3,273,603
edits
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
m (Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα") |
||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (ΑM [[κόσμος]])<br /><b>1.</b> το [[σύνολο]] ανθρώπων, ζώων και πραγμάτων που βρίσκονται [[πάνω]] στη γη, η [[οικουμένη]], η [[υφήλιος]] (α. «όλος ο [[κόσμος]] [[σήμερα]] γιορτάζει την [[ημέρα]] του παιδιού» β. «τί γὰρ ὠφελεῑται [[ἄνθρωπος]], ἐὰν τὸν κόσμον ὅλον κερδήση», ΚΔ)<br /><b>2.</b> το κοινωνικό [[σύνολο]], οι άνθρωποι, η [[κοινωνία]], ο [[λαός]] (α. «μην ασχολείσαι με αυτά που λέει ο [[κόσμος]]» β. «ο [[κόσμος]] [[τέτοιος]] πλάστηκε να ζη στης λησμονιάς την [[παραζάλη]]», Ζερβ.<br />γ. «εἰ | |mltxt=ο (ΑM [[κόσμος]])<br /><b>1.</b> το [[σύνολο]] ανθρώπων, ζώων και πραγμάτων που βρίσκονται [[πάνω]] στη γη, η [[οικουμένη]], η [[υφήλιος]] (α. «όλος ο [[κόσμος]] [[σήμερα]] γιορτάζει την [[ημέρα]] του παιδιού» β. «τί γὰρ ὠφελεῑται [[ἄνθρωπος]], ἐὰν τὸν κόσμον ὅλον κερδήση», ΚΔ)<br /><b>2.</b> το κοινωνικό [[σύνολο]], οι άνθρωποι, η [[κοινωνία]], ο [[λαός]] (α. «μην ασχολείσαι με αυτά που λέει ο [[κόσμος]]» β. «ο [[κόσμος]] [[τέτοιος]] πλάστηκε να ζη στης λησμονιάς την [[παραζάλη]]», Ζερβ.<br />γ. «εἰ ταῦτα ποιεῖς, φανέρωσον σεαυτὸν τῷ κόσμῳ», ΚΔ)<br /><b>3.</b> ο [[βίος]] [[πάνω]] στη γη, η επίγεια ζωή (α. «ο [[κόσμος]] [[είναι]] [[μάταιος]], τα [[πάντα]] [[ματαιότης]]», δημ. [[δίστιχο]]<br />β. «ἡ [[βασιλεία]] ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου», ΚΔ)<br /><b>4.</b> το [[σύνολο]] τών ουράνιων σωμάτων, η [[πλάση]], το [[σύμπαν]], το [[στερέωμα]], το [[διάστημα]] (α. «ὅτι [[πρῶτος]] [[Πυθαγόρας]] τὸν' οὐρανὸν κόσμον προηγόρευσε διὰ τὸ τέλειον [[εἶναι]] καὶ πᾱσι κεκοσμῆσθαι τοῖς τε ζώοις καὶ τοῖς καλοῑς», <b>Φώτ.</b><br />β. «πρῶτον λέγειν ἀρχόμενον ἀπὸ τῆς τοῦ κόσμου γενέσεως», <b>Πλάτ.</b><br />γ. «κόσμον τόνδε [[οὔτε]] τις θεῶν [[οὔτε]] ἀνθρώπων ἐποίησεν, ἀλλ' ἦν ἀεὶ και ἔστιν καὶ ἔσται πῡρ», Ηράκλ.)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[ψυχή]] του κόσμου» — ζωική [[αρχή]] η οποία [[κατά]] τη [[διδασκαλία]] ορισμένων φιλοσόφων εμψυχώνει το [[σύμπαν]], το οποίο θεωρείται ως τεράστιο [[σώμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ορισμένη κοινωνική ή επαγγελματική [[κατηγορία]] ανθρώπων (α. «ο [[καλός]] [[κόσμος]]» β. «ο [[επιστημονικός]] [[κόσμος]]» γ. «ο [[κόσμος]] του θεάτρου»)<br /><b>2.</b> μεγάλο [[πλήθος]] ανθρώπων, [[πολυκοσμία]] («είχε κόσμο στη [[διάλεξη]]»)<br /><b>3.</b> η ζωή [[μέσα]] στην [[κοινωνία]], (α. «όταν βγεις στον κόσμο, θα μάθεις [[πολλά]] πράγματα» β. «αρνήθηκε τον κόσμο και κλείστηκε σε [[μοναστήρι]]»)<br /><b>4.</b> <b>βοτ.</b><br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] της οικογένειας [[σύνθετα]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πολλαπλότητα]] τών κόσμων»<br /><b>(φιλοσ.)</b> [[υπόθεση]] [[κατά]] την οποία και σε άλλους πλανήτες [[εκτός]] από τη Γη υπάρχει ζωή και [[μάλιστα]] έλλογα όντα<br />β) «χάλασε ο [[κόσμος]]» — έχουν διαφθαρεί οι πάντες και τα [[πάντα]]<br />γ) «[[χαλώ]] τον κόσμο» — [[αναστατώνω]] τα [[πάντα]], [[κάνω]] [[μεγάλη]] [[φασαρία]]<br />δ) «δεν χάλασε δα κι ο [[κόσμος]]» — δεν έγινε και [[τίποτε]] σπουδαίο<br />ε) «ο [[κόσμος]] να χαλάσει...» — ό,τι κι αν συμβεί<br />στ) «[[κόσμος]] και [[κοσμάκης]]» — πολύ και [[κάθε]] τάξης [[πλήθος]] ανθρώπων<br />ζ) «[[σηκώνω]] τον κόσμο στο [[ποδάρι]]» — [[αναστατώνω]] τους πάντες<br />η) «πήγε στον [[άλλο]] κόσμο» — πέθανε<br />θ) «[[έρχομαι]] στον κόσμο» — γεννιέμαι<br />ι) «[[φέρνω]] στον κόσμο» — [[γεννώ]]<br />ια) «[[είναι]] [[άνθρωπος]] του κόσμου» — [[είναι]] πολύ κοινωνικό [[άτομο]]<br />ιβ) «έφαγα τον κόσμο» — έψαξα [[παντού]]<br />ιγ) «για τα μάτια του κόσμου» — για να κρατηθούν τα προσχήματα<br />ιδ) «Παλαιός Κόσμος» — η [[Ευρώπη]], η Ασία και η Αφρική<br />ιε) «Νέος Κόσμος»<br />Η Αμερική και η [[Ωκεανία]]<br />ιστ) «[[τρίτος]] [[κόσμος]]» — [[σύνολο]] χωρών αποτελούμενο [[κυρίως]] από κράτη που ανεξαρτητοποιήθηκαν ή συγκροτήθηκαν [[μετά]] την [[κατάργηση]] του αποικιοκρατικού συστήματος, που διέρχονται [[σήμερα]] το [[στάδιο]] της οικονομικο-κοινωνικής ανάπτυξης και αντιπροσωπεύουν τα δύο τρίτα του πληθυσμού της Γης<br />ιζ) «ζη στον κόσμο του» — έχει απομονωθεί από το κοινωνικό [[σύνολο]], δεν έχει [[καμιά]] [[επαφή]] με το [[περιβάλλον]] του<br /><b>6.</b> <b>παροιμ.</b> α) «ο [[κόσμος]] [[είναι]] [[σφαίρα]] και γυρίζει» — [[τίποτε]] στη ζωή δεν [[είναι]] σταθερό και διαρκές [[ούτε]] η [[ευτυχία]] [[ούτε]] η [[δυστυχία]]<br />β) «ο [[κόσμος]] το 'χει [[τούμπανο]] κι εμείς κρυφό [[καμάρι]]» — για πασίγνωστα πράγματα τα οποία οι ενδιαφερόμενοι προσπαθούν να κρατούν [[μυστικά]]<br />γ) «ο [[κόσμος]] κάνει τον παπά κι όχι ο [[παπάς]] τον κόσμο» — η [[επίδραση]] της κοινωνίας στο [[άτομο]] [[είναι]] πολύ ισχυρότερη από την [[επίδραση]] του ατόμου στην [[κοινωνία]]<br />δ) «ό,τι κάνει ο [[κόσμος]] κάνει κι ο Κοσμάς» — λέγεται γι' αυτούς που ακολουθούν το [[ρεύμα]] του πλήθους<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> (η γεν. ενάρθρως ως [[ποσοδείκτης]]) <i>του κόσμου</i><br />[[πάρα]] [[πολλά]] («κάναμε του κόσμου τα γέλια»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ο [[πάνω]] [[κόσμος]]» ή «ο άνω [[κόσμος]]» — η επίγεια ζωή, ο [[ζωντανός]] [[κόσμος]], σε [[αντιδιαστολή]] με τη μεταθανάτια ζωή, με τον κόσμο τών [[νεκρών]]<br />β) «ο [[κάτω]] [[κόσμος]]» ή «ο [[άλλος]] [[κόσμος]]» — ο Άδης, ο [[κόσμος]] τών [[νεκρών]]<br />γ) «[[κατά]] κόσμον...» — λέγεται για το βαπτιστικό όνομα κληρικών ή μοναχών, σε [[αντιδιαστολή]] με το ιερατικό όνομα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κόσμημα]], [[στολίδι]] («[[ἐπεὶ]] δὴ [[πάντα]] περὶ χροΐ θήκατο κόσμον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[στολισμός]], [[διακόσμηση]] («γλυκόχροα κόσμον ἐλαίας», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τάξη]], [[ευπρέπεια]], [[αρμονία]] (α. «οὐ κατὰ κόσμον» — απρεπώς, <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «τοὶ δὲ καθῑζον ἐπὶ κληῑσιν ἕκαστοι κόσμῳ» γ. «[[οὐκέτι]] τὸν αὐτὸν κόσμον κατηγέετο», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> καλή [[συμπεριφορά]] [[κοσμιότητα]]<br /><b>3.</b> [[πειθαρχία]] («θαυμαστοὺς ἐδείξατε τῷ κόσμῳ ταῖς παρασκευαῑς, τῇ προθυμίᾳ», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>4.</b> η καλή [[κατασκευή]] («ἵππου κόσμον ἄεισον δουρατέου», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>5.</b> το [[καθεστώς]], το [[πολίτευμα]] («μένειν ἐν τῷ ὀλιγαρχικῷ κόσμῳ», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>6.</b> [[τιμή]], [[έπαινος]] («οἷς [[κόσμος]] [[καλῶς]] τοῦτο δρᾱν [ἦν]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>7.</b> [[σφαίρα]] της οποίας το [[κέντρο]] [[είναι]] το [[κέντρο]] της Γης, [[ακτίνα]] δε η [[ευθεία]] που ενώνει τη Γη με τον Ήλιο<br /><b>8.</b> [[σφαίρα]] που περιέχει τους απλανείς αστέρες<br /><b>9.</b> (στους Πυθαγορείους) [[ονομασία]] τών αριθμών έξι και [[δέκα]]<br /><b>10.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ κόσμοι</i><br />α) (στην [[Κρήτη]]) [[δέκα]] ανώτατοι ενιαύσιοι άρχοντες τών δωρικών πολιτευμάτων οι οποίοι εγκαταστάθηκαν [[μετά]] τους βασιλείς και τών οποίων το [[αξίωμα]] αντιστοιχούσε με το [[αξίωμα]] τών εφόρων της Σπάρτης<br />β) οι αστέρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>μος</i> ή -<i>σμος</i> και δεν [[είναι]] σαφές σε ποια [[ρίζα]] ανάγεται. Συνδέεται πιθ. με λατ. <i>censeo</i> «[[τιμώ]]», αρχ. ινδ. <i>śamsati</i>, [[οπότε]] ανάγεται σε αρχικό τ. <i>κονσ</i>-<i>μος</i> (που εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>kons</i>- της ΙΕ ρίζας <i>kens</i>- «[[κηρύσσω]]»). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. ανάγεται σε τ. <i>κοδ</i>-<i>σμος</i>, που εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>kod</i>- της ΙΕ ρίζας <i>ked</i>- «[[διευθετώ]]», <b>[[πρβλ]].</b> [[κεδνός]]. Τέλος, κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με αρχ. περσ. <i>θαh</i>- «[[διευθετώ]]». Η αρχική [[σημασία]] της λ. ήταν «[[τάξη]], [[αρμονία]], [[διάκοσμος]]», λόγω δε της τάξης και της αρμονίας που χαρακτηρίζει το κοσμικό [[σύστημα]], η σημ. επεκτάθηκε στην [[έννοια]] του σύμπαντος, της οικουμένης και, [[περαιτέρω]], στο [[σύνολο]] τών έμβιων όντων της Γης. Έτσι, η σημ. της λ. [[κόσμος]] έφθασε να δηλώνει το [[σύνολο]] τών ανθρώπων. Συνθ. με α' συνθετικό τη λ. [[είναι]] τα ανθρωπωνύμια <i>Κοσμο</i>-[[κλής]], και <i>Κοσμό</i>-<i>πολις</i> και παρ. της λ. [[είναι]] τα ανθρωπωνύμια <i>Κοσμάς</i> και <i>Κοσμίας</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κοσμάριον]], [[κοσμικός]], [[κόσμιος]], [[κοσμώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοσμαία]], <i>τα</i>, [[κοσμαρίδιον]], [[κοσμιαίος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κοσμίδιον]], [[κοσμίζω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κοσμωτός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κοσμαίος]], [[κοσμάκης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>βλ.</b> <i>κοσμ</i>(<i>ο</i>)-. (Β' συνθετικό) [[άκοσμος]], [[γυναικόκοσμος]], [[διάκοσμος]], [[εύκοσμος]], [[κατάκοσμος]], [[νεκρόκοσμος]], [[περίκοσμος]], [[υπέρκοσμος]], [[φιλόκοσμος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[βοτρυόκοσμος]], <i>κλινόκοσμος</i>, [[πάγκοσμος]], [[παράκοσμος]], [[πεντέκοσμος]], [[πολύκοσμος]], [[πρωτόκοσμος]], [[σιληνόκοσμος]], [[σύγκοσμος]], [[σωσίκοσμος]], [[φερέκοσμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αγροτόκοσμος</i>, <i>αλλόκοσμος</i>, [[απόκοσμος]], <i>ελαφρόκοσμος</i>, <i>εργατόκοσμος</i>, <i>κοριτσόκοσμος</i>, [[κουτόκοσμος]], <i>μαθητόκοσμος</i>, [[μακρόκοσμος]], [[μικρόκοσμος]], <i>νεαρόκοσμος</i>, [[ξέκοσμος]], <i>ονειρόκοσμος παιδόκοσμος</i>, [[παλιόκοσμος]], [[υπόκοσμος]], [[φοιτητόκοσμος]], <i>φτωχόκοσμος</i>, <i>ψευτόκοσμος</i>, [[ωραιόκοσμος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |