ὀφλισκάνω: Difference between revisions

m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀφλισκάνω''': Σοφ. Ἀντ. 470, Εὐρ., Πλάτ.· π αρατ. ὠφλίσκανον Δημ. 864: μέλλ. ὀφλήσω Σοφοκλ. Ο. Τ. 511, Εὐρ., Πλάτ.: πρκ. ὤφληκα Ἀριστοφ. Νεφ. 34, κλ.: ἀόρ. ὤφλησα Λυσ. 136, 1 (ἀλλ’ [[ἔνθα]] [[ἴσως]] διορθωτέον ὠφείλησεν, ὡς ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 115), Walz Ρήτορ. 8. 243, (προσ-) Ἀλκίφρ. 3. 26 παρὰ τοῖς δοκίμοις ὁ ἐν χρήσει ἀόρ. [[εἶναι]] [[ὦφλον]], ἀπαρέμφ. [[ὀφλεῖν]], μετοχ. ὀφλών, - [[ἐνίοτε]] [[ἐσφαλμένως]] φέρονται: ὄφλειν, ὄφλων, ὡς εἰ ὑπῆρχεν Ἀττ. ἐνεστὼς ὄφλω· ἀλλ’ ὁ ἐνεστῶς [[οὗτος]] [[καίπερ]] μνημονευόμενος ὑπὸ τῶν γραμματικῶν (Ἀρκάδ. 158. 26, Ἐτυμολ. Μέγ. 232. 9), ἀπαντᾷ μόνον παρὰ μεταγεν., [[οἷον]] Δίωνι Χρ., Ἀριστείδ., Ἀλκίφρ., Εὐστ., κλ., καὶ [[ἴσως]] προέκυψεν ἐκ τῆς ἐσφαλμένης γραφῆς ὄφλειν, ὄφλων ἀντὶ [[ὀφλεῖν]], ὀφλών, ὡς ἐν Εὐρ. Βάκχ. 854, Πλάτ. Ἀπολ. 39Β, ἴδε Elmsl. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 689, [[Ἡρακλ]]. 985, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 523· - ὀφλέω [[εἶναι]] πιθανῶς ἔτι μεταγεν. [[τύπος]]· [[διότι]] παρ’Ἡσυχ. ὀφλεῖ διορθωτέον εἰς ὄφλει· ὤφλεε παρ’ Ἡροδ. 8. 26 [[εἶναι]] [[σφάλμα]] ἀντὶ ὦφλε ([[ὅπερ]] ἔχουσί τινα τῶν Ἀντιγράφων): ἐνεστ. ὀφλίσκω μνημονεύεται παρὰ Σουΐδ., ὀφλάνω παρὰ Φωτ. κ. Ἡσυχ. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς Ε’ , σελ. 41. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης, ἐξ ἧς τὸ [[ὀφείλω]], ὃ ἴδε). Ὀφείλω, χρεωστῶ, [[κυρίως]] ἐπὶ ἀνθρώπου καταδικασθέντος εἰς πληρωμὴν προστίμου, εἶμαι καταδεδικασμένος νὰ πληρώσω, ζημίαν Εὐρ. Μήδ. 581, κτλ.· χρήματα Λυσ. 159. 17· [[πέντε]] τάλαντα Ἀριστοφάν. Εἰρ. 172· χιλίας δραχμὰς Πλάτ. Ἀπολ. 36Α· [[εἴκοσι]] μνᾶς Ξενοφ. Ἀν. 5. 8, 1· τὴν ἐπωβελίαν Ἰσοκρ. 373C. 2) δίκην [[ὀφλισκάνω]], καταδικάζομαι ἔν τινι δίκῃ, χάνω τὴν δίκην, ὠφληκέναι δίκην Ἀριστοφάν. Νεφέλ. 34, Ὄρν. 1457· ἤν τις ὄφλῃ παρὰ τοῖς ἄρχουσι δίκην τῷ ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 655· [[οὕτως]], [[ὀφλισκάνω]] δίαιταν, χάνω κατὰ τὴν δίαιταν, Ἰσαῖ. 111. 7, Δημ. 862, 2, κλ.· ἐρήμην ὀφλ. τὴν δίκην, καταδικάζομαι ἐρήμην, ὡς μὴ παρουσιασθείς, Ἀντιφῶν 131. 1· ὀφλ. [[ἐξούλης]] Ἀνδοκ. 10. 15· κλοπῆς [[ἕνεκα]] τὰς εὐθύνας ὀφλ. Αἰσχίν. 55. 17. 3) ἀπολ., καταδικάζομαι, χάνω, μέλλων ὀφλήσειν Ἀριστοφ. Νεφέλ. 777· κᾆτ’ ὀφλὼν ἀπέρχεται ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 689, πρβλ. Θουκ. 3. 70, Πλάτ. Νόμ. 745Α· [[ὀφλεῖν]] τῷ δημοσίῳ ἐπί τινι, διά τι [[σφάλμα]], Δημ. 998. 23. 4) [[μετὰ]] γεν. τοῦ ἐγκλήματος, ὀφλὼν ἁρπαγῆς τε καὶ κλοπῆς δίκην Αἰσχύλ. Ἀγ. 534 (πρβλ. [[ἐκτίνω]])· ἀκολούθως [[συχν]]. [[ἄνευ]] τοῦ δίκην, ὠφληκὼς φόνου, καταδικασθεὶς ἐπὶ φόνῳ, Πλάτ. Νόμ. 873Β κἑξ.· ὀφλ. τραύματος ἐκ προνοίας [[αὐτόθι]] 877Β· ὀφλ. κλοπῆς, δώρων Ἀνδοκ. 10. 20 ἀστρατείας, [[ἀποστασίου]] Δημ. 732. 23., 790. 2· ἀλλ’[[ὡσαύτως]], β) [[μετὰ]] γεν. τῆς ποινῆς, θανάτου δίκην ὀφλ. Πλάτ. Ἀπολ. 39Β, Νόμ. 856D. ΙΙ. [[καθόλου]], ἐπὶ πράγματος, [[ὅπερ]] ἐπισύρει τὶς καθ’ [[ἑαυτοῦ]] ἢ τοῦ ὁποίου [[εἶναι]] [[ἄξιος]], αἰσχύνην, βλάβην ὀφλ., [[ἐπισύρω]] κατ’ [[ἐμαυτοῦ]] δυσφημίαν, ἀπώλειαν, Εὐρ. Ἑλ. 67, Ἀνδρ. 188· ὀφλ. γέλωτα, καταγελῶμαι, ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 403, Ἀριστοφ. Νεφ. 1035· τινι, ὑπό τινος, Εὐρ. Βάκχ. 854· [[παρά]] τινι, [[πρός]] τινα Πλάτ. Φαίδων 117Α, Ἱππ. Μείζων 282Α. 2) δειλίαν ὀφλ. (σχεδὸν ὡς τὸ ὀφλ. δίκην δειλίας), [[ἐπισύρω]] κατηγορίαν δειλίας, ἔχω φήμην δειλοῦ, δειλίην ὤφλεε πρὸς βασιλῆος, ἐπέσυρε καθ’ [[ἑαυτοῦ]] τὴν μομφὴν δειλίας παρὰ τοῦ βασιλέως, Ἡρόδ. 8. 26, πρβλ. [[Ἡρακλ]]. 985· οὕτω, μώρῳ μωρίαν ὀφλισκάνῳ σοφ. Ἀντ. 470, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 1227, κτλ.· [[αὐθαδία]] τοι σκαιότητ’ ὀφλ. Σοφ. Ἀντ. 1028· ἀπ’ ἐμᾶς φρενὸς οὔποτ’ ὀφλήσει Εὐρ. Ἑκ. 327, Ἴων 443· ἄνοιαν Δημ. 16. 24· αἰσχύνην 18. 26. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 530.
|lstext='''ὀφλισκάνω''': Σοφ. Ἀντ. 470, Εὐρ., Πλάτ.· π αρατ. ὠφλίσκανον Δημ. 864: μέλλ. ὀφλήσω Σοφοκλ. Ο. Τ. 511, Εὐρ., Πλάτ.: πρκ. ὤφληκα Ἀριστοφ. Νεφ. 34, κλ.: ἀόρ. ὤφλησα Λυσ. 136, 1 (ἀλλ’ [[ἔνθα]] [[ἴσως]] διορθωτέον ὠφείλησεν, ὡς ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 115), Walz Ρήτορ. 8. 243, (προσ-) Ἀλκίφρ. 3. 26 παρὰ τοῖς δοκίμοις ὁ ἐν χρήσει ἀόρ. [[εἶναι]] [[ὦφλον]], ἀπαρέμφ. [[ὀφλεῖν]], μετοχ. ὀφλών, - [[ἐνίοτε]] [[ἐσφαλμένως]] φέρονται: ὄφλειν, ὄφλων, ὡς εἰ ὑπῆρχεν Ἀττ. ἐνεστὼς ὄφλω· ἀλλ’ ὁ ἐνεστῶς [[οὗτος]] [[καίπερ]] μνημονευόμενος ὑπὸ τῶν γραμματικῶν (Ἀρκάδ. 158. 26, Ἐτυμολ. Μέγ. 232. 9), ἀπαντᾷ μόνον παρὰ μεταγεν., [[οἷον]] Δίωνι Χρ., Ἀριστείδ., Ἀλκίφρ., Εὐστ., κλ., καὶ [[ἴσως]] προέκυψεν ἐκ τῆς ἐσφαλμένης γραφῆς ὄφλειν, ὄφλων ἀντὶ [[ὀφλεῖν]], ὀφλών, ὡς ἐν Εὐρ. Βάκχ. 854, Πλάτ. Ἀπολ. 39Β, ἴδε Elmsl. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 689, [[Ἡρακλ]]. 985, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 523· - ὀφλέω [[εἶναι]] πιθανῶς ἔτι μεταγεν. [[τύπος]]· [[διότι]] παρ’Ἡσυχ. ὀφλεῖ διορθωτέον εἰς ὄφλει· ὤφλεε παρ’ Ἡροδ. 8. 26 [[εἶναι]] [[σφάλμα]] ἀντὶ ὦφλε ([[ὅπερ]] ἔχουσί τινα τῶν Ἀντιγράφων): ἐνεστ. ὀφλίσκω μνημονεύεται παρὰ Σουΐδ., ὀφλάνω παρὰ Φωτ. κ. Ἡσυχ. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς Ε’ , σελ. 41. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης, ἐξ ἧς τὸ [[ὀφείλω]], ὃ ἴδε). Ὀφείλω, χρεωστῶ, [[κυρίως]] ἐπὶ ἀνθρώπου καταδικασθέντος εἰς πληρωμὴν προστίμου, εἶμαι καταδεδικασμένος νὰ πληρώσω, ζημίαν Εὐρ. Μήδ. 581, κτλ.· χρήματα Λυσ. 159. 17· [[πέντε]] τάλαντα Ἀριστοφάν. Εἰρ. 172· χιλίας δραχμὰς Πλάτ. Ἀπολ. 36Α· [[εἴκοσι]] μνᾶς Ξενοφ. Ἀν. 5. 8, 1· τὴν ἐπωβελίαν Ἰσοκρ. 373C. 2) δίκην [[ὀφλισκάνω]], καταδικάζομαι ἔν τινι δίκῃ, χάνω τὴν δίκην, ὠφληκέναι δίκην Ἀριστοφάν. Νεφέλ. 34, Ὄρν. 1457· ἤν τις ὄφλῃ παρὰ τοῖς ἄρχουσι δίκην τῷ ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 655· [[οὕτως]], [[ὀφλισκάνω]] δίαιταν, χάνω κατὰ τὴν δίαιταν, Ἰσαῖ. 111. 7, Δημ. 862, 2, κλ.· ἐρήμην ὀφλ. τὴν δίκην, καταδικάζομαι ἐρήμην, ὡς μὴ παρουσιασθείς, Ἀντιφῶν 131. 1· ὀφλ. [[ἐξούλης]] Ἀνδοκ. 10. 15· κλοπῆς [[ἕνεκα]] τὰς εὐθύνας ὀφλ. Αἰσχίν. 55. 17. 3) ἀπολ., καταδικάζομαι, χάνω, μέλλων ὀφλήσειν Ἀριστοφ. Νεφέλ. 777· κᾆτ’ ὀφλὼν ἀπέρχεται ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 689, πρβλ. Θουκ. 3. 70, Πλάτ. Νόμ. 745Α· [[ὀφλεῖν]] τῷ δημοσίῳ ἐπί τινι, διά τι [[σφάλμα]], Δημ. 998. 23. 4) μετὰ γεν. τοῦ ἐγκλήματος, ὀφλὼν ἁρπαγῆς τε καὶ κλοπῆς δίκην Αἰσχύλ. Ἀγ. 534 (πρβλ. [[ἐκτίνω]])· ἀκολούθως [[συχν]]. [[ἄνευ]] τοῦ δίκην, ὠφληκὼς φόνου, καταδικασθεὶς ἐπὶ φόνῳ, Πλάτ. Νόμ. 873Β κἑξ.· ὀφλ. τραύματος ἐκ προνοίας [[αὐτόθι]] 877Β· ὀφλ. κλοπῆς, δώρων Ἀνδοκ. 10. 20 ἀστρατείας, [[ἀποστασίου]] Δημ. 732. 23., 790. 2· ἀλλ’[[ὡσαύτως]], β) μετὰ γεν. τῆς ποινῆς, θανάτου δίκην ὀφλ. Πλάτ. Ἀπολ. 39Β, Νόμ. 856D. ΙΙ. [[καθόλου]], ἐπὶ πράγματος, [[ὅπερ]] ἐπισύρει τὶς καθ’ [[ἑαυτοῦ]] ἢ τοῦ ὁποίου [[εἶναι]] [[ἄξιος]], αἰσχύνην, βλάβην ὀφλ., [[ἐπισύρω]] κατ’ [[ἐμαυτοῦ]] δυσφημίαν, ἀπώλειαν, Εὐρ. Ἑλ. 67, Ἀνδρ. 188· ὀφλ. γέλωτα, καταγελῶμαι, ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 403, Ἀριστοφ. Νεφ. 1035· τινι, ὑπό τινος, Εὐρ. Βάκχ. 854· [[παρά]] τινι, [[πρός]] τινα Πλάτ. Φαίδων 117Α, Ἱππ. Μείζων 282Α. 2) δειλίαν ὀφλ. (σχεδὸν ὡς τὸ ὀφλ. δίκην δειλίας), [[ἐπισύρω]] κατηγορίαν δειλίας, ἔχω φήμην δειλοῦ, δειλίην ὤφλεε πρὸς βασιλῆος, ἐπέσυρε καθ’ [[ἑαυτοῦ]] τὴν μομφὴν δειλίας παρὰ τοῦ βασιλέως, Ἡρόδ. 8. 26, πρβλ. [[Ἡρακλ]]. 985· οὕτω, μώρῳ μωρίαν ὀφλισκάνῳ σοφ. Ἀντ. 470, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 1227, κτλ.· [[αὐθαδία]] τοι σκαιότητ’ ὀφλ. Σοφ. Ἀντ. 1028· ἀπ’ ἐμᾶς φρενὸς οὔποτ’ ὀφλήσει Εὐρ. Ἑκ. 327, Ἴων 443· ἄνοιαν Δημ. 16. 24· αἰσχύνην 18. 26. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 530.
}}
}}
{{bailly
{{bailly