3,274,246
edits
m (Text replacement - "Winer s Grammar" to "Winer's Grammar") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dipsao | |Transliteration C=dipsao | ||
|Beta Code=diya/w | |Beta Code=diya/w | ||
|Definition=late Ep. [[διψώω]] | |Definition=late Ep. [[διψώω]] Tryph.548, AP11.57 (Agath.): Ion. [[διψέω]] Archil.68; part.<br><span class="bld">A</span> διψεῦσα AP6.21; contr. 3sg. διψῇ Pi.N.3.6, Pl.Phlb.35b; inf. [[διψῆν]] Hdt.2.24, S.Fr.735, Ar.Nu.441, etc.: impf. 3sg. ἐδίψη Hp. Epid.3.1.β,γ (διψᾷς, διψᾷ, διψᾶν only in later writers, APl.4.137 (Phil.), Pl.Ax.366a, LXXIs.29.8, Gal.5.837): fut. διψήσω X.Mem.2.1.17: aor. ἐδίψησα Pl.R.562c: pf. δεδίψηκα Hp.Cord.2, Plu.Pomp.73:—Med. (v. infr.):—[[thirst]], στεῦτο δὲ διψάων [ᾱ] Od.11.584, etc.; of the ground, to [[be thirsty]], [[be parched]], Hdt.2.24; δ. ὑπὸ καύματος Alc.39.2; of trees, Thphr.CP3.22.5:—Med., διψώμεθα Hermipp.25.<br><span class="bld">2</span> metaph., δ. τινός [[thirst after]] a thing, Pi.N.3.6; ἐλευθερίας Pl.R.562c: later c. acc., δ. Χῖον Teles p.8 H.; φόνον APl.4.137 (Phil.); δικαιοσύνην Ev.Matt. 5.6; αἷμα J.BJ1.32.2; also δ. πρὸς τὸν θεόν LXXPs.41(42).2: c. dat., [[ὕδατι]] ib.Ex.17.3: c. inf., διψῶ χαρίζεσθαι ὑμῖν X.Cyr.5.1.1; [[ἀκρατῶς]] ἐδίψη οἴνου [[πίνειν]] Ael.VH2.41, etc. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διψάω''': Ἰων. -έω, Ἀρχίλ. 62· συνῃρ. γ΄ ἑνικ. διψῇ Πίνδ. Ν. 3. 10, Πλάτ., ἀπαρ. διψῆν Ἡρόδ. 2. 24, Σοφ. Ἀποσπ. 701, Ἀριστοφ., κτλ.· παρατ. γ΄ ἑνικ. ἐδίψη Ἱππ. Ἐπιδ. 1063, 1067 (οἱ [[ὁμαλῶς]] συνῃρ. τύποι διψᾷς, -ᾷ, -ᾶν μόνον παρὰ μεταγενεστ. συγγραφ., Ἀνθ. Πλαν. 137, Πλάτ. Ἀξιόχ. 366Α, Ἑβδ.)· μέλλ. | |lstext='''διψάω''': Ἰων. -έω, Ἀρχίλ. 62· συνῃρ. γ΄ ἑνικ. διψῇ Πίνδ. Ν. 3. 10, Πλάτ., ἀπαρ. διψῆν Ἡρόδ. 2. 24, Σοφ. Ἀποσπ. 701, Ἀριστοφ., κτλ.· παρατ. γ΄ ἑνικ. ἐδίψη Ἱππ. Ἐπιδ. 1063, 1067 (οἱ [[ὁμαλῶς]] συνῃρ. τύποι διψᾷς, -ᾷ, -ᾶν μόνον παρὰ μεταγενεστ. συγγραφ., Ἀνθ. Πλαν. 137, Πλάτ. Ἀξιόχ. 366Α, Ἑβδ.)· μέλλ. διψήσω, Ξεν.· ἀόρ. ἐδίψησα Πλάτ. Πολ. 562C· πρκμ. δεδίψηκα Ἱππ., Πλούτ. ― Μέσ., ἴδε κατωτ. Αἰσθάνομαι δίψαν, στεῦτο δὲ διψάων [ᾱ] Ὀδ. Λ. 584, κτλ.· καὶ ἐπὶ ἐδάφους καταξήρου, Ἡρόδ. 2. 24· δ. ὑπὸ καύματος Ἀλκαῖ. 39. 2· ἐπὶ δένδρων, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 3. 22, 5· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, διψώμεθα Ἕρμιππ. Θεοῖς 1, ἀλλὰ πρβλ. Κόντ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 193· ― καὶ ἐν τῷ παθ., διψᾶται παρὰ πᾶσιν ἀνθρῶποις τὸ μαθεῖν τί ἐστι ψυχὴ ἀνθρώπου Ἀναστ. Σιναΐτ. ἐν Ἑλλ. Πατρολ. Migne τ. 89, σ. 716 (Λεξ. Κουμ.). 2) μεταφ., δ. τινος, διψῶ διά τι, [[σφόδρα]] ἐπιθυμῶ τι, ὡς τὸ Λατ. sitire, Πίνδ. Ν. 3. 10· ἐλευθερίας Πλάτ. Πολ. 562C· παρὰ μεταγεν. καὶ μετ’ αἰτ., δ. χιόνα Τέλης παρὰ Στοβ. 69. 24· φόνον Ἀνθ. Πλαν. 4. 137· δικαιοσύνην Εὐαγγ. κ. Ματθ. ε΄, 6 [[ὡσαύτως]], δ. πρὸς τὸν θεὸν Ἑβδ. (Ψαλμ. μα΄, 2)· μετὰ δοτ., ἐδίψησαν ὕδατι [[αὐτόθι]]· ― μετ’ ἀπαρ., διψῶ χαρίζεσθαι ὑμῖν Ξεν. Κύρ. 4. 6, ἐν τέλ.· ἀκρατῶς ἐδίψη οἴνου πίνειν Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 41, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διψάω:''' (οι τύποι σε <i>αε</i> συναιρούνται σε <i>η</i> όχι <i>α</i>, όπως στο [[πεινάω]]), γʹ ενικ. <i>διψῇ</i>, απαρ. <i>διψῆν</i>, γʹ ενικ. παρατ. <i>ἐδίψη</i>, μέλ. <i> | |lsmtext='''διψάω:''' (οι τύποι σε <i>αε</i> συναιρούνται σε <i>η</i> όχι <i>α</i>, όπως στο [[πεινάω]]), γʹ ενικ. <i>διψῇ</i>, απαρ. <i>διψῆν</i>, γʹ ενικ. παρατ. <i>ἐδίψη</i>, μέλ. <i>διψήσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐδίψησα</i>, παρακ. <i>δεδίψηκα</i> ([[δίψα]])·<br /><b class="num">1.</b> [[διψώ]], διψάων [ᾱ], σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για το [[έδαφος]], είμαι διψασμένος, είμαι [[στεγνός]], [[ξηρός]], [[άνυδρος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., «[[διψώ]]», [[επιθυμώ]] [[σφόδρα]] ένα [[πράγμα]], με γεν., σε Πλάτ.· [[έπειτα]] με αιτ., σε Ανθ., Κ.Δ.· με απαρ., [[επιθυμώ]] να πράξω, σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''διψάω:''' (inf. [[διψῆν]])<br /><b class="num">1)</b> томиться жаждой, хотеть пить Hom., Aesch., Arst.: [[διψῆν]] ὑδάτων Her. страдать от отсутствия воды;<br /><b class="num">2)</b> жаждать, страстно желать ([[ἄλλου]] Pind.; | |elrutext='''διψάω:''' (inf. [[διψῆν]])<br /><b class="num">1)</b> [[томиться жаждой]], [[хотеть пить]] Hom., Aesch., Arst.: [[διψῆν]] ὑδάτων Her. страдать от отсутствия воды;<br /><b class="num">2)</b> [[жаждать]], [[страстно желать]] ([[ἄλλου]] Pind.; [[ἐλευθερία]]ς Plat.; [[φιλοσοφία]]ς Arst.; [[τιμῆς]] Plut.; τἢν [[δικαιοσύνη]]ν NT). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |