ἐκλείπω: Difference between revisions

m
Text replacement - "συχν." to "συχν."
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκλείπω''': [[παραλείπω]], ἀφίνω, πολλά δ’ [[ἐκλείπω]] λέγων Αἰσχύλ. Πέρσ. 513· ἐκλ. ὄχλον λόγων ὁ αὐτ. Πρ. 827, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 52, Δημ. 784. 17· ἐκλ. Ἄνδρον, [[παρέρχομαι]] τὴν Ἄνδρον, Ἡρόδ. 4. 33· ἐκλ. [[ὁτιοῦν]] τῆς παρασκευῆς Θουκ. 7. 48· τὴν στρατιὰν Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 22· [[εἴτε]] ἐξέλιπον, σὸν [[ἔργον]] ἀναπληρῶσαι Πλάτ. Συμπ. 188Ε. - Παθ., [[ὄνειδος]] οὐκ ἐκλείπεται, δὲν λείπει τοῦ νὰ παρουσιασθῇ, Αἰσχύλ. Εὐμ. 27. 2) [[ἐγκαταλείπω]], ἀφίνω, τὴν πατρίδα, τὴν ξυμμαχίην, κτλ., Ἡρόδ. 1. 169, 6. 13, κτλ· τὸ ξυνώμοτον Θουκ. 2. 72· τὸν ὅρκον Εὐρ. Ι. Τ. 750· - [[καταλείπω]] καὶ [[φεύγω]], τὴν τάξιν Ἡρόδ. 8. 24, κ. ἀλλ.· τὴν χώρην ὁ αὐτ. 4. 105, 118, κ. ἀλλ.· ἕδρας Αἰσχύλ. Θήβ. 218, πρβλ. Πέρσ. 128· ἀνὴρ ὅδ’..., προδούς μ’ ἔοικε κἀκλιπὼν τὸν πλοῦν στελεῖν Σοφ. Φ. 911, πρβλ. 58· - παραιτοῦμαι, ἐξέλιπον οἱ Πεισιστρατίδαι τὴν τυραννίδα Ἡρόδ. 6. 123· τὰ ὑπάρχοντα Θουκ. 1. 144· θρήνους Εὐρ. Φοίν. 1635· ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2. 3) [[συχν]]. ἐν ἐλλειπτ. φράσεσιν, ὡς, ἐκλείπειν τὴν πόλιν ἐς τὰ [[ἄκρα]], ἐγκαταλείπειν τὴν πόλιν καὶ καταφεύγειν εἰς τὰ ὀρεινὰ μέρη, Ἡρόδ. 6. 100, πρβλ 8. 50, Ξεν. Ἀν. 1. 2, 4· [[οὕτως]], ἐκ δ’ ἔλειπον οἴκους πρὸς ἄλλον εὐνάτορα Εὐρ. Ἀνδρ. 1040. 4) εἴ τις ἐξέλιπε τὸν ἀριθμὸν ἢ θανάτῳ βιηθεὶς ἢ νούσω (ἐπὶ τοῦ Περσικοῦ στρατιωτικοῦ σώματος τῶν ἀθανάτων), ἄν τις ἤθελεν ἀφήσει τὸν ἀριθμὸν τοῦτον ἐλλιπῆ, κτλ., Ἡρόδ. 7. 83. 5) ἐξαντλοῦμαι, «τελειώνω», ἐκλελοίπασιν ὑμᾶς αἱ προφάσεις Λυσ. 113. 391, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 657D. II. ἀμεταβ., ἐπὶ τοῦ ἡλίου καὶ τῆς σελήνης, ὑφίσταμαι ἔκλειψιν, Θουκ. 2. 28· - πλῆρες, ὁ [[ἥλιος]] ἐκλιπὼν τὴν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἕδρην Ἡρόδ. 7. 37· ἐκλ. τὰς ὁδοὺς Ἀριστοφ. Νεφ. 584· πρβλ. [[ἔκλειψις]]. 2) [[ἀποθνήσκω]], ὡς τὸ Λατ. decedere, οἱ ἐκλελοιπότες, οἱ ἀποθανόντες, Πλάτ. Νόμ. 856Ε, Ἰσαῖ. 84. 26· - ἀλλὰ συνηθέστερον πλῆρες, ὡς ὤφελον πάροιθεν ἐκλιπεῖν βίον Σοφ. Ἠλ. 1131· ὑφ’ ὧν ἥκιστα, ἐχρῆν τὸν βίον ἐκλιπὼν (= ἀποθανὼν) Ἀντιφῶν 113. 38· [[οὕτως]], ἐκλ. [[φάος]] Εὐρ. Ἴων 1186, κτλ. 3) λιποθυμῶ, Ἱππ. Προρρ. 72. 4) [[καθόλου]], τελειώνω, παύομαι, [[παρέρχομαι]], «σταματῶ», τῇ μοι ὁ [[λόγος]] ἐξέλιπε Ἡρόδ. 7. 239· ἐκλείπει πυρετὸς Ἱππ. Ἀφ. 1251, πρβλ. Θουκ. 3. 87· ἐκλέλοιπεν εὐφρόνη, παρῆλθεν, ὅ ἐ. [[εἶναι]] [[ἡμέρα]] πλέον, Σοφ. Ἠλ. 19· [[ὥστε]] μὴ ’κλιπεῖν [[κλέος]] [[αὐτόθι]] 985, πρβλ. 1149· [[ἐνίοτε]] [[ὡσαύτως]] μετὰ μετοχῆς, παύομαι ποιῶν τι, Πλάτ. Μενέξ. 234Β, πρβλ. 249Β· μετὰ γεν., θεραπείας Πλουτ. Μάρκελλ. 17. 5) δὲν [[ὑπάρχω]], [[λείπω]], [[ῥώμη]] γὰρ ἐκλέλοιπεν, ἣν πρὶν εἴχομεν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 230· τὰς δὲ διὰ τοῦ σώματος (ἡδονὰς) ἐκλείποιεν Πλάτ. Πολ. 485D· [[περί]] τινος Ἀριστ. Πολ. 3. 15, 9, κτλ.
|lstext='''ἐκλείπω''': [[παραλείπω]], ἀφίνω, πολλά δ’ [[ἐκλείπω]] λέγων Αἰσχύλ. Πέρσ. 513· ἐκλ. ὄχλον λόγων ὁ αὐτ. Πρ. 827, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 52, Δημ. 784. 17· ἐκλ. Ἄνδρον, [[παρέρχομαι]] τὴν Ἄνδρον, Ἡρόδ. 4. 33· ἐκλ. [[ὁτιοῦν]] τῆς παρασκευῆς Θουκ. 7. 48· τὴν στρατιὰν Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 22· [[εἴτε]] ἐξέλιπον, σὸν [[ἔργον]] ἀναπληρῶσαι Πλάτ. Συμπ. 188Ε. - Παθ., [[ὄνειδος]] οὐκ ἐκλείπεται, δὲν λείπει τοῦ νὰ παρουσιασθῇ, Αἰσχύλ. Εὐμ. 27. 2) [[ἐγκαταλείπω]], ἀφίνω, τὴν πατρίδα, τὴν ξυμμαχίην, κτλ., Ἡρόδ. 1. 169, 6. 13, κτλ· τὸ ξυνώμοτον Θουκ. 2. 72· τὸν ὅρκον Εὐρ. Ι. Τ. 750· - [[καταλείπω]] καὶ [[φεύγω]], τὴν τάξιν Ἡρόδ. 8. 24, κ. ἀλλ.· τὴν χώρην ὁ αὐτ. 4. 105, 118, κ. ἀλλ.· ἕδρας Αἰσχύλ. Θήβ. 218, πρβλ. Πέρσ. 128· ἀνὴρ ὅδ’..., προδούς μ’ ἔοικε κἀκλιπὼν τὸν πλοῦν στελεῖν Σοφ. Φ. 911, πρβλ. 58· - παραιτοῦμαι, ἐξέλιπον οἱ Πεισιστρατίδαι τὴν τυραννίδα Ἡρόδ. 6. 123· τὰ ὑπάρχοντα Θουκ. 1. 144· θρήνους Εὐρ. Φοίν. 1635· ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2. 3) συχν. ἐν ἐλλειπτ. φράσεσιν, ὡς, ἐκλείπειν τὴν πόλιν ἐς τὰ [[ἄκρα]], ἐγκαταλείπειν τὴν πόλιν καὶ καταφεύγειν εἰς τὰ ὀρεινὰ μέρη, Ἡρόδ. 6. 100, πρβλ 8. 50, Ξεν. Ἀν. 1. 2, 4· [[οὕτως]], ἐκ δ’ ἔλειπον οἴκους πρὸς ἄλλον εὐνάτορα Εὐρ. Ἀνδρ. 1040. 4) εἴ τις ἐξέλιπε τὸν ἀριθμὸν ἢ θανάτῳ βιηθεὶς ἢ νούσω (ἐπὶ τοῦ Περσικοῦ στρατιωτικοῦ σώματος τῶν ἀθανάτων), ἄν τις ἤθελεν ἀφήσει τὸν ἀριθμὸν τοῦτον ἐλλιπῆ, κτλ., Ἡρόδ. 7. 83. 5) ἐξαντλοῦμαι, «τελειώνω», ἐκλελοίπασιν ὑμᾶς αἱ προφάσεις Λυσ. 113. 391, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 657D. II. ἀμεταβ., ἐπὶ τοῦ ἡλίου καὶ τῆς σελήνης, ὑφίσταμαι ἔκλειψιν, Θουκ. 2. 28· - πλῆρες, ὁ [[ἥλιος]] ἐκλιπὼν τὴν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἕδρην Ἡρόδ. 7. 37· ἐκλ. τὰς ὁδοὺς Ἀριστοφ. Νεφ. 584· πρβλ. [[ἔκλειψις]]. 2) [[ἀποθνήσκω]], ὡς τὸ Λατ. decedere, οἱ ἐκλελοιπότες, οἱ ἀποθανόντες, Πλάτ. Νόμ. 856Ε, Ἰσαῖ. 84. 26· - ἀλλὰ συνηθέστερον πλῆρες, ὡς ὤφελον πάροιθεν ἐκλιπεῖν βίον Σοφ. Ἠλ. 1131· ὑφ’ ὧν ἥκιστα, ἐχρῆν τὸν βίον ἐκλιπὼν (= ἀποθανὼν) Ἀντιφῶν 113. 38· [[οὕτως]], ἐκλ. [[φάος]] Εὐρ. Ἴων 1186, κτλ. 3) λιποθυμῶ, Ἱππ. Προρρ. 72. 4) [[καθόλου]], τελειώνω, παύομαι, [[παρέρχομαι]], «σταματῶ», τῇ μοι ὁ [[λόγος]] ἐξέλιπε Ἡρόδ. 7. 239· ἐκλείπει πυρετὸς Ἱππ. Ἀφ. 1251, πρβλ. Θουκ. 3. 87· ἐκλέλοιπεν εὐφρόνη, παρῆλθεν, ὅ ἐ. [[εἶναι]] [[ἡμέρα]] πλέον, Σοφ. Ἠλ. 19· [[ὥστε]] μὴ ’κλιπεῖν [[κλέος]] [[αὐτόθι]] 985, πρβλ. 1149· [[ἐνίοτε]] [[ὡσαύτως]] μετὰ μετοχῆς, παύομαι ποιῶν τι, Πλάτ. Μενέξ. 234Β, πρβλ. 249Β· μετὰ γεν., θεραπείας Πλουτ. Μάρκελλ. 17. 5) δὲν [[ὑπάρχω]], [[λείπω]], [[ῥώμη]] γὰρ ἐκλέλοιπεν, ἣν πρὶν εἴχομεν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 230· τὰς δὲ διὰ τοῦ σώματος (ἡδονὰς) ἐκλείποιεν Πλάτ. Πολ. 485D· [[περί]] τινος Ἀριστ. Πολ. 3. 15, 9, κτλ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly