βεβαιωτικός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0440.png Seite 440]] bestätigend, bekräftigend, Epict. ench. 52; ἐπιῤῥήματα, Gramm., z. B. [[δήπου]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0440.png Seite 440]] bestätigend, bekräftigend, Epict. ench. 52; ἐπιῤῥήματα, Gramm., z. B. [[δήπου]].
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />propre à consolider, à garantir.<br />'''Étymologie:''' [[βεβαιόω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''βεβαιωτικός''': -ή, -όν, ὁ ἐπιβεβαιῶν, Ἐπικτ. Ἐγχειρ. 52. ‒ Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐσ.
|lstext='''βεβαιωτικός''': -ή, -όν, ὁ ἐπιβεβαιῶν, Ἐπικτ. Ἐγχειρ. 52. ‒ Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐσ.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />propre à consolider, à garantir.<br />'''Étymologie:''' [[βεβαιόω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[βεβαιωτικός]], -ή, -όν) [[βεβαιωτής]]<br />[[ικανός]], [[κατάλληλος]] για [[επιβεβαίωση]], [[επιβεβαιωτικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>γραμμ.</b> «βεβαιωτικά μόρια» — άκλιτες λέξεις που σημαίνουν [[κατάφαση]] με [[βεβαιότητα]] της έννοιας μιας λέξης ή πρότασης.
|mltxt=-ή, -ό (AM [[βεβαιωτικός]], -ή, -όν) [[βεβαιωτής]]<br />[[ικανός]], [[κατάλληλος]] για [[επιβεβαίωση]], [[επιβεβαιωτικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>γραμμ.</b> «βεβαιωτικά μόρια» — άκλιτες λέξεις που σημαίνουν [[κατάφαση]] με [[βεβαιότητα]] της έννοιας μιας λέξης ή πρότασης.
}}
}}