀόρ. ὑποτ.), Λυκόφρ. 362· ― ἀόρ. ἐχωσάμην, ἴδε κατωτ.· ἀποθ. Ρῆμα Ἐπικ. ὡς τὸ χολόομαι, ὀργίζομαι, θυμώνω, ἀγανακτῶ, «χολιάζω», [[συχν]]. παρ’ Ὁμ. ([[μάλιστα]] ἐν Ἰλ.), π. χ. Φ. 519, καὶ ἐν Ἡσ. Θεογ. 533 [[συχν]]. τῇ προσθήκῃ τοῦ θυμὸν Ἰλ. Π. 616· κῆρ Α. 44· [[κηρόθι]] Ὀδ. Ε. 284· φρεσὶν ᾖσιν Ἰλ. Τ. 127· χ. θυμῷ Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 311· χ. φρένας Ἡσ. Θεογ. 554· σπανιώτερον, ταράττομαι, δυσαρεστοῦμαι, Ἰλ. Ξ. 406, Χ. 291. ― Συντάσσεται: 1) [[μετὰ]] δοτ. προσ., ὀργίζομαι [[ἐναντίον]] τινός, ὅτε χώσεται ἀνδρὶ χέρηι Α. 80, κλπ. 2) [[μετὰ]] γεν. προσ. ἢ πράγμ., χωόμενον κατὰ θυμὸν .. γυναικὸς Α. 429, πρβλ. 2. 689· χώσατο δ’ αἰνῶς .. νίκης τε καὶ ἔγχεος Ν. 165, κλπ.· ― σπανιώτερον, ὅς μοι παλακίδος πέρι χώσατο Ι. 449, πρβλ. 266 (ἐν τοῖς δυσὶ τούτοις χωρίοις ὁ Wolf γράφει περιχώσατο ὡς μίαν λέξιν, πρβλ. [[περιχώομαι]])· [[περί]] τινι Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 12, Ὕμν. Ὁμ. Ἑρμ. 236. 3) μετ’αἰτ. πράγμ., μόνον ἐν τῇ φράσει μή μοι τόδε χώεο, μὴ ὀργίζου [[ἐναντίον]] μου διὰ τοῦτο, Ὀδ. Ε. 215· μή νύν μοι τόδε χώεο· Ψ. 213.
|lstext='''χώομαι''': Ἐπικ. προστ. χώεο, ἴδε κατωτ.· Ἐπικ. παρατ. χώετο Ἰλ. Φ. 306· ― μέλλ. χώσομαι Α. 80 ([[ἔνθα]] ὁ [[τύπος]] χώσεται δύναται νὰ [[εἶναι]] Ἐπικ. ἀόρ. ὑποτ.), Λυκόφρ. 362· ― ἀόρ. ἐχωσάμην, ἴδε κατωτ.· ἀποθ. Ρῆμα Ἐπικ. ὡς τὸ χολόομαι, ὀργίζομαι, θυμώνω, ἀγανακτῶ, «χολιάζω», [[συχν]]. παρ’ Ὁμ. ([[μάλιστα]] ἐν Ἰλ.), π. χ. Φ. 519, καὶ ἐν Ἡσ. Θεογ. 533 [[συχν]]. τῇ προσθήκῃ τοῦ θυμὸν Ἰλ. Π. 616· κῆρ Α. 44· [[κηρόθι]] Ὀδ. Ε. 284· φρεσὶν ᾖσιν Ἰλ. Τ. 127· χ. θυμῷ Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 311· χ. φρένας Ἡσ. Θεογ. 554· σπανιώτερον, ταράττομαι, δυσαρεστοῦμαι, Ἰλ. Ξ. 406, Χ. 291. ― Συντάσσεται: 1) μετὰ δοτ. προσ., ὀργίζομαι [[ἐναντίον]] τινός, ὅτε χώσεται ἀνδρὶ χέρηι Α. 80, κλπ. 2) μετὰ γεν. προσ. ἢ πράγμ., χωόμενον κατὰ θυμὸν .. γυναικὸς Α. 429, πρβλ. 2. 689· χώσατο δ’ αἰνῶς .. νίκης τε καὶ ἔγχεος Ν. 165, κλπ.· ― σπανιώτερον, ὅς μοι παλακίδος πέρι χώσατο Ι. 449, πρβλ. 266 (ἐν τοῖς δυσὶ τούτοις χωρίοις ὁ Wolf γράφει περιχώσατο ὡς μίαν λέξιν, πρβλ. [[περιχώομαι]])· [[περί]] τινι Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 12, Ὕμν. Ὁμ. Ἑρμ. 236. 3) μετ’αἰτ. πράγμ., μόνον ἐν τῇ φράσει μή μοι τόδε χώεο, μὴ ὀργίζου [[ἐναντίον]] μου διὰ τοῦτο, Ὀδ. Ε. 215· μή νύν μοι τόδε χώεο· Ψ. 213.
}}
}}
{{bailly
{{bailly