γλῶσσα: Difference between revisions

m
Text replacement - "πᾱσα" to "πᾶσα"
m (Text replacement - "(s. v.l.)" to "(s.v.l.)")
m (Text replacement - "πᾱσα" to "πᾶσα")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[γλῶσσα]] και [[γλῶττα]])<br /><b>1.</b> όργανο [[μέσα]] στη στοματική [[κοιλότητα]], που χρησιμεύει για τη [[γεύση]], την [[κατάποση]] και την [[άρθρωση]] τών φθόγγων<br /><b>2.</b> όργανο του λόγου («η [[γλώσσα]] της διάνοιας»)<br /><b>3.</b> το [[σύνολο]] λέξεων και εκφράσεων ενός λαού που ανήκει στο ίδιο [[έθνος]] ή μιας ομάδας ανθρώπων με ιδιαίτερο σύνδεσμο [[μεταξύ]] τους («αγγλική [[γλώσσα]]», «λατινική [[γλώσσα]]» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>4.</b> [[διάλεκτος]]<br /><b>5.</b> [[γλώσσημα]], άχρηστη ή [[ξένη]] [[λέξη]] που χρειάζεται [[εξήγηση]]<br /><b>6.</b> [[οτιδήποτε]] έχει [[σχήμα]] γλώσσας («[[γλώσσα]] παπουτσιού», «[[γλώσσα]] φωτιάς» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τρόπος]] εκφράσεως, γλωσσικό ύφος («ποιητική [[γλώσσα]]», «στρυφνή [[γλώσσα]]» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μέσα]] και τρόποι ([[εκτός]] από την [[άρθρωση]] λέξεων) συνεννοήσεως («η [[γλώσσα]] τών ματιών», «η [[γλώσσα]] τών λουλουδιών» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>3.</b> [[φάση]] που εμφανίζεται [[κατά]] την [[εξέλιξη]] μιας γλώσσας και διαφέρει από τις προηγούμενες και επόμενες [[κατά]] ορισμένα γνωρίσματα (μορφολογικά, λεκτικά <b>κ.ά.</b>) («[[καθαρεύουσα]]», «[[δημοτική]]» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>4.</b> [[γλώσσα]] που μιλιέται και γράφεται από κύκλο ανθρώπων ορισμένης επιστήμης ή επαγγέλματος («νομική, ιατρική, μαθηματική κ.λπ. [[γλώσσα]]»)<br /><b>5.</b> [[αυθάδεια]], [[αθυροστομία]], [[φλυαρία]]<br /><b>6.</b> ([[αρχιτεκτονική]]) [[κόσμημα]] σε [[σχήμα]] γλώσσας φιδιού που χωρίζει τα ωά του εχίνου<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «[[βγάζω]] τη [[γλώσσα]] μου» — [[κοροϊδεύω]]<br />β) «δάγκωσε ή φάε τη [[γλώσσα]] σου» — [[προτροπή]] για [[σιωπή]] [[προς]] αυτούς που προλέγουν [[κακά]]<br />γ) δεν [[είμαι]] [[κύριος]] της γλώσσας μου» — [[είμαι]] [[αθυρόστομος]] ή [[αυθάδης]]<br />δ) «δένεται η [[γλώσσα]] μου» — δεν [[μπορώ]] να μιλήσω, αποστομώνομαι από [[αμηχανία]] ή [[ντροπή]]<br />ε) «έχω [[μακριά]] [[γλώσσα]] ή μια [[σπιθαμή]] [[γλώσσα]] ή [[βγάζω]] [[γλώσσα]]» — [[είμαι]] [[προπετής]], [[αυθάδης]]<br />στ) η [[γλώσσα]] μου [[είναι]] [[ψαλίδι]] ή [[ροδάνι]] ή [[σπαθί]]» — [[είμαι]] [[εύγλωττος]] ή ([[φλύαρος]])<br />ζ) «η [[γλώσσα]] μου στάζει [[μέλι]] ή [[φαρμάκι]]» — [[είμαι]] πολύ [[ευπροσήγορος]] ή [[δηκτικός]]<br />η) «λύνεται η [[γλώσσα]] μου» — [[αρχίζω]] να [[μιλώ]] ή να [[φλυαρώ]]<br />θ) «μάλλιασε ή έβγαλε μαλλιά η [[γλώσσα]] μου» — κουράστηκα να [[συμβουλεύω]] ή να [[επαναλαμβάνω]] [[κάτι]]<br />ι) «μού βγαίνει η [[γλώσσα]] (μια [[σπιθαμή]])» — υποβάλλομαι σε υπερβολική [[κούραση]]<br />ια) «να καταπιείς τη [[γλώσσα]] σου» — να μη μιλήσεις [[καθόλου]]<br />ιβ) «οι κακές γλώσσες» — οι συκοφάντες, οι κακόγλωσσοι<br /><b>μσν.</b><br />[[πληροφορία]]<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. 1. [[έθνος]], [[λαός]]<br /><b>2.</b> [[ρήτορας]]<br /><b>3.</b> [[σφήνα]] (από χρυσό)<br /><b>4.</b> ([[μουσική]]) [[γλωττίδα]] του αυλού<br />II. <b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «ἀπὸ γλώσσης» <br />α) με [[ελευθεροστομία]], με [[ειλικρίνεια]] του λόγου<br />β) [[προφορικά]], με το [[στόμα]]<br /><b>2.</b> «γλῶσσαν [[ἵημι]]» — [[μιλώ]] μια [[γλώσσα]] ή διάλεκτο<br /><b>3.</b> «ἐν κερτομίοις γλώσσαις» — με υβριστική [[γλώσσα]]<br /><b>4.</b> «κακιὰ [[γλῶσσα]]» — [[συκοφαντία]]<br /><b>5.</b> «οὐκ ἀπὸ γλώσσης» — όχι με απλό λόγο του στόματος [[αλλά]] με επιχειρήματα<br /><b>6.</b> «πᾱσαν γλῶτταν βασάνιζε» — δοκίμαζε [[κάθε]] [[τέχνη]] της γλώσσας<br /><b>7.</b> «πᾱσαν [[ἵημι]] γλῶσσαν» — [[μιλώ]] [[χωρίς]] περιορισμούς, ελεύθερα<br /><b>8.</b> «τὰ γλώσσης ἄπο» — τα [[λόγια]] μας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>γλωχ</i>- ([[πρβλ]]. [[γλωξ]], πληθ. <i>γλώχες</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>Υά</i>. Η λ. [[γλώσσα]] που σήμαινε αρχικά το γνωστό όργανο του στόματος από την [[Οδύσσεια]] και [[μετά]] δήλωνε και τον λόγο, την [[ομιλία]]. Αργότερα η λ. έλαβε πολλές σημασίες και χρήσεις, όπως «δερμάτινο [[λουρί]] του παπουτσιού», «[[γλωττίδα]] του αυλού» κ.ά. πιθ. από λόγους οικονομίας της γλώσσας ή για [[εκφραστικότητα]].Παράγωγα και [[σύνθετα]] της λέξης [[γλώσσα]]:<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[γλωσσάριο]](<i>ν</i>), [[γλώσσημα]], <i>γλωσσίδιο</i>(<i>ν</i>), [[γλωσσικός]], [[γλωσσώδης]], [[γλωττίδα]]<br />(AM [[γλωττίς]])<br /><b>αρχ.</b><br />[[γλωττίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γλωσσάκι]], [[γλωσσαράς]], [[γλωσσάς]], [[γλωσσεύω]], [[γλωσσιά]], [[γλωσσίτης]], [[γλωσσίτιδα]], [[γλωσσίτσα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b><br /><b>A' ΣΥΝΘ.</b> [[γλώσσαλγος]] (και Α <i>γλώσσαργος</i>), [[γλωσσογράφος]], [[γλωσσοειδής]], [[γλωσσοκάτοχο]](<i>ν</i>), [[γλωσσολαλία]], [[γλωσσοτομία]], [[γλωσσοτομώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[γλωσσόπετρα]], [[γλωσσοχαριτώ]], [[γλωτταργία]], [[γλωττοδεψώ]], [[γλωττοποιώ]], [[γλωττοστροφώ]]<br />(αρχ.- μσν.) [[γλωσσόκομον]], [[γλωσσότμητος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[γλωσσοδεμένος]], [[γλωσσοκηλόκομπος]], [[γλωσσόκομος]], [[γλωσσοπύρσευτος]], [[γλωσσοπυρσόμορφος]], [[γλωσσοτέχνης]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[γλωσσόμορφος]], [[γλωσσοπέδη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γλωσσαμύντορας]], [[γλωσσεκτομή]], [[γλωσσοβολώ]], [[γλωσσογεωγραφία]], [[γλωσσογνωσία]], [[γλωσσογονία]], [[γλωσσοδέρνω]], [[γλωσσοδέτης]], [[γλωσσοδέτι]], [[γλωσσοδιδάσκαλος]], [[γλωσσοδίφης]], [[γλωσσοδύνη]], <i>γλωσσοελκυστήριος</i>, <i>γλωσσοεπιγλωττιδικός</i>, [[γλωσσοκαθαριστής]], [[γλωσσοκήλη]], [[γλωσσοκομπιάζω]], [[γλωσσόκομπο]], [[γλωσσοκοπανώ]] και <i>γλωσσοκοπανίζω</i>, [[γλωσσοκοπώ]], <i>γλωσσολαδή</i> και <i>γλωσσολαβίδα</i>, [[γλωσσολάλος]], [[γλωσσολογία]], [[γλωσσολόγιο]], [[γλωσσολόγος]], [[γλωσσολύτης]], [[γλωσσομαθής]], [[γλωσσομανής]], <i>γλωσσομίκτης</i>, <i>γλωσσομιξία</i>, [[γλωσσονόμος]], [[γλωσσοπάθεια]], [[γλωσσοπέταλος]], [[γλωσσοπλάστης]], [[γλωσσοπληγία]], [[γλωσσοπρόφερτος]], [[γλωσσόπτωση]], [[γλωσσόραμμα]], [[γλωσσοτρώγω]], [[γλωσσοϋπερώιος]], <i>γλωσσοφαγιά</i>, [[γλωσσοφάγωμα]], [[γλωσσοφαρυγγικός]], [[γλωσσοφόρος]], [[γλωσσοφυτία]], [[γλωσσόφωνο]].<br /><b>B' ΣΥΝΘ.</b> [[άγλωσσος]] (Α και -<i>ττος</i>), [[αλλόγλωσσος]], [[βαρβαρόγλωσσος]], [[βραδύγλωσσος]] (Α και -<i>ττος</i>), [[δίγλωσσος]] (Α και -<i>ττος</i>), [[ετερόγλωσσος]] (Α και -<i>ττος</i>), [[εύγλωττος]], [[ηδύγλωσσος]], [[κακόγλωσσος]], [[ομόγλωσσος]](Α και -<i>ττος</i>), [[πολύγλωσσος]] (Α και -<i>ττος</i>), [[πικρόγλωσσος]], [[ταχύγλωσσος]], <b>αρχ.</b> [[αγκυλόγλωσσος]], [[αθυρόγλωττος]], [[αλιγύγλωσσος]], [[αμφίγλωσσος]], [[αμφοτερόγλωσσος]], <i>ανθρωπόγλωττος</i>, [[βαθύγλωσσος]], [[βαρύγλωσσος]], [[βούγλωσσος]], <i>έγγλωττος</i>, [[ελευθερόγλωσσος]], [[επτάγλωσσος]], <i>ευθύγλωττος</i>, [[θεόγλωσσος]], [[θηλύγλωσσος]], [[ιδιόγλωσσος]], [[ιερόγλωσσος]], [[κατάγλωττος]], [[κυνόγλωσσος]], [[λειόγλωσσος]], [[λιπόγλωσσος]], [[μελίγλωσσος]], [[μιαρόγλωσσος]], [[παλίγγλωσσος]], [[περίγλωσσος]], <i>πλατύγλωττος</i>, [[πρόγλωσσος]], [[τανύγλωσσος]], [[υπόγλωσσος]], [[χρυσόγλωσσος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αηδονόγλωσσα</i>, <i>βοϊδόγλωσσα</i>, [[βρομόγλωσσα]], <i>γλυκόγλωσσος</i>, [[ελληνόγλωσσος]], [[εξώγλωσσος]], [[καθαρόγλωσσος]], <i>κακόγλωσσα</i>, [[καλόγλωσσος]], [[κουτσόγλωσσος]], <i>λεξίγλωσσα</i>, [[μικρόγλωσσος]], <i>μιμόγλωσσα</i>, [[μονόγλωσσος]], <i>ξενόγλωσσα</i>, [[ξενόγλωσσος]], <i>παλιόγλωσσα</i>, [[πεντάγλωσσος]], <i>πικρόγλωσσα</i>, [[ριπιδόγλωσσα]], [[τετράγλωσσος]], [[τρίγλωσσος]], [[φαρμακόγλωσσα]], [[φιδόγλωσσα]], <i>χαδιαρόγλωσσα</i>, [[χυδαιόγλωσσος]], [[ψαλιδόγλωσσος]]].
|mltxt=η (AM [[γλῶσσα]] και [[γλῶττα]])<br /><b>1.</b> όργανο [[μέσα]] στη στοματική [[κοιλότητα]], που χρησιμεύει για τη [[γεύση]], την [[κατάποση]] και την [[άρθρωση]] τών φθόγγων<br /><b>2.</b> όργανο του λόγου («η [[γλώσσα]] της διάνοιας»)<br /><b>3.</b> το [[σύνολο]] λέξεων και εκφράσεων ενός λαού που ανήκει στο ίδιο [[έθνος]] ή μιας ομάδας ανθρώπων με ιδιαίτερο σύνδεσμο [[μεταξύ]] τους («αγγλική [[γλώσσα]]», «λατινική [[γλώσσα]]» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>4.</b> [[διάλεκτος]]<br /><b>5.</b> [[γλώσσημα]], άχρηστη ή [[ξένη]] [[λέξη]] που χρειάζεται [[εξήγηση]]<br /><b>6.</b> [[οτιδήποτε]] έχει [[σχήμα]] γλώσσας («[[γλώσσα]] παπουτσιού», «[[γλώσσα]] φωτιάς» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τρόπος]] εκφράσεως, γλωσσικό ύφος («ποιητική [[γλώσσα]]», «στρυφνή [[γλώσσα]]» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μέσα]] και τρόποι ([[εκτός]] από την [[άρθρωση]] λέξεων) συνεννοήσεως («η [[γλώσσα]] τών ματιών», «η [[γλώσσα]] τών λουλουδιών» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>3.</b> [[φάση]] που εμφανίζεται [[κατά]] την [[εξέλιξη]] μιας γλώσσας και διαφέρει από τις προηγούμενες και επόμενες [[κατά]] ορισμένα γνωρίσματα (μορφολογικά, λεκτικά <b>κ.ά.</b>) («[[καθαρεύουσα]]», «[[δημοτική]]» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>4.</b> [[γλώσσα]] που μιλιέται και γράφεται από κύκλο ανθρώπων ορισμένης επιστήμης ή επαγγέλματος («νομική, ιατρική, μαθηματική κ.λπ. [[γλώσσα]]»)<br /><b>5.</b> [[αυθάδεια]], [[αθυροστομία]], [[φλυαρία]]<br /><b>6.</b> ([[αρχιτεκτονική]]) [[κόσμημα]] σε [[σχήμα]] γλώσσας φιδιού που χωρίζει τα ωά του εχίνου<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «[[βγάζω]] τη [[γλώσσα]] μου» — [[κοροϊδεύω]]<br />β) «δάγκωσε ή φάε τη [[γλώσσα]] σου» — [[προτροπή]] για [[σιωπή]] [[προς]] αυτούς που προλέγουν [[κακά]]<br />γ) δεν [[είμαι]] [[κύριος]] της γλώσσας μου» — [[είμαι]] [[αθυρόστομος]] ή [[αυθάδης]]<br />δ) «δένεται η [[γλώσσα]] μου» — δεν [[μπορώ]] να μιλήσω, αποστομώνομαι από [[αμηχανία]] ή [[ντροπή]]<br />ε) «έχω [[μακριά]] [[γλώσσα]] ή μια [[σπιθαμή]] [[γλώσσα]] ή [[βγάζω]] [[γλώσσα]]» — [[είμαι]] [[προπετής]], [[αυθάδης]]<br />στ) η [[γλώσσα]] μου [[είναι]] [[ψαλίδι]] ή [[ροδάνι]] ή [[σπαθί]]» — [[είμαι]] [[εύγλωττος]] ή ([[φλύαρος]])<br />ζ) «η [[γλώσσα]] μου στάζει [[μέλι]] ή [[φαρμάκι]]» — [[είμαι]] πολύ [[ευπροσήγορος]] ή [[δηκτικός]]<br />η) «λύνεται η [[γλώσσα]] μου» — [[αρχίζω]] να [[μιλώ]] ή να [[φλυαρώ]]<br />θ) «μάλλιασε ή έβγαλε μαλλιά η [[γλώσσα]] μου» — κουράστηκα να [[συμβουλεύω]] ή να [[επαναλαμβάνω]] [[κάτι]]<br />ι) «μού βγαίνει η [[γλώσσα]] (μια [[σπιθαμή]])» — υποβάλλομαι σε υπερβολική [[κούραση]]<br />ια) «να καταπιείς τη [[γλώσσα]] σου» — να μη μιλήσεις [[καθόλου]]<br />ιβ) «οι κακές γλώσσες» — οι συκοφάντες, οι κακόγλωσσοι<br /><b>μσν.</b><br />[[πληροφορία]]<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. 1. [[έθνος]], [[λαός]]<br /><b>2.</b> [[ρήτορας]]<br /><b>3.</b> [[σφήνα]] (από χρυσό)<br /><b>4.</b> ([[μουσική]]) [[γλωττίδα]] του αυλού<br />II. <b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «ἀπὸ γλώσσης» <br />α) με [[ελευθεροστομία]], με [[ειλικρίνεια]] του λόγου<br />β) [[προφορικά]], με το [[στόμα]]<br /><b>2.</b> «γλῶσσαν [[ἵημι]]» — [[μιλώ]] μια [[γλώσσα]] ή διάλεκτο<br /><b>3.</b> «ἐν κερτομίοις γλώσσαις» — με υβριστική [[γλώσσα]]<br /><b>4.</b> «κακιὰ [[γλῶσσα]]» — [[συκοφαντία]]<br /><b>5.</b> «οὐκ ἀπὸ γλώσσης» — όχι με απλό λόγο του στόματος [[αλλά]] με επιχειρήματα<br /><b>6.</b> «πᾶσαν γλῶτταν βασάνιζε» — δοκίμαζε [[κάθε]] [[τέχνη]] της γλώσσας<br /><b>7.</b> «πᾶσαν [[ἵημι]] γλῶσσαν» — [[μιλώ]] [[χωρίς]] περιορισμούς, ελεύθερα<br /><b>8.</b> «τὰ γλώσσης ἄπο» — τα [[λόγια]] μας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>γλωχ</i>- ([[πρβλ]]. [[γλωξ]], πληθ. <i>γλώχες</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>Υά</i>. Η λ. [[γλώσσα]] που σήμαινε αρχικά το γνωστό όργανο του στόματος από την [[Οδύσσεια]] και [[μετά]] δήλωνε και τον λόγο, την [[ομιλία]]. Αργότερα η λ. έλαβε πολλές σημασίες και χρήσεις, όπως «δερμάτινο [[λουρί]] του παπουτσιού», «[[γλωττίδα]] του αυλού» κ.ά. πιθ. από λόγους οικονομίας της γλώσσας ή για [[εκφραστικότητα]].Παράγωγα και [[σύνθετα]] της λέξης [[γλώσσα]]:<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[γλωσσάριο]](<i>ν</i>), [[γλώσσημα]], <i>γλωσσίδιο</i>(<i>ν</i>), [[γλωσσικός]], [[γλωσσώδης]], [[γλωττίδα]]<br />(AM [[γλωττίς]])<br /><b>αρχ.</b><br />[[γλωττίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γλωσσάκι]], [[γλωσσαράς]], [[γλωσσάς]], [[γλωσσεύω]], [[γλωσσιά]], [[γλωσσίτης]], [[γλωσσίτιδα]], [[γλωσσίτσα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b><br /><b>A' ΣΥΝΘ.</b> [[γλώσσαλγος]] (και Α <i>γλώσσαργος</i>), [[γλωσσογράφος]], [[γλωσσοειδής]], [[γλωσσοκάτοχο]](<i>ν</i>), [[γλωσσολαλία]], [[γλωσσοτομία]], [[γλωσσοτομώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[γλωσσόπετρα]], [[γλωσσοχαριτώ]], [[γλωτταργία]], [[γλωττοδεψώ]], [[γλωττοποιώ]], [[γλωττοστροφώ]]<br />(αρχ.- μσν.) [[γλωσσόκομον]], [[γλωσσότμητος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[γλωσσοδεμένος]], [[γλωσσοκηλόκομπος]], [[γλωσσόκομος]], [[γλωσσοπύρσευτος]], [[γλωσσοπυρσόμορφος]], [[γλωσσοτέχνης]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[γλωσσόμορφος]], [[γλωσσοπέδη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γλωσσαμύντορας]], [[γλωσσεκτομή]], [[γλωσσοβολώ]], [[γλωσσογεωγραφία]], [[γλωσσογνωσία]], [[γλωσσογονία]], [[γλωσσοδέρνω]], [[γλωσσοδέτης]], [[γλωσσοδέτι]], [[γλωσσοδιδάσκαλος]], [[γλωσσοδίφης]], [[γλωσσοδύνη]], <i>γλωσσοελκυστήριος</i>, <i>γλωσσοεπιγλωττιδικός</i>, [[γλωσσοκαθαριστής]], [[γλωσσοκήλη]], [[γλωσσοκομπιάζω]], [[γλωσσόκομπο]], [[γλωσσοκοπανώ]] και <i>γλωσσοκοπανίζω</i>, [[γλωσσοκοπώ]], <i>γλωσσολαδή</i> και <i>γλωσσολαβίδα</i>, [[γλωσσολάλος]], [[γλωσσολογία]], [[γλωσσολόγιο]], [[γλωσσολόγος]], [[γλωσσολύτης]], [[γλωσσομαθής]], [[γλωσσομανής]], <i>γλωσσομίκτης</i>, <i>γλωσσομιξία</i>, [[γλωσσονόμος]], [[γλωσσοπάθεια]], [[γλωσσοπέταλος]], [[γλωσσοπλάστης]], [[γλωσσοπληγία]], [[γλωσσοπρόφερτος]], [[γλωσσόπτωση]], [[γλωσσόραμμα]], [[γλωσσοτρώγω]], [[γλωσσοϋπερώιος]], <i>γλωσσοφαγιά</i>, [[γλωσσοφάγωμα]], [[γλωσσοφαρυγγικός]], [[γλωσσοφόρος]], [[γλωσσοφυτία]], [[γλωσσόφωνο]].<br /><b>B' ΣΥΝΘ.</b> [[άγλωσσος]] (Α και -<i>ττος</i>), [[αλλόγλωσσος]], [[βαρβαρόγλωσσος]], [[βραδύγλωσσος]] (Α και -<i>ττος</i>), [[δίγλωσσος]] (Α και -<i>ττος</i>), [[ετερόγλωσσος]] (Α και -<i>ττος</i>), [[εύγλωττος]], [[ηδύγλωσσος]], [[κακόγλωσσος]], [[ομόγλωσσος]](Α και -<i>ττος</i>), [[πολύγλωσσος]] (Α και -<i>ττος</i>), [[πικρόγλωσσος]], [[ταχύγλωσσος]], <b>αρχ.</b> [[αγκυλόγλωσσος]], [[αθυρόγλωττος]], [[αλιγύγλωσσος]], [[αμφίγλωσσος]], [[αμφοτερόγλωσσος]], <i>ανθρωπόγλωττος</i>, [[βαθύγλωσσος]], [[βαρύγλωσσος]], [[βούγλωσσος]], <i>έγγλωττος</i>, [[ελευθερόγλωσσος]], [[επτάγλωσσος]], <i>ευθύγλωττος</i>, [[θεόγλωσσος]], [[θηλύγλωσσος]], [[ιδιόγλωσσος]], [[ιερόγλωσσος]], [[κατάγλωττος]], [[κυνόγλωσσος]], [[λειόγλωσσος]], [[λιπόγλωσσος]], [[μελίγλωσσος]], [[μιαρόγλωσσος]], [[παλίγγλωσσος]], [[περίγλωσσος]], <i>πλατύγλωττος</i>, [[πρόγλωσσος]], [[τανύγλωσσος]], [[υπόγλωσσος]], [[χρυσόγλωσσος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αηδονόγλωσσα</i>, <i>βοϊδόγλωσσα</i>, [[βρομόγλωσσα]], <i>γλυκόγλωσσος</i>, [[ελληνόγλωσσος]], [[εξώγλωσσος]], [[καθαρόγλωσσος]], <i>κακόγλωσσα</i>, [[καλόγλωσσος]], [[κουτσόγλωσσος]], <i>λεξίγλωσσα</i>, [[μικρόγλωσσος]], <i>μιμόγλωσσα</i>, [[μονόγλωσσος]], <i>ξενόγλωσσα</i>, [[ξενόγλωσσος]], <i>παλιόγλωσσα</i>, [[πεντάγλωσσος]], <i>πικρόγλωσσα</i>, [[ριπιδόγλωσσα]], [[τετράγλωσσος]], [[τρίγλωσσος]], [[φαρμακόγλωσσα]], [[φιδόγλωσσα]], <i>χαδιαρόγλωσσα</i>, [[χυδαιόγλωσσος]], [[ψαλιδόγλωσσος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm