ἔμφρων: Difference between revisions

m
Text replacement - "Ζεὺς" to "Ζεὺς"
mNo edit summary
m (Text replacement - "Ζεὺς" to "Ζεὺς")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔμφρων''': -ον, γεν. -ονος, (φρὴν) [[ἐχέφρων]], [[συνετός]], [[φρόνιμος]], ἔχων τὰς φρένας του· - καὶ τοῦτο κατ’ ἀντίθεσιν, 1) πρὸς παράφρονα, σὲ [[Ζεὺς]] τίθησιν ἔμφρονα, σὲ φέρει εἰς τὰς φρένας σου ([[ἔνθα]] ὁ Ἕρμαννος προτείνει ἔγκυον, ὁ δὲ Μαδβίγιος τίθησ’ ἐγκύμονα), Αἰσχύλ. Προμ. 848· [[ἔμφρων]] [[εἰμὶ]] ὁ αὐτ. Χο. 1026· [[ἔμφρων]] καθίσταμαι Σοφ. Αἴ. 306· ποιητὴς... οὐκ [[ἔμφρων]] ἐστὶν Πλάτ. Νόμ. 719C· ἀντὶ μανικῶν... ἕξεις ἔμφρονας ἔχειν [[αὐτόθι]] 791Β., 3) ἐπὶ ἀποθνήσκοντος, ἔτ’ [[ἔμφρων]] Σοφ. Ἀντ. 1237, πρβλ. Ἀντιφῶντα 118. 10· ἔμφρ. γίγνεσθαι, ἀναλαμβάνειν ἐκ λιποθυμίας ἢ ληθαργίας, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 137· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ κοιμωμένου, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 129. ΙΙ. [[λογικός]], μὲ νοῦν, ζῷα Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 4: - οὕτω καὶ ζωή, [[βίος]] [[ἔμφρων]] Πλάτ. Πολ. 521Α, Τίμ. 36Ε· ἡ πρεσβυτῶν ἔμφρ. παιδιὰ ὁ αὐτ. Νόμ. 769Α· [[τέχνη]] ἐμφρονεστέρα Ἀριστ. Ρητ. 1. 4, 4. 2) [[νουνεχής]], [[συνετός]], [[φρόνιμος]], Θέογν. 1122, Πινδ. Ο. 9, 113, Σοφ. Ο. Τ. 436· ἔμφ. [[σωφροσύνη]] Θουκ. 1. 84· ἔμφρ. [[περί]] τι, συνετὸς [[περί]] τι, Πλάτ. Νόμ. 809D· τῶν δημιουργῶν ἢ τῶν ἄλλων τῶν ἐμφρόνων ἀνδρῶν, τῶν πεπειραμένων, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππάρχῳ 226D: - Ἐπίρρ. ἐμφρόνως, συνετῶς, φρονίμως, ὁ αὐτ. Πολ. 396C, κ. ἀλλ., Ἀντιφάν. ἐν «Ἡνιόχῳ» 1: Ὑπερθ. ἐμφρονέστατα, Πλουτ. Ἀντών. 14.
|lstext='''ἔμφρων''': -ον, γεν. -ονος, (φρὴν) [[ἐχέφρων]], [[συνετός]], [[φρόνιμος]], ἔχων τὰς φρένας του· - καὶ τοῦτο κατ’ ἀντίθεσιν, 1) πρὸς παράφρονα, σὲ [[Ζεύς|Ζεὺς]] τίθησιν ἔμφρονα, σὲ φέρει εἰς τὰς φρένας σου ([[ἔνθα]] ὁ Ἕρμαννος προτείνει ἔγκυον, ὁ δὲ Μαδβίγιος τίθησ’ ἐγκύμονα), Αἰσχύλ. Προμ. 848· [[ἔμφρων]] [[εἰμὶ]] ὁ αὐτ. Χο. 1026· [[ἔμφρων]] καθίσταμαι Σοφ. Αἴ. 306· ποιητὴς... οὐκ [[ἔμφρων]] ἐστὶν Πλάτ. Νόμ. 719C· ἀντὶ μανικῶν... ἕξεις ἔμφρονας ἔχειν [[αὐτόθι]] 791Β., 3) ἐπὶ ἀποθνήσκοντος, ἔτ’ [[ἔμφρων]] Σοφ. Ἀντ. 1237, πρβλ. Ἀντιφῶντα 118. 10· ἔμφρ. γίγνεσθαι, ἀναλαμβάνειν ἐκ λιποθυμίας ἢ ληθαργίας, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 137· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ κοιμωμένου, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 129. ΙΙ. [[λογικός]], μὲ νοῦν, ζῷα Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 4: - οὕτω καὶ ζωή, [[βίος]] [[ἔμφρων]] Πλάτ. Πολ. 521Α, Τίμ. 36Ε· ἡ πρεσβυτῶν ἔμφρ. παιδιὰ ὁ αὐτ. Νόμ. 769Α· [[τέχνη]] ἐμφρονεστέρα Ἀριστ. Ρητ. 1. 4, 4. 2) [[νουνεχής]], [[συνετός]], [[φρόνιμος]], Θέογν. 1122, Πινδ. Ο. 9, 113, Σοφ. Ο. Τ. 436· ἔμφ. [[σωφροσύνη]] Θουκ. 1. 84· ἔμφρ. [[περί]] τι, συνετὸς [[περί]] τι, Πλάτ. Νόμ. 809D· τῶν δημιουργῶν ἢ τῶν ἄλλων τῶν ἐμφρόνων ἀνδρῶν, τῶν πεπειραμένων, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππάρχῳ 226D: - Ἐπίρρ. ἐμφρόνως, συνετῶς, φρονίμως, ὁ αὐτ. Πολ. 396C, κ. ἀλλ., Ἀντιφάν. ἐν «Ἡνιόχῳ» 1: Ὑπερθ. ἐμφρονέστατα, Πλουτ. Ἀντών. 14.
}}
}}
{{bailly
{{bailly