ἐπενδύω: Difference between revisions

m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
(2)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐπενδύω]]) <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[στρώνω]], [[καλύπτω]] την εσωτερική ή την εξωτερική [[επιφάνεια]] ενός αντικειμένου με [[στρώμα]] από [[άλλο]] υλικό<br /><b>2.</b> [[καλύπτω]] με [[φύλλο]] ξύλου ή μετάλλου, [[καπλαντίζω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>ἐνδύομαι</i><br /><b>1.</b> [[είμαι]] περιτυλιγμένος («ἀμπέλοις ἐπενδύοντο τὰ πλείονα τῶν δέντρων», Διγ.)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> κυριεύομαι από κάποιο [[συναίσθημα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[φορώ]] σε κάποιον τον επενδύτη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ενδύω]]. Η λ. με τη [[σημασία]] «[[τοποθετώ]] χρήματα» χρησιμοποιήθηκε για να αποδώσει αντίστοιχους ξεν. όρους (<b>[[πρβλ]].</b> αγλλ. <i>invest</i>)].
|mltxt=(AM [[ἐπενδύω]]) <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[στρώνω]], [[καλύπτω]] την εσωτερική ή την εξωτερική [[επιφάνεια]] ενός αντικειμένου με [[στρώμα]] από [[άλλο]] υλικό<br /><b>2.</b> [[καλύπτω]] με [[φύλλο]] ξύλου ή μετάλλου, [[καπλαντίζω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>ἐνδύομαι</i><br /><b>1.</b> [[είμαι]] περιτυλιγμένος («ἀμπέλοις ἐπενδύοντο τὰ πλείονα τῶν δέντρων», Διγ.)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> κυριεύομαι από κάποιο [[συναίσθημα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[φορώ]] σε κάποιον τον επενδύτη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ενδύω]]. Η λ. με τη [[σημασία]] «[[τοποθετώ]] χρήματα» χρησιμοποιήθηκε για να αποδώσει αντίστοιχους ξεν. όρους ([[πρβλ]]. αγλλ. <i>invest</i>)].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπενδύω:''' (= [[ἐπενδύνω]]) надевать, pass. одеваться, быть одетым (τὴν λεοντῆν Plut.): ἐσθῆτας γυναικείας ἐπενδεδυμένοι τοῖς θώραξι Plut. одетые в женские платья поверх брони.
|elrutext='''ἐπενδύω:''' (= [[ἐπενδύνω]]) надевать, pass. одеваться, быть одетым (τὴν λεοντῆν Plut.): ἐσθῆτας γυναικείας ἐπενδεδυμένοι τοῖς θώραξι Plut. одетые в женские платья поверх брони.
}}
}}