3,274,408
edits
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
|||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η και -α, -ο (AM δοῡλος, -η, -ον)<br />(<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) αυτός που στερείται την προσωπική του [[ελευθερία]] από [[αιχμαλωσία]], [[αγορά]] ή [[κληρονομιά]] και αποτελεί [[ιδιοκτησία]] άλλου<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υπηρέτης]], [[διάκονος]], [[υποτακτικός]]<br /><b>2.</b> «δοῡλος τοῦ θεοῡ» — [[υπηρέτης]] του θεού, αφοσιωμένος στον θεό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κυριαρχείται και παρασύρεται από [[κάτι]] ([[κατάσταση]], [[πάθος]] <b>κ.λπ.</b>) («[[δούλος]] του χρήματος»)<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> α) «αν δεν γίνει [[κανείς]] [[δούλος]], δεν γίνεται [[αφέντης]]» — μόνο αν δουλέψει [[κανείς]] για άλλον θα καταλάβει τη [[σημασία]] του χρήματος<br />β) «νηστεύει ο [[δούλος]] του θεού, [[γιατί]] [[ψωμί]] δεν έχει»<br /><b>ειρων.</b> για τους συγκρατημένους εξαιτίας ανέχειας<br />γ) «δούλο τρέφεις, εχθρό τρέφεις ή διάβολο» — οι δούλοι ως ξένοι αδιαφορούν για τις υποθέσεις των αφεντικών τους κι [[επιπλέον]] ως γνώστες τών οικογενειακών μυστικών γίνονται επικίνδυνοι («να μη γίνεις [[δούλος]] σ’ [[αφεντικό]] που ήταν [[δούλος]] και να μην πάρεις δούλο που ήταν [[αφεντικό]]»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[υποτελής]], [[υπήκοος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> <b>μτφ.</b> εξαρτημένος, [[υποχείριος]], δευτερεύων<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[δουλικός]], [[δουλοπρεπής]]<br /><b>3.</b> (το ουδ. πληθ. με περιληπτ. [[έννοια]]) <i>τά δοῡλα</i><br /><b>4.</b> ([[κατά]] τον Ησύχιο) «ἡ [[οἰκία]] ἤ τὴν ἐπὶ τὸ αὐτὸ συνέλευσιν τῶν γυναικῶν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Έχει υποτεθεί ότι πρόκειται για καρικό ή λυδικό ή [[ακόμη]] και βορειοσημιτικό [[δάνειο]]. Οι μυκηναϊκοί τύποι <i>do</i>-<i>e</i>-<i>ra</i> «[[σκλάβος]], [[δούλος]]», <i>do</i>-<i>e</i>-<i>ra</i> «σκλάβα, [[δούλη]]» μαρτυρούν [[συναίρεση]] στο ελλ. [[δούλος]]. Στη [[γλώσσα]] του Ησυχίου «[[δούλος]]<br />η [[οικία]]...» [[πρέπει]] ίσως να αντικατασταθεί η λ. [[δούλος]] από τ. <i>δούμος</i> [[παρά]] το [[πρόβλημα]] της αλφαβητικής [[σειράς]] που προκύπτει από την [[αλλαγή]]. Τέλος παραμένει αναπόδεικτη μια υποτιθέμενη [[σχέση]] του [[δούλος]] με τη [[ρίζα]] του [[δίδωμι]]. Στην [[αρχαιότητα]] η λ. [[δούλος]] σήμαινε τον σκλάβο γενικά, τον υπηρέτη τών θεών, [[ακόμη]] αποδόθηκε και σε λαούς υποταγμένους<br />συνδεόταν δε σημασιολογικά με τα: [[οικέτης]] «ο [[δούλος]] που υπηρετεί τον οίκο και διαμένει σ' αυτόν», [[σώμα]] «[[δούλος]]», [[θεράπων]] «ο [[ακόλουθος]], αυτός που προσφέρει κάποια [[υπηρεσία]], ο [[δούλος]]», [[ανδράποδον]] «ο [[αιχμάλωτος]] πολέμου που γίνεται [[δούλος]]». Η λ. [[δούλος]] εμφανίζει [[μεγάλη]] παραγωγική [[δύναμη]] και απαντά ως α' συνθετικό με τη [[μορφή]] <i>δούλο</i>- [[κυρίως]] σε μεταγενέστερα [[σύνθετα]] ( | |mltxt=-η και -α, -ο (AM δοῡλος, -η, -ον)<br />(<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) αυτός που στερείται την προσωπική του [[ελευθερία]] από [[αιχμαλωσία]], [[αγορά]] ή [[κληρονομιά]] και αποτελεί [[ιδιοκτησία]] άλλου<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υπηρέτης]], [[διάκονος]], [[υποτακτικός]]<br /><b>2.</b> «δοῡλος τοῦ θεοῡ» — [[υπηρέτης]] του θεού, αφοσιωμένος στον θεό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κυριαρχείται και παρασύρεται από [[κάτι]] ([[κατάσταση]], [[πάθος]] <b>κ.λπ.</b>) («[[δούλος]] του χρήματος»)<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> α) «αν δεν γίνει [[κανείς]] [[δούλος]], δεν γίνεται [[αφέντης]]» — μόνο αν δουλέψει [[κανείς]] για άλλον θα καταλάβει τη [[σημασία]] του χρήματος<br />β) «νηστεύει ο [[δούλος]] του θεού, [[γιατί]] [[ψωμί]] δεν έχει»<br /><b>ειρων.</b> για τους συγκρατημένους εξαιτίας ανέχειας<br />γ) «δούλο τρέφεις, εχθρό τρέφεις ή διάβολο» — οι δούλοι ως ξένοι αδιαφορούν για τις υποθέσεις των αφεντικών τους κι [[επιπλέον]] ως γνώστες τών οικογενειακών μυστικών γίνονται επικίνδυνοι («να μη γίνεις [[δούλος]] σ’ [[αφεντικό]] που ήταν [[δούλος]] και να μην πάρεις δούλο που ήταν [[αφεντικό]]»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[υποτελής]], [[υπήκοος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> <b>μτφ.</b> εξαρτημένος, [[υποχείριος]], δευτερεύων<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[δουλικός]], [[δουλοπρεπής]]<br /><b>3.</b> (το ουδ. πληθ. με περιληπτ. [[έννοια]]) <i>τά δοῡλα</i><br /><b>4.</b> ([[κατά]] τον Ησύχιο) «ἡ [[οἰκία]] ἤ τὴν ἐπὶ τὸ αὐτὸ συνέλευσιν τῶν γυναικῶν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Έχει υποτεθεί ότι πρόκειται για καρικό ή λυδικό ή [[ακόμη]] και βορειοσημιτικό [[δάνειο]]. Οι μυκηναϊκοί τύποι <i>do</i>-<i>e</i>-<i>ra</i> «[[σκλάβος]], [[δούλος]]», <i>do</i>-<i>e</i>-<i>ra</i> «σκλάβα, [[δούλη]]» μαρτυρούν [[συναίρεση]] στο ελλ. [[δούλος]]. Στη [[γλώσσα]] του Ησυχίου «[[δούλος]]<br />η [[οικία]]...» [[πρέπει]] ίσως να αντικατασταθεί η λ. [[δούλος]] από τ. <i>δούμος</i> [[παρά]] το [[πρόβλημα]] της αλφαβητικής [[σειράς]] που προκύπτει από την [[αλλαγή]]. Τέλος παραμένει αναπόδεικτη μια υποτιθέμενη [[σχέση]] του [[δούλος]] με τη [[ρίζα]] του [[δίδωμι]]. Στην [[αρχαιότητα]] η λ. [[δούλος]] σήμαινε τον σκλάβο γενικά, τον υπηρέτη τών θεών, [[ακόμη]] αποδόθηκε και σε λαούς υποταγμένους<br />συνδεόταν δε σημασιολογικά με τα: [[οικέτης]] «ο [[δούλος]] που υπηρετεί τον οίκο και διαμένει σ' αυτόν», [[σώμα]] «[[δούλος]]», [[θεράπων]] «ο [[ακόλουθος]], αυτός που προσφέρει κάποια [[υπηρεσία]], ο [[δούλος]]», [[ανδράποδον]] «ο [[αιχμάλωτος]] πολέμου που γίνεται [[δούλος]]». Η λ. [[δούλος]] εμφανίζει [[μεγάλη]] παραγωγική [[δύναμη]] και απαντά ως α' συνθετικό με τη [[μορφή]] <i>δούλο</i>- [[κυρίως]] σε μεταγενέστερα [[σύνθετα]] ([[πρβλ]]. [[δουλαγωγός]], [[δουλοδιδάσκαλος]]) και ως β' συνθετικό με τη [[μορφή]] -<i>δουλος</i> ([[πρβλ]]. [[εθελόδουλος]], [[ιερόδουλος]], [[σύνδουλος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |