3,274,408
edits
m (Text replacement - "q. v." to "q.v.") |
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρέσβυς''': -εως, ὁ, κλητ. πρέσβυ, Ἀριστοφ. Θεσμ. 146· ― [[πρεσβύτης]], [[γέρων]], Λατ. senex, (ἡ παρὰ πεζογράφοις [[λέξις]] [[εἶναι]] [[πρεσβύτης]]), ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας ἐν χρήσει μόνον κατ’ ὀνομ., αἰτ. καὶ κλητ., ὁ πρ. Πόλυβος Σοφ. Ο. Τ. 941· [[Φοῖνιξ]] ὁ πρ. ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 562· πατέρα πρέσβυν [[αὐτόθι]] 665· πρέσβυ ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 1013, 1121· ὦ πρέσβυ Εὐρ. Ὀρ. 476 ἀλλὰ τὸ ὁ [[πρέσβυς]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει σχεδὸν ὡς τὸ ὁ πρεσβύτερος, ὁ γεροντότερος, ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 184. 05, 530: (περὶ τοῦ θηλ. ὅρα [[πρέσβα]], πρέσβειρα, [[πρεσβηίς]], [[πρέσβις]])· ― πληθ. πρέσβεις, γέροντες, πρεσβύτεροι ἀείποτε μετὰ τῆς σημασίας τοῦ ἀξιώματος, ἄρχοντες, ἡγεμόνες (ἴδε κατωτ. ΙΙΙ), Αἰσχύλ. Πέρσ. 840· Ἐπικ. πρέσβηες Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 245 (ἴδε [[πρεσβεύς]])· ― δυϊκ. πρέσβη, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 495. Ὁ Ὅμ. ποιεῖται χρῆσιν μόνου τοῦ συγκρ. καὶ ὑπερθ., συγκρ. πρεσβύτερος, α, ον, γεροντότερος, Ἰλ. Λ. 787, Ο. 204, Ἡρόδ. 1. 6., 2. 2, Πίνδ., καὶ Ἀττ.· ἐνιαυτῷ, κατὰ ἓν [[ἔτος]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 18· πρεσβυτέρα ἀριθ. μοῦ, πρεσβυτέρα παρὰ τὸν προσήκοντα ἀριθμόν, Πινδ. Ἀποσπ. 236· βουλαὶ πρεσβύτεραι, αἱ σοφαὶ βουλαὶ τῶν πρεσβυτέρων, ὁ αὐτ. ἐν Π. 2. 122· ἐπὶ ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 14, 19 κἑξ.· ἐπὶ τὸ πρ. ἰέναι, ἡλικιοῦσθαι, γίνεσθαι πρεσβύτερον, Πλάτ. Νόμ. 631Ε· ― Ὑπερθ. πρεσβύτατος, η, ον, Ἰλ. Δ. 59, Λ. 740, Ἡσ. Θ. 234, κτλ.· [[μᾶλλον]] [[ὡρισμένως]]: πρ. γενεῇ Ἰλ. Ζ. 24· ἐπὶ ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 14, 19, κ. ἀλλ.· ― περὶ τῶν ποιητ. τύπων [[πρέσβιστος]], πρεσβίστατος, ἴδε [[πρέσβιστος]], καὶ πρβλ. [[πρεῖγυς]]. 2) τὸ ὑπερθ. κεῖται | |lstext='''πρέσβυς''': -εως, ὁ, κλητ. πρέσβυ, Ἀριστοφ. Θεσμ. 146· ― [[πρεσβύτης]], [[γέρων]], Λατ. senex, (ἡ παρὰ πεζογράφοις [[λέξις]] [[εἶναι]] [[πρεσβύτης]]), ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας ἐν χρήσει μόνον κατ’ ὀνομ., αἰτ. καὶ κλητ., ὁ πρ. Πόλυβος Σοφ. Ο. Τ. 941· [[Φοῖνιξ]] ὁ πρ. ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 562· πατέρα πρέσβυν [[αὐτόθι]] 665· πρέσβυ ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 1013, 1121· ὦ πρέσβυ Εὐρ. Ὀρ. 476 ἀλλὰ τὸ ὁ [[πρέσβυς]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει σχεδὸν ὡς τὸ ὁ πρεσβύτερος, ὁ γεροντότερος, ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 184. 05, 530: (περὶ τοῦ θηλ. ὅρα [[πρέσβα]], πρέσβειρα, [[πρεσβηίς]], [[πρέσβις]])· ― πληθ. πρέσβεις, γέροντες, πρεσβύτεροι ἀείποτε μετὰ τῆς σημασίας τοῦ ἀξιώματος, ἄρχοντες, ἡγεμόνες (ἴδε κατωτ. ΙΙΙ), Αἰσχύλ. Πέρσ. 840· Ἐπικ. πρέσβηες Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 245 (ἴδε [[πρεσβεύς]])· ― δυϊκ. πρέσβη, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 495. Ὁ Ὅμ. ποιεῖται χρῆσιν μόνου τοῦ συγκρ. καὶ ὑπερθ., συγκρ. πρεσβύτερος, α, ον, γεροντότερος, Ἰλ. Λ. 787, Ο. 204, Ἡρόδ. 1. 6., 2. 2, Πίνδ., καὶ Ἀττ.· ἐνιαυτῷ, κατὰ ἓν [[ἔτος]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 18· πρεσβυτέρα ἀριθ. μοῦ, πρεσβυτέρα παρὰ τὸν προσήκοντα ἀριθμόν, Πινδ. Ἀποσπ. 236· βουλαὶ πρεσβύτεραι, αἱ σοφαὶ βουλαὶ τῶν πρεσβυτέρων, ὁ αὐτ. ἐν Π. 2. 122· ἐπὶ ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 14, 19 κἑξ.· ἐπὶ τὸ πρ. ἰέναι, ἡλικιοῦσθαι, γίνεσθαι πρεσβύτερον, Πλάτ. Νόμ. 631Ε· ― Ὑπερθ. πρεσβύτατος, η, ον, Ἰλ. Δ. 59, Λ. 740, Ἡσ. Θ. 234, κτλ.· [[μᾶλλον]] [[ὡρισμένως]]: πρ. γενεῇ Ἰλ. Ζ. 24· ἐπὶ ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 14, 19, κ. ἀλλ.· ― περὶ τῶν ποιητ. τύπων [[πρέσβιστος]], πρεσβίστατος, ἴδε [[πρέσβιστος]], καὶ πρβλ. [[πρεῖγυς]]. 2) τὸ ὑπερθ. κεῖται συχν. ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ [[σεβάσμιος]], [[σεβαστός]], ἐκ τοῦ σεβασμοῦ τοῦ ἀπονεμομένου εἰς τοὺς ἡλικιωμένους καὶ πεπειραμένους, ἴδε ἐν λ. [[πρέσβιστος]]. 3) τὸ συγκρ. καὶ ὑπερθ. κεῖνται ἐπὶ πραγμάτων, πρεσβύτερόν τι (ἢ οὐδὲν) ἔχειν, [[ὅπερ]] ἀκριβῶς = τῷ Λατ. aliquid (ἢ nihil) antiquius habere, θεωρῶ τι ἐντιμότερον ἢ πλείονος [[τιμῆς]] ἄξιον, ἐκτιμῶ τι περισσότερον, τὰ τοῦ θεοῦ πρεσβύτερα ποιεῖσθαι ἢ τὰ τῶν ἀνδρῶν Ἡρόδ. 5. 63· οὐδὲν πρεσβύτερον [[νομίζω]] τᾶς σωφροσύνας Εὐρ. Ἀποσπ. 951· ἐμοὶ οὐδέν ἐστι πρεσβύτερον τοῦ... Πλάτ. Συμπ. 218D· πρεσβύτατον κρίνειν τι Θουκ. 4. 61· πρεσβυτέρως γυμναστικὴν μουσικῆς τετιμηκέναι Πλάτ. Πολ. 548C (πρβλ. Liv. 7. 31 antiquior fides)· ― [[ἐντεῦθεν]] [[ἁπλῶς]] ἐπὶ μεγέθους, πρεσβύτερον κακὸν κακοῦ, μεγαλείτερον ἄλλου κακοῦ, Σοφ. Ο. Τ. 1365· χρεῶν πάντων πρεσβύτατα Πλάτ. Νόμ. 717D· πρβλ. πρεσδεύω Ι. 2. ΙΙ. ὡς τὸ [[πρεσβευτής]], ἀπεσταλμένος, ἐν τῷ ἑνικῷ μόνον παρὰ ποιηταῖς, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 728· ὁ [[πρέσβυς]] [[οὔτε]] τύπτεται οὔθ’ ὑβρίζεται Ποιητὴς παρὰ τῷ Σχολ. Ἰλιάδ. Δ. 394· γεν. πρέσβεως Ἀριστοφ. Ἀχ. 93· ― ἀλλ’ ὁ πληθ. πρέσβεις [[εἶναι]] εὐχρηστότερος τοῦ πρεσβευταί, Ἀριστοφ. Ἀχ. 61· σπονδαὶ παρὰ Θουκ. 4. 118, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 13, Δημ. 398. 26, 1, κτλ.· γεν. πρέσβεων, δοτ. πρέσβεσι Ἀριστοφ. Ἀχ. 62. 76· ἐν τῇ αὐτῇ προτάσει ἀμφότεροι οἱ τύποι: πρεσβευτὰς οὖν... ὑμᾶς [[ἡμεῖς]] οἱ πρέσβεις ποιοῦμεν Ἀνδοκ. 28. 37. ΙΙΙ. ἐν Σπάρτῃ [[ὄνομα]] πολιτικῆς θέσεως διάφορον τοῦ [[γέρων]] (senator), οἱονεὶ πρῶτος ἢ [[πρόεδρος]], τῶν ἐφόρων Ἐπιγραφ. Λακων. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1237, 1326· νομοφυλάκων 1363· βιδέων 1364Α· συναρχίας 1347, 1375· τῆς φυλῆς 1273. 1377· τᾶς ὠβᾶς 1272 κἑξ. 2) ἐν τῷ συγκρ. πρεσβύτερος, [[μέλος]] τοῦ Ἰουδαϊκοῦ συμβουλίου, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιςϳ, 21, κτλ.· πρεσβύτερος, τῆς ἐκκλησίας, [[ἱερεύς]], Πράξ. Ἀποστ. ιαϳ, 30, κϳ 17, Αϳ Ἐπιστ. πρ. Τιμ. εϳ, 19, κτλ.· καὶ αὐτοὶ οἱ Ἀπόστολοι καλοῦσιν ἑαυτοὺς διὰ τοῦ ὁνόματος τούτου, Βϳ Ἐπιστ. Ἰω. αϳ, 1, Γϳ τοῦ [[αὐτοῦ]] αϳ, 1, πρβλ. Αϳ Ἐπιστ. Πέτρ. εϳ, 1. IV. [[ὄνομα]] τοῦ πτηνοῦ τροχίλου, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 11, 5, «[[πρέσβυς]]· [[γέρων]]. καὶ [[ὄρνις]] ὁ τρόχιλος» Ἡσύχ.· ― [[ὡσαύτως]] [[ὄνομα]] εἴδους κολοιοῦ ἢ κορώνης, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 15. (Ὁ Κούρτ. δοξάζει ὅτι τὸ πρέσβυς [[εἶναι]] ταὐτὸν τῷ Λατ. pris-cus, παραβάλλων τὸν Κρητικὸν τύπον πρεῖγυς, ὃ ἴδε, καὶ ὅτι ἡ [[ῥίζα]] [[εἶναι]] ἡ αὐτὴ τῇ τοῦ Σανσκρ. pra-yas, [[ὅπερ]] [[εἶναι]] συγκρ. τοῦ pra (πρό), ὅτε ἡ πρώτη [[σημασία]] [[εἶναι]], ὁ προγενέστερος, ὁ πρότερον γεννηθείς). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πρέσβεις· γέροντες. βασιλεῖς, ἄρχοντες, προτιμώμενοι. καὶ οἱ πρεσβευταὶ μεσῖται, ἀπόστολοι [ἢ] ἕνεκεν εἰρήνης». ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 132. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |