ἡνία: Difference between revisions

No change in size ,  13 June 2022
m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - "\/" to "/")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (Α [[ἡνία]], δωρ. τ. ἁνία)<br /><b>1.</b> [[ηνίο]], [[χαλινός]], [[χαλινάρι]], [[γκέμι]] («πρὸς ἡνίας μάχεσθαι», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[διακυβέρνηση]], [[διεύθυνση]], [[διοίκηση]] («μὴ παραλαβοῡσαι τῆς πόλεως τὰς ἡνίας», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> δερμάτινο [[λουρί]] με το οποίο έδεναν τα υποδήματα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> <b>στρ.</b> «ἐφ' ἡνίαν» — [[προς]] τα αριστερά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀννία</i>, με [[απλοποίηση]] τών δύο -<i>ν</i>- και [[αντέκταση]] του <i>α</i>- σε <i>η</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνσία</i>, με [[αφομοίωση]]. Η [[δασύτητα]] της λ. δεν ερμηνεύεται με [[βεβαιότητα]] και [[μάλλον]] δεν [[είναι]] αρχική. Ο τ. συνδέεται με μσν. ιρλ. <i>ē</i>(<i>i</i>)<i>si</i>, ενώ η [[συσχέτιση]] με λατ. <i>ā</i><i>nsa</i> «[[λαβή]]» και λιθ. <i>ā</i><i>sa</i>, με την [[ίδια]] [[σημασία]], δεν φαίνεται πολύ πειστική. Η λ. απαντά στην ιων.-αττ. στο θηλ. πληθ. (<i>ἡνίαι</i>), και στον Όμηρο στο ουδ. πληθ. ([[ἡνία]]) [[προφανώς]] για μετρικούς λόγους. Ο τ. όμως <i>ἡνίαι</i> επιβεβαιώνεται ως [[αρχικός]] από μυκηναϊκή <i>a</i>-<i>ni</i>-<i>ja</i> «[[ηνία]]» και οργανική πληθ. <i>a</i>-<i>ni</i>-<i>ja</i>-<i>pi</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ηνιακός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[ηνίοχος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ηνιοποιός]], [[ηνιορράφος]], [[ηνιόστροφος]], [[ηνιοστρόφος]]<br />(Β συνθετικό) [[ευήνιος]], [[δυσήνιος]], [[πειθήνιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανήνιος]], [[φιλήνιος]], [[χρυσήνιος]].<br /><b>(II)</b><br />τα (AM [[ἡνία]], Α δωρ. τ. ἁνία)<br />πληθ. του [[ηνίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[ηνία]], <i>η</i>].
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (Α [[ἡνία]], δωρ. τ. ἁνία)<br /><b>1.</b> [[ηνίο]], [[χαλινός]], [[χαλινάρι]], [[γκέμι]] («πρὸς ἡνίας μάχεσθαι», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[διακυβέρνηση]], [[διεύθυνση]], [[διοίκηση]] («μὴ παραλαβοῦσαι τῆς πόλεως τὰς ἡνίας», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> δερμάτινο [[λουρί]] με το οποίο έδεναν τα υποδήματα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> <b>στρ.</b> «ἐφ' ἡνίαν» — [[προς]] τα αριστερά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀννία</i>, με [[απλοποίηση]] τών δύο -<i>ν</i>- και [[αντέκταση]] του <i>α</i>- σε <i>η</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνσία</i>, με [[αφομοίωση]]. Η [[δασύτητα]] της λ. δεν ερμηνεύεται με [[βεβαιότητα]] και [[μάλλον]] δεν [[είναι]] αρχική. Ο τ. συνδέεται με μσν. ιρλ. <i>ē</i>(<i>i</i>)<i>si</i>, ενώ η [[συσχέτιση]] με λατ. <i>ā</i><i>nsa</i> «[[λαβή]]» και λιθ. <i>ā</i><i>sa</i>, με την [[ίδια]] [[σημασία]], δεν φαίνεται πολύ πειστική. Η λ. απαντά στην ιων.-αττ. στο θηλ. πληθ. (<i>ἡνίαι</i>), και στον Όμηρο στο ουδ. πληθ. ([[ἡνία]]) [[προφανώς]] για μετρικούς λόγους. Ο τ. όμως <i>ἡνίαι</i> επιβεβαιώνεται ως [[αρχικός]] από μυκηναϊκή <i>a</i>-<i>ni</i>-<i>ja</i> «[[ηνία]]» και οργανική πληθ. <i>a</i>-<i>ni</i>-<i>ja</i>-<i>pi</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ηνιακός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[ηνίοχος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ηνιοποιός]], [[ηνιορράφος]], [[ηνιόστροφος]], [[ηνιοστρόφος]]<br />(Β συνθετικό) [[ευήνιος]], [[δυσήνιος]], [[πειθήνιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανήνιος]], [[φιλήνιος]], [[χρυσήνιος]].<br /><b>(II)</b><br />τα (AM [[ἡνία]], Α δωρ. τ. ἁνία)<br />πληθ. του [[ηνίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[ηνία]], <i>η</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm