3,274,306
edits
m (Text replacement - "epith." to "epithet") |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (ΑM κορυφαῖος, -αία, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στο ανώτατο [[σημείο]], στην [[κορυφή]]<br /><b>2.</b> ο [[ανώτατος]], ο [[άριστος]], αυτός που υπερέχει, ο [[πρώτος]] (α. «ο [[κορυφαίος]] τών γιατρών» β. «τῶν ἀνδρῶν τοὺς κορυφαίους ἀνεσκολόπισε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (στο αρχαίο ελλ. [[θέατρο]]) <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> αυτός που οδηγούσε τον χορό, ο [[πρώτος]] του χορού («[[ὥσπερ]] οὐδὲ τῶν χορευτῶν κορυφαίου καὶ παραστάτου», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> το [[πάνω]] [[μέρος]] του χαλινού, η κεφαλαριά («πῶς δέχεται τὸν χαλινόν, πῶς δὲ περὶ τὰ ὦτα τὴν κορυφαίαν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[κορυφαίο]](<i>ν</i>)<br />το ανώτερο οριζόντιο [[δοκάρι]] της στέγης, ο [[κορφιάς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <b>μουσ.</b> ο [[πρώτος]] [[βιολιστής]] της ορχήστρας<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κορυφαία]] [[δοκός]]» — ο [[κορφιάς]]<br />β) «[[κορυφαία]] ιστίου»<br /><b>ναυτ.</b> η άνω οριζόντια [[πλευρά]] τετράγωνου ιστίου από την οποία αυτό προσδένεται στην [[κεραία]] ή η λοξή [[πλευρά]] τριγωνικού ή τραπεζοειδούς ιστίου με την οποία αυτό στερεώνεται ως ανάδρομο<br />γ) «[[κορυφαία]] ακτής» — η νοητή [[καμπύλη]] στην οποία καταλήγει [[προς]] τα άνω η [[διατομή]] μιας ακτής<br />δ) «[[κορυφαία]] ορθοδρομίας»<br /><b>ναυτ.</b> το [[σημείο]] της καμπύλης ορθοδρομικής πλεύσης [[πάνω]] στον [[χάρτη]] το οποίο παρουσιάζει το μεγαλύτερο γεωγραφικό [[πλάτος]] όταν και το αρχικό και το τελικό [[στίγμα]] του πλοίου έχουν το ίδιο γεωγραφικό [[πλάτος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο επικεφαλής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> α) [[επίσκοπος]] β) [[προσωνυμία]] του [[Διός]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> α) [[τούφα]] στην [[κορυφή]] του κεφαλιού<br />β) (στην Επίδαυρο) [[προσωνυμία]] της Αρτέμιδος<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) το ανώτατο [[άκρο]] κυνηγετικού διχτιού<br />β) <b>αρχιτ.</b> (για το [[τύμπανο]]) το κεντρικό [[μέρος]]<br />γ) <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ κορυφαῖα</i><br />τα μέρη [[γύρω]] από το [[κεφάλι]] θυσιασμένου ζώου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κορυφή]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αῖος</i> ( | |mltxt=-α, -ο (ΑM κορυφαῖος, -αία, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στο ανώτατο [[σημείο]], στην [[κορυφή]]<br /><b>2.</b> ο [[ανώτατος]], ο [[άριστος]], αυτός που υπερέχει, ο [[πρώτος]] (α. «ο [[κορυφαίος]] τών γιατρών» β. «τῶν ἀνδρῶν τοὺς κορυφαίους ἀνεσκολόπισε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (στο αρχαίο ελλ. [[θέατρο]]) <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> αυτός που οδηγούσε τον χορό, ο [[πρώτος]] του χορού («[[ὥσπερ]] οὐδὲ τῶν χορευτῶν κορυφαίου καὶ παραστάτου», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> το [[πάνω]] [[μέρος]] του χαλινού, η κεφαλαριά («πῶς δέχεται τὸν χαλινόν, πῶς δὲ περὶ τὰ ὦτα τὴν κορυφαίαν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[κορυφαίο]](<i>ν</i>)<br />το ανώτερο οριζόντιο [[δοκάρι]] της στέγης, ο [[κορφιάς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <b>μουσ.</b> ο [[πρώτος]] [[βιολιστής]] της ορχήστρας<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κορυφαία]] [[δοκός]]» — ο [[κορφιάς]]<br />β) «[[κορυφαία]] ιστίου»<br /><b>ναυτ.</b> η άνω οριζόντια [[πλευρά]] τετράγωνου ιστίου από την οποία αυτό προσδένεται στην [[κεραία]] ή η λοξή [[πλευρά]] τριγωνικού ή τραπεζοειδούς ιστίου με την οποία αυτό στερεώνεται ως ανάδρομο<br />γ) «[[κορυφαία]] ακτής» — η νοητή [[καμπύλη]] στην οποία καταλήγει [[προς]] τα άνω η [[διατομή]] μιας ακτής<br />δ) «[[κορυφαία]] ορθοδρομίας»<br /><b>ναυτ.</b> το [[σημείο]] της καμπύλης ορθοδρομικής πλεύσης [[πάνω]] στον [[χάρτη]] το οποίο παρουσιάζει το μεγαλύτερο γεωγραφικό [[πλάτος]] όταν και το αρχικό και το τελικό [[στίγμα]] του πλοίου έχουν το ίδιο γεωγραφικό [[πλάτος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο επικεφαλής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> α) [[επίσκοπος]] β) [[προσωνυμία]] του [[Διός]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> α) [[τούφα]] στην [[κορυφή]] του κεφαλιού<br />β) (στην Επίδαυρο) [[προσωνυμία]] της Αρτέμιδος<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) το ανώτατο [[άκρο]] κυνηγετικού διχτιού<br />β) <b>αρχιτ.</b> (για το [[τύμπανο]]) το κεντρικό [[μέρος]]<br />γ) <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ κορυφαῖα</i><br />τα μέρη [[γύρω]] από το [[κεφάλι]] θυσιασμένου ζώου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κορυφή]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αῖος</i> ([[πρβλ]]. <i>ακρ</i>-<i>αίος</i>, <i>πηγ</i>-<i>αίος</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |