3,273,724
edits
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
m (Text replacement - " πᾱν " to " πᾶν ") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κινώ]], οῦς, ἡ (Α)<br />(<b>δωρ. τ.</b>) [[κίνηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κιν</i>- (του <i>κινῶ</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθυμα]] <i>ώ</i> / -<i>οῦς</i> ([[πρβλ]]. [[ηχώ]], [[πειθώ]])].<br /><b>(II)</b><br />και [[κουνώ]] (AM κινῶ, -έω, Μ και κουνῶ)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] να τεθεί σε [[κίνηση]] ή σε [[λειτουργία]] ή [[σαλεύω]] [[κάτι]] (α. «η [[μηχανή]] κινείται με ηλεκτρισμό» β. «ἐβλασφήμουν αὐτὸν κινοῦν | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[κινώ]], οῦς, ἡ (Α)<br />(<b>δωρ. τ.</b>) [[κίνηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κιν</i>- (του <i>κινῶ</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθυμα]] <i>ώ</i> / -<i>οῦς</i> ([[πρβλ]]. [[ηχώ]], [[πειθώ]])].<br /><b>(II)</b><br />και [[κουνώ]] (AM κινῶ, -έω, Μ και κουνῶ)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] να τεθεί σε [[κίνηση]] ή σε [[λειτουργία]] ή [[σαλεύω]] [[κάτι]] (α. «η [[μηχανή]] κινείται με ηλεκτρισμό» β. «ἐβλασφήμουν αὐτὸν κινοῦν | ||
τες τὰς κεφαλὰς αὐτῶν», ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[μετατοπίζω]], [[μετακινώ]], [[μεταφέρω]] (α. «μείνε [[εκεί]] που είσαι, μην κινηθείς [[καθόλου]]» β. «μὴ κινείτω γῆς [[ὅρια]] [[μηδείς]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[εγείρω]], [[προκαλώ]] (α. «το [[βιβλίο]] του κίνησε το [[ενδιαφέρον]]» β. «μάς κινήθηκε η [[περιέργεια]] για το [[γεγονός]]» γ. «[[σίγα]], [[τέκνον]], μὴ κινήσῃς ἀγρίαν ὀδύνην πατρὸς ὁμόφρονος», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> [[προτρέπω]], [[παροτρύνω]] (α. «κινούμενος από μεγάλο φθόνο τον συκοφάντησε» β. «ἔτι λέγειν αὐτόν ἐκίνουν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[διαταράσσω]], [[διεγείρω]] (α. «τοὐς δ' [[εἴπερ]] τις... κινήσῃ [[ἀέκων]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ἐξ ὕπνου κινεῖν [[δέμας]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> [[επενεργώ]] ως καθαρτικό («τον κίνησε το [[φάρμακο]]»)<br /><b>7.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[ξεκινώ]], [[αναχωρώ]] («κίνησε [[πρωί]] [[πρωί]] για την [[αγορά]]»)<br /><b>8.</b> <b>μέσ.</b> <i>κινούμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />κατευθύνομαι, [[πορεύομαι]] (α. «κινείται [[προς]] Βορράν» β. «οἵδε κινοῦνται λόχοι πρὸς [[ἄστυ]] Θήβης», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κινώ]] [[αγωγή]]» — [[αρχίζω]] δικαστικό αγώνα<br />β) «κινῶ [[πάντα]] λίθον» — [[χρησιμοποιώ]] [[κάθε]] [[μέσο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ανασκαλεύω]], [[ερευνώ]] («μην κινήσεις [[άλλο]] την [[υπόθεση]], [[γιατί]] δεν θα σού βγει σε καλό»)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> α) <i>κινούμαι</i><br />[[ενεργώ]], δρω («[[πρέπει]] να κινηθείς [[μέσα]] στα επιτρεπόμενα όρια»)<br />β) <i>κινούμαι</i> και <i>κουνιέμαι</i><br />[[δείχνω]] [[ζωτικότητα]], δραστηριοποιούμαι (α. «η [[αγορά]] αυτές τις μέρες δεν κινείται πολύ» β. «κουνήσου λίγο, πέρασε η ώρα»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «κινούμενα σχέδια» — κινηματογραφημένη [[προβολή]] διαδοχικών εικόνων με σκίτσα κωμικού [[συνήθως]] περιεχομένου<br />β) «[[κινώ]] γη και ουρανό» ή «[[κινώ]] θεούς και δαίμονες» — [[κάνω]] τα [[πάντα]] για να πετύχω [[κάτι]]<br />γ) «[[κινώ]] τα νήματα» — [[είμαι]] ο [[κύριος]] και [[καθοριστικός]] [[παράγοντας]] μιας ενέργειας<br />δ) «[[κινώ]] λογαριασμό» — χρεωπιστώνω τον λογαριασμό μου στην [[τράπεζα]]<br /><b>4.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «σὺν Ἀθηνᾷ καὶ χεῖρα κίνει» — μην περιμένεις να σού έλθουν όλα έτοιμα, [[αλλά]] να προσπαθείς και ο [[ίδιος]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[αρχίζω]] [[ενέργεια]], [[επιχειρώ]] («[[κινώ]] πόλεμο»)<br /><b>2.</b> (για [[υγρό]]) [[τρέχω]], [[κυλώ]] («δάκρυα κινούν και κλαίγει», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[κινώ]] χείρα εις...» ή «κινούν τα χέρια μου εις...» — [[αρχίζω]] να [[ασχολούμαι]] με [[γράψιμο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ορμώ]], επιτίθεμαι<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «κινῶ γλῶσσαν» — [[μιλώ]]<br />β) «κινῶ λίθον» — [[ενεργώ]] εχθρικά<br />γ) «κινῶ χεῖρα» — [[απλώνω]] το [[χέρι]] για να αρπάξω [[κάτι]]<br />δ) «κινῶ (τὴν) κοιλίαν» — [[προκαλώ]] [[διάρροια]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> συνουσιάζομαι με [[γυναίκα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[μεταβάλλω]], [[αλλάζω]], [[τροποποιώ]] («πότερον βλαβερὸν ἤ [[συμφέρον]] ταῖς πόλεσι τὸ κινεῖν τοὺς πατρίους νόμους», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>(μεσοπαθ.)</b> εξεγείρομαι, [[στασιάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θίγω]] [[θέμα]], [[προκαλώ]] [[συζήτηση]] για [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[αμφισβητώ]] μια [[υπόθεση]]<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> [[αλλάζω]] [[κατάληξη]], κλίνομαι («τὰ ρήματα ἐκίνει τὸ [[τέλος]]», Απολλ. Δύσκ.)<br /><b>4.</b> (μτχ. παθ. παρακμ.) <i>κεκινημένος</i>, -<i>ένη</i>, -<i>ον</i><br />α) αυτός που κατέχεται από ψυχική [[ταραχή]], ο [[ταραγμένος]] («ὡς πρὸ τοῦ κεκινημένου τὸν σώφρονα δεῖ προαιρεῖσθαι φίλον», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) αυτός που ασχολείται με [[κάτι]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «κινῶ | τες τὰς κεφαλὰς αὐτῶν», ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[μετατοπίζω]], [[μετακινώ]], [[μεταφέρω]] (α. «μείνε [[εκεί]] που είσαι, μην κινηθείς [[καθόλου]]» β. «μὴ κινείτω γῆς [[ὅρια]] [[μηδείς]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[εγείρω]], [[προκαλώ]] (α. «το [[βιβλίο]] του κίνησε το [[ενδιαφέρον]]» β. «μάς κινήθηκε η [[περιέργεια]] για το [[γεγονός]]» γ. «[[σίγα]], [[τέκνον]], μὴ κινήσῃς ἀγρίαν ὀδύνην πατρὸς ὁμόφρονος», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> [[προτρέπω]], [[παροτρύνω]] (α. «κινούμενος από μεγάλο φθόνο τον συκοφάντησε» β. «ἔτι λέγειν αὐτόν ἐκίνουν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[διαταράσσω]], [[διεγείρω]] (α. «τοὐς δ' [[εἴπερ]] τις... κινήσῃ [[ἀέκων]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ἐξ ὕπνου κινεῖν [[δέμας]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> [[επενεργώ]] ως καθαρτικό («τον κίνησε το [[φάρμακο]]»)<br /><b>7.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[ξεκινώ]], [[αναχωρώ]] («κίνησε [[πρωί]] [[πρωί]] για την [[αγορά]]»)<br /><b>8.</b> <b>μέσ.</b> <i>κινούμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />κατευθύνομαι, [[πορεύομαι]] (α. «κινείται [[προς]] Βορράν» β. «οἵδε κινοῦνται λόχοι πρὸς [[ἄστυ]] Θήβης», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κινώ]] [[αγωγή]]» — [[αρχίζω]] δικαστικό αγώνα<br />β) «κινῶ [[πάντα]] λίθον» — [[χρησιμοποιώ]] [[κάθε]] [[μέσο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ανασκαλεύω]], [[ερευνώ]] («μην κινήσεις [[άλλο]] την [[υπόθεση]], [[γιατί]] δεν θα σού βγει σε καλό»)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> α) <i>κινούμαι</i><br />[[ενεργώ]], δρω («[[πρέπει]] να κινηθείς [[μέσα]] στα επιτρεπόμενα όρια»)<br />β) <i>κινούμαι</i> και <i>κουνιέμαι</i><br />[[δείχνω]] [[ζωτικότητα]], δραστηριοποιούμαι (α. «η [[αγορά]] αυτές τις μέρες δεν κινείται πολύ» β. «κουνήσου λίγο, πέρασε η ώρα»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «κινούμενα σχέδια» — κινηματογραφημένη [[προβολή]] διαδοχικών εικόνων με σκίτσα κωμικού [[συνήθως]] περιεχομένου<br />β) «[[κινώ]] γη και ουρανό» ή «[[κινώ]] θεούς και δαίμονες» — [[κάνω]] τα [[πάντα]] για να πετύχω [[κάτι]]<br />γ) «[[κινώ]] τα νήματα» — [[είμαι]] ο [[κύριος]] και [[καθοριστικός]] [[παράγοντας]] μιας ενέργειας<br />δ) «[[κινώ]] λογαριασμό» — χρεωπιστώνω τον λογαριασμό μου στην [[τράπεζα]]<br /><b>4.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «σὺν Ἀθηνᾷ καὶ χεῖρα κίνει» — μην περιμένεις να σού έλθουν όλα έτοιμα, [[αλλά]] να προσπαθείς και ο [[ίδιος]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[αρχίζω]] [[ενέργεια]], [[επιχειρώ]] («[[κινώ]] πόλεμο»)<br /><b>2.</b> (για [[υγρό]]) [[τρέχω]], [[κυλώ]] («δάκρυα κινούν και κλαίγει», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[κινώ]] χείρα εις...» ή «κινούν τα χέρια μου εις...» — [[αρχίζω]] να [[ασχολούμαι]] με [[γράψιμο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ορμώ]], επιτίθεμαι<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «κινῶ γλῶσσαν» — [[μιλώ]]<br />β) «κινῶ λίθον» — [[ενεργώ]] εχθρικά<br />γ) «κινῶ χεῖρα» — [[απλώνω]] το [[χέρι]] για να αρπάξω [[κάτι]]<br />δ) «κινῶ (τὴν) κοιλίαν» — [[προκαλώ]] [[διάρροια]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> συνουσιάζομαι με [[γυναίκα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[μεταβάλλω]], [[αλλάζω]], [[τροποποιώ]] («πότερον βλαβερὸν ἤ [[συμφέρον]] ταῖς πόλεσι τὸ κινεῖν τοὺς πατρίους νόμους», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>(μεσοπαθ.)</b> εξεγείρομαι, [[στασιάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θίγω]] [[θέμα]], [[προκαλώ]] [[συζήτηση]] για [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[αμφισβητώ]] μια [[υπόθεση]]<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> [[αλλάζω]] [[κατάληξη]], κλίνομαι («τὰ ρήματα ἐκίνει τὸ [[τέλος]]», Απολλ. Δύσκ.)<br /><b>4.</b> (μτχ. παθ. παρακμ.) <i>κεκινημένος</i>, -<i>ένη</i>, -<i>ον</i><br />α) αυτός που κατέχεται από ψυχική [[ταραχή]], ο [[ταραγμένος]] («ὡς πρὸ τοῦ κεκινημένου τὸν σώφρονα δεῖ προαιρεῖσθαι φίλον», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) αυτός που ασχολείται με [[κάτι]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «κινῶ πᾶν [[χρῆμα]]» — [[χρησιμοποιώ]] [[κάθε]] [[μέσο]]<br />β) «κινῶ τὰ ἀκίνητα» — αναμιγνύομαι σε ιερά πράγματα (<b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κι</i>-<i>νέF</i>-<i>ω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ki</i>-<i>neu</i>-<br />το <i>ki</i>- αποτελεί τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>kei</i>- «[[θέτω]] σε [[κίνηση]], βρίσκομαι εν κινήσει» ([[πρβλ]]. <i>κί</i>-<i>ω</i>) και το -<i>neu</i>- αποτελεί ριζική [[επαύξηση]] (το -<i>u</i>- προ φωνήεντος αντιπροσωπεύεται με -<i>F</i>-). Απαντά και [[παράλληλος]] [[ενεστωτικός]] τ. [[κίνυμαι]] <span style="color: red;"><</span> <i>κίνευμι</i>. Η [[μακρότητα]] του -<i>ι</i>- τών τ. <i>κινῶ</i> / [[κίνυμαι]] [[είναι]] δυσερμήνευτη, [[γιατί]] [[είναι]] [[προϊόν]] συνεσταλμένης βαθμίδας και θα έπρεπε να [[είναι]] βραχύ. Για την [[ερμηνεία]] αυτής της μακρότητας εικάζεται [[αναγωγή]] του θ. <i>κι</i>- τών τ. <i>κινῶ</i> / [[κίνυμαι]] σε <i>ki</i><i>ә</i><sub>2</sub>- (><i>κῑ</i>-), [[πρβλ]]. <i>ἐκίαθον</i> του <i>κίω</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κίνημα]], [[κίνηση]], [[κινητήρας]], [[κινητής]], [[κινητός]], [[κίνητρο]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[ανακινώ]], [[διακινώ]], [[εκκινώ]], [[μετακινώ]], [[παρακινώ]], [[συγκινώ]], [[υποκινώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αντικινώ]], [[αποκινώ]], <i>αυτοκινώ</i>. [[επικινώ]]. [[κατακινώ]]. [[περικινώ]]. [[προανακινώ]], [[προδιακινώ]]. [[προκινώ]], [[συμμετακινώ]], [[συμπερικινώ]], [[συνανακινώ]], [[υπανακινώ]], [[υπαποκινώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αργοκινώ</i>, <i>γοργοκινώ</i>, [[κατασυγκινώ]], [[ξανακινώ]], [[ξεκινώ]]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κινώ -οῦς, ἡ [κινέω] Dor. beweging. | |elnltext=κινώ -οῦς, ἡ [κινέω] Dor. beweging. | ||
}} | }} |