3,274,399
edits
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι") |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=( | |mltxt=([[γαμάω]] και [[γαμέω]]) (AM [[γαμῶ]], [[γαμέω]])<br />ωθώ το [[πέος]] [[μέσα]] στο γυναικείο [[αιδοίο]], τον πρωκτό ή [[άλλη]] [[κοιλότητα]] του σώματος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> [[γαμώ]] ή «θα σού γαμήσω τον, την...» — [[βρισιά]], [[βλαστήμια]] ή [[απειλή]], που εκτοξεύεται [[εναντίον]] κάποιου και θίγει τον ίδιο, [[μέλος]] του σώματός του ή της οικογένειάς του ή [[κάτι]] σεβαστό και [[ιερό]]<br /><b>2.</b> «άι γαμήσου» — [[βρισιά]] για να απαλλαγεί [[κάποιος]] από ενοχλητικό [[πρόσωπο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για άντρα) [[παντρεύομαι]]<br /><b>2.</b> [[γαμοῦμαι]] α) (για [[γυναίκα]]) [[παντρεύομαι]]<br />β) (για τους γονείς κόρης) [[παντρεύω]], [[δίνω]] ως [[νύφη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. [[γαμέω]] δεν [[είναι]] παράγωγο ονόματος, [[αλλά]] ο [[ίδιος]] με υποχωρητικό σχηματισμό παράγει τη λ. [[γάμος]]. Συνδέεται με τη λ. [[γαμβρός]] [[καθώς]] και με τα όμοιας σημασίας αρχ. ινδ. <i>jαmᾱtᾱr</i>, <i>jᾱrα</i>- κ.λπ. Δεν έχει [[επίσης]] αποδειχθεί κάποια διαφαινόμενη ετυμολογική [[σχέση]] με τα [[γέντο]], <i>ύγγεμος</i> «[[συλλαβή]]», [[γέμω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[γαμήλιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[γαμήλευμα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[γαμετή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γαμήσι]], [[γαμιάς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀντιγαμέω|αντιγαμέω]], [[ἀρρενογαμέω|αρρενογαμέω]], [[δυσγαμέω]], [[ἐγγαμέω|εγγαμέω]], [[ἐπιγαμέω|επιγαμέω]], [[εὐγαμέω|ευγαμέω]], [[κερδογαμέω]], [[μονογαμέω]], [[ὀψιγαμέω|οψιγαμέω]], [[προγαμέω]], [[συγγαμέω]], [[ὑπογαμέω|υπογαμέω]]]. | ||
}} | }} |