3,274,246
edits
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὕστερος''': [[ὕστατος]], ὁ κατόπιν ἐρχόμενος, κατοπινός, [[ἔσχατος]], συγκρ. καὶ ὑπερθ., [[ἄνευ]] θετικοῦ ἐν χρήσει. (Τὸ θετικὸν ζητητέον ἐν τῇ Σανσκρ. προθέσει ud, Γοτθ. ut (ἔξω, Ἀγγλ. out), Ἀρχ. Γερμ. az (aus)· [[ὥστε]] τὰ [[ὕστερος]], [[ὕστατος]] ἀντιστοιχοῦσι πρὸς τὰ aüsserer, aüsser-t, ὁ ἐξώτερος, [[ἐξώτατος]] ἢ [[ἔσχατος]], Ἀγγλ. ulter, outermost, ultermost)· πρβλ. [[ὑστέρα]]· ― οὕτω [[πρότερος]], πρῶτος ἐκ τῆς προθ. πρό, Λατ. posterior, postremus ἐκ τῆς προθέσ. post.) Α. [[ὕστερος]], -α, -ον, Ι. ἐπὶ τόπου, ὁ κατόπιν ἐρχόμενος, ὁ [[ὀπίσω]] ὢν (ἴδε κατωτ. ΙΙΙ), ὑστέρῳ ποδὶ Εὐρ. Ἱππόλ. 1243, [[Ἡρακλ]]. Μαιν. 1040· ὕστ. [[λόχος]] Ξεν. Κύρ. Παιδ. 2. 3, 21· ἐν τῷ ὑστ. λόγῳ Ἀντιφῶν 143. 7, πρβλ. Πινδ. Ο. 10 (11). 5, Πλάτ. κλπ.· τὰ ὕστερα. αἱ κατόπιν προτάσεις, Πλούτ. 2. 742D ― | |lstext='''ὕστερος''': [[ὕστατος]], ὁ κατόπιν ἐρχόμενος, κατοπινός, [[ἔσχατος]], συγκρ. καὶ ὑπερθ., [[ἄνευ]] θετικοῦ ἐν χρήσει. (Τὸ θετικὸν ζητητέον ἐν τῇ Σανσκρ. προθέσει ud, Γοτθ. ut (ἔξω, Ἀγγλ. out), Ἀρχ. Γερμ. az (aus)· [[ὥστε]] τὰ [[ὕστερος]], [[ὕστατος]] ἀντιστοιχοῦσι πρὸς τὰ aüsserer, aüsser-t, ὁ ἐξώτερος, [[ἐξώτατος]] ἢ [[ἔσχατος]], Ἀγγλ. ulter, outermost, ultermost)· πρβλ. [[ὑστέρα]]· ― οὕτω [[πρότερος]], πρῶτος ἐκ τῆς προθ. πρό, Λατ. posterior, postremus ἐκ τῆς προθέσ. post.) Α. [[ὕστερος]], -α, -ον, Ι. ἐπὶ τόπου, ὁ κατόπιν ἐρχόμενος, ὁ [[ὀπίσω]] ὢν (ἴδε κατωτ. ΙΙΙ), ὑστέρῳ ποδὶ Εὐρ. Ἱππόλ. 1243, [[Ἡρακλ]]. Μαιν. 1040· ὕστ. [[λόχος]] Ξεν. Κύρ. Παιδ. 2. 3, 21· ἐν τῷ ὑστ. λόγῳ Ἀντιφῶν 143. 7, πρβλ. Πινδ. Ο. 10 (11). 5, Πλάτ. κλπ.· τὰ ὕστερα. αἱ κατόπιν προτάσεις, Πλούτ. 2. 742D ― μετὰ γεν. ὕστεροι ἡμῶν, [[ὄπισθεν]] ἡμῶν, μεθ’ ἡμᾶς, Πλάτ. Λῦσ. 206Ε, πρβλ. Θουκ. 3. 103· οὐδὲν [[ὑστέρα]] [[νεώς]], [[οὐδόλως]] [[ὀπίσω]] (βραδυτέρα) πλοίου, Αἰσχύλ. Εὐμ. 251. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, ὁ δ’ [[ὕστερος]] ὤρνυτο χαλκῷ Ἰλ. Ε. 17, Π. 479· τῷ ὑστέρῳ ἔτει, κατὰ τὸ προσεχὲς [[ἔτος]], Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 10· τῇ ὑστέρῃ Ὀλυμπιάδι Ἡρόδ. 6. 103· ὑστέρῳ χρόνῳ, κατὰ τὸν [[μετέπειτα]] χρόνον, Α. 130, Αἰσχύλ. Ἀγ. 702, κλπ.· ἐν ὑστ. χρόνοις Πλάτ. Νόμ. 865Α· ἐν ὑστέραισιν ἡμέραις Αἰσχύλ. Ἀγ. 1666· δεκάτῃ ὑστέρᾳ ἢ ὑστέρᾳ δεκάτῃ, κατὰ τὴν 21ην ἡμέραν, Ψήφισμ. παρὰ Διογέν. Λαερτ. 7. 10, Λογγίνου Ἀποσπ. 8. 11· ἡ [[ὑστέρα]] Πλάτ. 2. 320Ε· ἐς τὴν ὑστ., διάφ. γραφὴ Αἰλ. π. Ζῴων 7. 7· ― μετὰ γενικ. προσ., ὕστερόν τινος, μετά τινα, σεῦ [[ὕστερος]] εἶμ’ ὑπὸ γαῖαν Ἰλ. Σ. 380, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 859, Πλάτ. Φαίδων 87C, κ. ἀλλ.· μετὰ γεν., ὑστ. χρόνων τούτων Ἡρόδ. 4. 166., 5. 32. 2) ἀργότερα, πολὺ ἀργά, [[ὕστερος]] ἐλθὼν Ἰλ. Σ. 320· κἂν ὕστ. ἔλθῃ Ἀριστοφ. Σφ. 691· μῶν ὕστεροι πάρεσμεν; Ἀριστοφ. Λυσ. 69· ὕστ. ἀφικνεῖσθαι Θουκ. 40. 90· ὕστ. (παραλειπομένου τοῦ ἐλθὼν) Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 222, Τραχ. 92· [[Διονύσιος]] ὁ ὕστ. Διον. ὁ β΄, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 10, 23. 3) μετὰ γεν. πράγμ., ἀργότερον ἢ ὅσον ἔπρεπε διά τι [[πρᾶγμα]], ὕστεροι ἀπικόμενοι τῆς ἐμβολῆς Ἡρόδ. 6. 120 ὕστ. ἐλθεῖν τοῦ σημείου Ἀριστοφ. Σφ. 690· κακῶν ὕστ. ἀφῖγμαι Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1174· ὕστ. ἀφίκοντο τῆς μάχης μιᾷ ἡμέρᾳ Πλάτ. Νόμ. 698Ε. 4) ὡς οὐσιαστ. οἱ ὕστεροι = τῷ Λατ. posteri, οἱ ἐπιγιγνόμενοι, ἐπίγονοι δ’ ἀν’ Ἑλλάδα κληθέντες ᾠδὰς ὑστέροισι θήσετε Εὐρ. Ἱκ. 1225, πρβλ. Τρῳ. 13, 1245· ― πρβλ. [[ὕστερον]]. ΙΙΙ. ἐπὶ ἥττονος βαθμοῦ ἡλικίας, ἀξίας ἢ ποιότητος, γένει [[ὕστερος]], δηλ. [[νεώτερος]], Ἰλ. Γ. 215· ὑστέρας ἔχων πώλους ([[ἔνθα]] δύναται νὰ σημαίνῃ τὸ [[ὀπίσω]], ἀλλὰ πρβλ. Ἰλ. Ψ. 322), Σοφ. Ἠλ. 734. 2) μετὰ γεν., οὐδενὸς ὕστ., οὐδενὸς [[δεύτερος]], [[κατώτερος]], ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 181, πρβλ. 1364, Θουκ. 1. 91. γυναικὸς ὕστ. Σοφ. Ἀντιγ. 746· μηδ’ [[ἔμπροσθεν]] τῶν νόμων, ἀλλ’ [[ὕστερος]] πολιτεύου, [[μηδὲ]] νὰ θέσῃς σεαυτὸν ἀνώτερον τῶν νόμων ἀλλὰ κατώτερον, Αἰσχίνης 57. 11· [[σῶμα]] ὕστ. ψυχῆς Πλάτ. Νόμ. 896C· νομίσας πάντα ὕστερα [[εἶναι]] [[πρός]] τι, ὅτι πάντα [[εἶναι]] δευτερεύοντα ἐν σχέσει [[πρός]] τι..., Θουκ. 8. 41. IV. ἀντὶ τοῦ ὁμαλοῦ ἐπιρρ. ὑστέρως ([[ὅπερ]] μόνον παρὰ μεταγεν. ἀπαντᾷ) ἦν ἐν χρήσει τὸ οὐδ. [[ὕστερον]] σπανίως ἐπὶ τόπου, κατόπιν [[ὄπισθεν]], ὀπηδεῖν ὕστ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 284· ὕστ. τῶν ἱππέων γίγνεσθαι Ξεν. Κύρ. Παιδ. 5. 3, 42. 2) ἐπὶ χρόνου, κατόπιν, μετὰ [[ταῦτα]], [[ἔπειτα]], Ὅμ., Ἡρόδ., Ἀττ.· [[ὡσαύτως]] τὸ [[ὕστερον]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ παλαιόν, Λυκοῦργ. 155. 32· ὕστερα Ὀδ. Π. 319· [[συχν]]. δὲ συνάπτεται μετ’ ἄλλων λέξεων, [[ὕστερον]] [[αὖτις]] Ἰλ. Α. 27· οὔποτ’ [[αὖθις]] ὕστ. Σοφ. Αἴ. 858· [[ἔπειτα]] δ’ ὕστ., προηγουμένου μέν, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 40· [[εἶτα]] χἠμεῖς [[ὕστερον]] εἰς ταὐτὸ καταγωγεῖον αὐτοῖς ἥξομεν ὁ αὐτ. ἐν «Ἀφροδισίῳ» 2· χρόνῳ [[ὕστερον]] πολλῷ, πολὺν χρόνον μετὰ [[ταῦτα]], Ἡρόδ. 1. 171· [[ὕστερον]] χρόνῳ ἢ χρόνῳ ὕστ., ὀλίγον μετὰ [[ταῦτα]], μετά τινα χρόνον, Θουκ. 1. 8. 64· χρόνοις [[ὕστερον]] Λυσί. 99. 40· βραχεῖ χρόνῳ ὕστ. Ξεν. Κύρ. Παιδ. 5. 3. 52· οὐ πολλαῖς ἡμέραις ὕστ. ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 1. 1, 1· ὀλίγῳ ἢ ὀλίγον ὕστ. Πλάτ. Πολ. 327Β, Γοργ. 471Β· πολλῷ ὕστ. Θουκ. 2. 49, Πλάτ. ἐν Φαίδ. 58Α. β) μετὰ γεν., ὕστ. τούτων Ἡρόδ. 1. 113, κλπ.· ὕστ. ἔτι τούτων ὁ αὐτ. 9. 83· τῆς [[ἐμεωυτοῦ]] γνώμης ὕστ., ἀφ’ οὗ ἡ ἰδική μου γνώμη ἐσχηματίσθη, ὁ αὐτ. 2. 18· τοῦ δέοντος ὕστ. Ἀριστοφ. Λυσ. 57· ― μετὰ δοτ. καὶ γεν., ἔτεσι πολλοῖσι ὕστ. τούτων Ἡρόδ. 6. 140, πρβλ. 1. 91· πολλῷ ὕστ. τῶν Τρωικῶν Θουκ. 1. 3, πρβλ. Ἰσοκρ. 388Ε· ― ἑπομένου τοῦ ἥ, τεσσαρακοστῇ ἡμέρᾳ ὕστ. ἢ Ποτίδαια ἀπέστη Θουκ. 1. 60, πρβλ. 6. 4. 3) ἐπὶ ἐπιρρ. σημασίας μετὰ προθέσεων, ἐς [[ὕστερον]] Ὀδ. Μ. 126, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 349, Ἡρόδ. 5. 41, 74, Σοφ., κλπ.: ― ἐν ὑστέρῳ Θουκ. 3. 13., 8. 27· ― ἐξ ὑστέρου Διόδ. 14. 109, Διονύσ. Ἁλ. 4. 73· [[ὡσαύτως]] ἐξ ὑστέρης Ἡρόδ. 1. 108., 5. 106., 6. 85. Β. [[ὕστατος]], -η, -ον, [[τελευταῖος]], [[ἔσχατος]], Ι. ἐπὶ τόπου, ἅμα θ’ οἱ πρῶτοί τε καὶ ὕστατοι Ἰλ. Β. 281· εὐθυντὴρ [[ὕστατος]] [[νεώς]], ὁ [[ὀπίσω]] πάντων, ἐπὶ τοῦ πηδαλίου, Αἰσχύλ. Ἱκ. 717· ἡμῖν τοῖς ὑστάτοις κατακειμένοις Πλάτ. Συμπ. 177Ε. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, τίνα πρῶτον, τίνα δ’ ὕστ. ἐξενάριξεν; Ἰλ. Λ. 299, πρβλ. Ε. 703, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 485, κλπ.· ὁ δ’ ὕστ. γε... πρεσβεύεται Αἰσχύλ. Ἀγ. 1300· ἡλίου... πρὸς ὕστ. φῶς [[αὐτόθι]] 1324· τὸν ὕστ. μέλψασα [[γόον]] [[αὐτόθι]] 1445· [[τοὖπος]] ὕστ. θροεῖ Σοφ. Αἴ. 864· ἡ ὑστάτη (ἐξυπ. [[ἡμέρα]]) τῆς ὁρτῆς Ἡρόδ. 2. 151· ἐν τοῖσιν ὑστ. φράσω Ἀριστοφ. Βάτρ. 908· οὐκ ἐν ὑστάτοις, οὐχὶ μεταξὺ τῶν ἐσχάτων, Εὐρ. Ἴων 1115· οἱ ὕστατοι εἰπόντες Δημ. 14. 1, κλπ. 2) μετὰ γεν., [[ὕστατος]] ἁλώσιος, ὡς τὸ [[ὕστερος]], «περὶ τὰ τελευταῖα τῆς ἁλώσεως» (Σχόλ.) Πινδ. Ο. 10 (11). 50. ΙΙΙ. ἐπὶ ἀξιώματος ἢ βαθμοῦ, οὐκ ἐν ὑστάτοις Σοφ. Τραχ. 315· τὰ ὕστατα πάσχειν, ἄλλως τὰ ἔσχατα, Λουκ. Φάλαρ. 1. 5. IV. ἀντὶ τοῦ ὁμαλοῦ ἐπιρρήμ. ὑστάτως ([[ὅπερ]] ἀπαντᾷ ἐν Ἱππιατρ. 69, 19, [[εἶναι]] ἐν χρήσει τὸ οὐδ. ἑνικ. καὶ πληθ., πύματόν τε καὶ ὕστατον Ὀδ. Υ. 116· ὕστατα καὶ πύματα Δ. 685., Υ. 13· νῦν ὕστατα Ἰλ. Α. 232, Ὀδ. Χ. 78· ὕστατα Ἡρόδ. 8. 43· καὶ πρῶτον καὶ ὕστ., Πλάτ. Μενέξ. 247Α· ὕστ. ἢ τὸ ὕστ. προσειπεῖν ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 60Α, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 30. 2) ἐν ἐπιρρηματικῇ σημασίᾳ μετὰ προθέσεων, ἐν ὑστάτοις, ἐπὶ τέλους, Πλάτ. Πολ. 620C· εἰς τὸ ὕστ., εἰς τὸν ἔσχατον βαθμόν, εἰς ὑπερβολήν, [[ὑπερβαλλόντως]], εἰς τὸ ὕ. [[γέρων]] Λουκ. Ἑρμότ. 9. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |