3,274,216
edits
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀδῐκέω''': Σόλων 4. 22, Ἀττ.: Ἰων. παρατ. ἠδίκεον ἢ -ευν, Ἡρόδ. 1. 121. - Παθ., μέλλ. κατὰ μέσ. τύπον ἀδικήσομαι, Εὐρ. Ἰ. Λ. 1437, Θουκ. 5. 56, Πλάτ., κτλ.˙ καὶ | |lstext='''ἀδῐκέω''': Σόλων 4. 22, Ἀττ.: Ἰων. παρατ. ἠδίκεον ἢ -ευν, Ἡρόδ. 1. 121. - Παθ., μέλλ. κατὰ μέσ. τύπον ἀδικήσομαι, Εὐρ. Ἰ. Λ. 1437, Θουκ. 5. 56, Πλάτ., κτλ.˙ καὶ μετὰ παθ. τύπου ἀδικηθήσομαι, Ἀπολλόδ. 1. 9, 23, ἄλλη γραφὴ ἐν Δημ. 507. 16, κτλ. Εἶμαι [[ἄδικος]], [[πράττω]] ἀδικίαν, (ὁριζόμενον ὑπὸ Ἀριστ. ἐν τῇ Ρητ. 1. 10, 3, τὸ βλάπτειν ἑκόντα παρὰ τὸν νόμον, πρβλ. [[ἀδίκημα]]), πρῶτον ἐν Ὕμ. Ὁμ. εἰς Δήμ. 368, [[ἔνθα]] σημαίνει [[πράττω]] τὸ κακὸν ἐνώπιον τῶν θεῶν, [[ἁμαρτάνω]]· - ἀκολούθως παρ’ Ἡροδ. καὶ Ἀττ., τἀδικεῖν, πράττειν τὸ κακόν, Σοφ. Ἀντ. 1059˙ τὸ μἀδικεῖν, [[δίκαιος]] [[τρόπος]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 85, 749˙ [[ἀλλά]], σχήσει τὸ μἀδικεῖν, θὰ καταπαύσῃ, ἐμποδίσῃ τὴν ἀδικίαν, [[αὐτόθι]] 691. - ἐν τῇ δικανικῇ γλώσσῃ, τὸ πράττειν παρὰ τὸν νόμον, [[ὁπότε]] τὸ ἀναφερόμενον [[ἀδίκημα]] συνάπτεται κατὰ μετοχήν, [[οἷον]], [[Σωκράτης]] ἀδικεῖ ... ποιῶν ... καὶ διδάσκων, Πλάτ. Ἀπολ. 19Β, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. ἐν ἀρχ. Ἂν δὲ συναφθῇ αἰτιατ. τοῦ πράγματος, πρέπει ἢ νὰ [[εἶναι]] [[σύστοιχος]], ἀδικίαν, ἀδικήματα, κτλ., Πλάτ. Πολ. 344C, 409A, ἢ ἐπίθετόν τι ἔχον ἐν ἑαυτῷ τὴν ἔννοιαν τῆς συστοίχου ταύτης αἰτιατικῆς, ὡς, ἀδ. οὐδὲν ἄξιον δεσμοῦ, Ἡρ. 3. 145˙ ἀδικεῖν πολλά, μεγάλα, κτλ., Πλάτ. Συμπ. 188Β, καὶ ἀλλ.˙ οὐδέν, μηδὲν ἀδ., [[αὐτόθι]] Α, καὶ ἀλλ.˙ - [[ὡσαύτως]]˙ ἀδ. περὶ τὰ μυστήρια, Δημ. 571. 15˙ ἀδ. εἴς τινα, πρβλ. Bast. Ep. Cr. σ. 15. -Ὁ ἐνεστὼς [[συχνάκις]] λαμβάνει σημασίαν παρακειμένου, ἔχω πράξῃ ἀδικίαν, ἔχω ἄδικον˙ (ὁ δὲ παρακείμενος ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ἂν οὐχὶ [[πάντοτε]], [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἐπὶ μεταβ. σημασ.) ὡς, εἰ μὴ ἀδικῶ, εἰ μὴ ἀδικῶ γε, δηλ. ἐκτὸς ἐὰν ἔχω ἄδικον, [[ὅπερ]] ὑπονοεῖ βεβαιότητα περὶ τοῦ ἐναντίου = ἔχω δίκαιον. Heind., Πλάτ. Χαρμ. 156 Α. ἴδε ΙΙ. Ι. τέλ. ΙΙ. μεταβατ. μ. αἰτ. προσώπου = [[κάμνω]] ἄδικον εἴς τινα, ἀδικῶ, [[βλάπτω]], πρῶτον παρ’ Ἡροδότῳ 1. 112, 121, καὶ ἀλλ. καὶ παρ’ Ἀττ: - μετὰ διπλ. αἰτιατ. = ἀδικῶ, [[βλάπτω]] τινὰ εἴς τι. Ἀριστοφ. Πλ. 460˙ ἃ πολλοὺς ἡμῶν ἠδίκηκεν, Δημ. 556, 27˙ τὰ μέγιστα, ἔσχατα ἀδ. τινά, Οὐόλφ. εἰς Λεπτίν. 494. 20˙ [[ἀλλά]], καὶ ἀδ. τινα [[περί]] τινος, Πλάτ. Νόμ. 854Ε˙ ἀδ. τινα εἰς ὕβριν, Ἀριστ. Ρητ. 2. 12. 15. -Παθ. = βλάπτομαι, [[πάσχω]] ἀδικίαν· μὴ δῆτ’ ἀδικηθῶ, Σοφ. Ο. Κ. 174˙ -ἀδ. εἴς τι, Εὐρ. Μήδ. 265. - μεγάλα ἀδ., Αἰσχίν. 65. 35˙ -οὔτ’ ἀδικεῖ, οὔτ’ ἀδικεῖται, Πλάτ. Συμπ. 196Β. κτλ. - Ὁ ἐνεστ. ἀδικεῖται, -ούμενος [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ παρακειμ. ἠδίκηται, -ημένος (ἴδε ἀνωτ. Ι.), Ἀντιφῶν 129. 6, Πλάτ. Πολ. 359 Α. κτλ. πρβλ. [[ἀδίκειμι]]. 2) πλειότερόν τι τοῦ βλάπτειν ἢ κακῶς ποιεῖν: ἀδ. γῆν, Θουκ. 2. 71., κτλ. ἵππον, Ξεν. Ἱππ. 6. 3. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |