μυστήριο: Difference between revisions

m
Text replacement - "μῡς" to "μῦς"
(26)
 
m (Text replacement - "μῡς" to "μῦς")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ [[μυστήριον]])<br /><b>1.</b> μυστική [[λατρεία]] ή συμβολική [[ιεροτελεστία]] με την οποία οι μύστες επικοινωνούν με μια [[θεότητα]] («ελευσίνια μυστήρια»)<br /><b>2.</b> [[ιεροτελεστία]] με την οποία μεταδίδεται η [[θεία]] [[χάρη]] στον χριστιανό, όπως [[είναι]] το [[βάπτισμα]], το [[χρίσμα]], η [[ευχαριστία]], η [[μετάνοια]], η [[ιεροσύνη]], ο [[γάμος]] και το [[ευχέλαιο]]<br /><b>3.</b> απόκρυφο [[πράγμα]] το οποίο [[είναι]] γνωστό σε έναν ή σε λίγους, [[μυστικό]] («ἄλλοι δὲ πολὺ κομψότεροι, ὧν [[μέλλω]] σοι τὰ μυστήρια λέγειν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[καθετί]] το θαυμαστό, το ακατανόητο και ανεξήγητο για την ανθρώπινη [[σκέψη]] (α. «το [[μυστήριο]] της δημιουργίας» β. «[[μυστήριο]] παραμένει πώς διέρρευσε η [[είδηση]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] δραματικού θεατρικού έργου, [[κατά]] τον μεσαίωνα, με θρησκευτική [[υπόθεση]], αλλ. λειτουργικό [[δράμα]]<br /><b>2.</b> θεάρεστο φιλανθρωπικό [[έργο]], [[ευεργεσία]] («[[είναι]] τόσο [[δυστυχής]] που, αν τον βοηθήσεις, θα κάνεις ένα [[μυστήριο]]»)<br /><b>3.</b> η [[γνώση]] και η [[ικανότητα]] για [[επιτυχία]] μιας ενέργειας ή επιδίωξης<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «τα άχραντα μυστήρια» — η [[θεία]] [[μετάληψη]]<br />β) «[[μυστήριο]] ([[πράγμα]])» — λέγεται ως [[έκφραση]] έκπληξης για [[κάτι]] το ακατανόητο<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[δόγμα]]<br /><b>2.</b> [[προφητεία]]<br /><b>3.</b> κρατικό απόρρητο<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ μυστήρια</i><br />εκκλησιαστικά σκεύη<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ὠς ἐν μυστηρίῳ» — [[κρυφά]], εμπιστευτικά<br />(μσν. -αρχ.) [[σύμβολο]] («τὸ [[μυστήριον]] τῶν ἑπτὰ πατέρων», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> θρησκευτική [[αλήθεια]] που αποκαλύφθηκε από τον Θεό («τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν», ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[κάθε]] επιστημονική [[γνώση]] που απαιτεί ειδική [[διδασκαλία]] και [[μάθηση]]<br /><b>3.</b> [[ονομασία]] ενός φαρμάκου για τον βήχα<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> α) [[καθετί]] που χρησίμευε στις τελετές τών μυστηρίων, όπως συμβολικά αντικείμενα, [[ιματισμός]] κ.ά. («σεμνά στεμμάτων μυστήρια», <b>Ευρ.</b>)<br />β) (ως [[λογοπαίγνιο]]) οι φωλιές τών ποντικών, οι ποντικοφωλιές («Σικελιώτην [[Διονύσιον]], ὃς τὴν μὲν παρθένον ἐκάλει μένανδρον καὶ τὰς τῶν μυῶν διεκδύσεις μυστήρια ἐκάλει, ὅτι τοὺς μῡς τηρεῑ», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> «[[ὄνος]] ἄγων μυστήρια» — λεγόταν για ζώο ή και για άνθρωπο που βάσταζε βαρύτερο [[φορτίο]] από αυτό που ήταν [[φυσικό]] να βαστάζει ή για άνθρωπο που ήταν σεμνότερος από όσο [[πρέπει]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μυσ</i>- του <i>μύσ</i>-<i>της</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>μύω</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριο</i>(<i>ν</i>), <b>πρβλ.</b> <i>καυσ</i>-<i>τήριον</i>. Για τη σημασιολογική [[εξέλιξη]] της λ. <b>βλ. λ.</b> [[μύστης]].
|mltxt=το (ΑΜ [[μυστήριον]])<br /><b>1.</b> μυστική [[λατρεία]] ή συμβολική [[ιεροτελεστία]] με την οποία οι μύστες επικοινωνούν με μια [[θεότητα]] («ελευσίνια μυστήρια»)<br /><b>2.</b> [[ιεροτελεστία]] με την οποία μεταδίδεται η [[θεία]] [[χάρη]] στον χριστιανό, όπως [[είναι]] το [[βάπτισμα]], το [[χρίσμα]], η [[ευχαριστία]], η [[μετάνοια]], η [[ιεροσύνη]], ο [[γάμος]] και το [[ευχέλαιο]]<br /><b>3.</b> απόκρυφο [[πράγμα]] το οποίο [[είναι]] γνωστό σε έναν ή σε λίγους, [[μυστικό]] («ἄλλοι δὲ πολὺ κομψότεροι, ὧν [[μέλλω]] σοι τὰ μυστήρια λέγειν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[καθετί]] το θαυμαστό, το ακατανόητο και ανεξήγητο για την ανθρώπινη [[σκέψη]] (α. «το [[μυστήριο]] της δημιουργίας» β. «[[μυστήριο]] παραμένει πώς διέρρευσε η [[είδηση]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] δραματικού θεατρικού έργου, [[κατά]] τον μεσαίωνα, με θρησκευτική [[υπόθεση]], αλλ. λειτουργικό [[δράμα]]<br /><b>2.</b> θεάρεστο φιλανθρωπικό [[έργο]], [[ευεργεσία]] («[[είναι]] τόσο [[δυστυχής]] που, αν τον βοηθήσεις, θα κάνεις ένα [[μυστήριο]]»)<br /><b>3.</b> η [[γνώση]] και η [[ικανότητα]] για [[επιτυχία]] μιας ενέργειας ή επιδίωξης<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «τα άχραντα μυστήρια» — η [[θεία]] [[μετάληψη]]<br />β) «[[μυστήριο]] ([[πράγμα]])» — λέγεται ως [[έκφραση]] έκπληξης για [[κάτι]] το ακατανόητο<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[δόγμα]]<br /><b>2.</b> [[προφητεία]]<br /><b>3.</b> κρατικό απόρρητο<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ μυστήρια</i><br />εκκλησιαστικά σκεύη<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ὠς ἐν μυστηρίῳ» — [[κρυφά]], εμπιστευτικά<br />(μσν. -αρχ.) [[σύμβολο]] («τὸ [[μυστήριον]] τῶν ἑπτὰ πατέρων», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> θρησκευτική [[αλήθεια]] που αποκαλύφθηκε από τον Θεό («τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν», ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[κάθε]] επιστημονική [[γνώση]] που απαιτεί ειδική [[διδασκαλία]] και [[μάθηση]]<br /><b>3.</b> [[ονομασία]] ενός φαρμάκου για τον βήχα<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> α) [[καθετί]] που χρησίμευε στις τελετές τών μυστηρίων, όπως συμβολικά αντικείμενα, [[ιματισμός]] κ.ά. («σεμνά στεμμάτων μυστήρια», <b>Ευρ.</b>)<br />β) (ως [[λογοπαίγνιο]]) οι φωλιές τών ποντικών, οι ποντικοφωλιές («Σικελιώτην [[Διονύσιον]], ὃς τὴν μὲν παρθένον ἐκάλει μένανδρον καὶ τὰς τῶν μυῶν διεκδύσεις μυστήρια ἐκάλει, ὅτι τοὺς μῦς τηρεῑ», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> «[[ὄνος]] ἄγων μυστήρια» — λεγόταν για ζώο ή και για άνθρωπο που βάσταζε βαρύτερο [[φορτίο]] από αυτό που ήταν [[φυσικό]] να βαστάζει ή για άνθρωπο που ήταν σεμνότερος από όσο [[πρέπει]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μυσ</i>- του <i>μύσ</i>-<i>της</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>μύω</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριο</i>(<i>ν</i>), <b>πρβλ.</b> <i>καυσ</i>-<i>τήριον</i>. Για τη σημασιολογική [[εξέλιξη]] της λ. <b>βλ. λ.</b> [[μύστης]].
}}
}}