δυνατός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0673.png Seite 673]] adj verb. zu [[δύναμαι]]; 1) der etwas [[kann]], [[im Stande ist]], sowohl von kraftvollem Körper, z. B. τὸ [[σῶμα]] δ. πρὸς [[ταῦτα]] φύσας Xen. Oec. 7, 23, als geistig geschickt wozu, λῦσαι δυνατὸς ὀξεῖαν ἐπιμομφάν Pind. Ol. 10, 8; δυνατὸς εἶ ἐπισκέψασθαι Plat. Theaet. 185 b; χερσὶ καὶ ψυχᾷ δ. Pind. N. 9, 39; δ. καὶ τοῖς σώμασι καὶ ταῖς ψυχαῖς, kräftig an Leib und Seele, Xen. Mem. 2, 1, 19; u. übh. = [[vermögend]], Macht habend; τοῖς δυνατοῖς οὐκ ἐριστὰ πλάθειν Soph. El. 219; χρήμασιν δ. Thuc. 1, 13; Plat. Lach. 186 c; τοὺς Ἑλλήνων δυνατωτάτους, die mächtigsten, Her. 1, 55; Plat. Polit. 308 a; Xen. Cyr. 5, 2, 28; λέγειν τε καὶ πράσσειν δυνατώτατος. Thuc. 1, 139; δυνατώτερον καὶ ἰσχυρότερον ἡ [[ἀδικία]] τῆς δικαιοσύνης Plat. Rep. I, 351 a. – Auch von Dingen; [[προτείχισμα]] Pol. 10, 31, 8; von der Erde, ergiebig, fruchtbar, Geop. – 2) was gethan werden kann, [[möglich]]; λέξασ' ὅτι καὶ δυνατὸν καὶ [[θέμις]] αἰνεῖν Aesch. Ag. 97; ποῖ γὰρ [[μολεῖν]] μοι δυνατόν; Soph. Ai. 163; u. so gew. in Prosa; auch auf das Subj. bezogen, ὁδὸς δυνατὴ καὶ ὑποζυγίοις πορεύεσθαι, ein Weg, auf dem auch Lastvieh fortkommen kann, Xen. An. 4, 1, 24; ὡς δυνατὰ ταῦτα γίγνεσθαι Plat. Rep. V, 472 d; τὸ δυνατόν, die [[Möglichkeit]], Xen. Mem. 3, 5, 1; εἰς τὸ δ., nach Kräften, wie εἰς τὴν δύναμιν Phaedr. 252 d, öfter; κατὰ τὸ δ., Crat. 422 d; εἰς ὅσον ἀνθρώπῳ δυνατὸν [[μάλιστα]], so sehr es immer möglich ist, Phaedr. 277 a, wie ὅσον οὖν δυνατὸν [[πειρατέον]], Conv. 196 d; vgl. Eur. I. A. 997 Bacch. 183; καθ' ὅσον [[μάλιστα]] δ. θνητῷ γίγνεσθαι Plat. Tim. 90 c; ὡς δυνατὸν ὀρθότατα Legg. II, 640 d, wie ὡς δ. ἄριστα, so gut wie möglich, IV, 710 b; [[γνώμη]] ὡς δ. δικαιοτάτη Dem. 24, 13; ἐκ τῶν δυνατῶν, Xen. An. 4, 2, 28. – Adv., δυνατῶς, [[kräftig]], tüchtig, [[sehr]], Plat. u. A.; δυνατῶς ἔχει μοι, = δυνατόν ἐστιν, Her. 7, 11.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0673.png Seite 673]] adj verb. zu [[δύναμαι]]; 1) der etwas [[kann]], [[im Stande ist]], sowohl von kraftvollem Körper, z. B. τὸ [[σῶμα]] δ. πρὸς [[ταῦτα]] φύσας Xen. Oec. 7, 23, als geistig geschickt wozu, λῦσαι δυνατὸς ὀξεῖαν ἐπιμομφάν Pind. Ol. 10, 8; δυνατὸς εἶ ἐπισκέψασθαι Plat. Theaet. 185 b; χερσὶ καὶ ψυχᾷ δ. Pind. N. 9, 39; δ. καὶ τοῖς σώμασι καὶ ταῖς ψυχαῖς, kräftig an Leib und Seele, Xen. Mem. 2, 1, 19; u. übh. = [[vermögend]], Macht habend; τοῖς δυνατοῖς οὐκ ἐριστὰ πλάθειν Soph. El. 219; χρήμασιν δ. Thuc. 1, 13; Plat. Lach. 186 c; τοὺς Ἑλλήνων δυνατωτάτους, die mächtigsten, Her. 1, 55; Plat. Polit. 308 a; Xen. Cyr. 5, 2, 28; λέγειν τε καὶ πράσσειν δυνατώτατος. Thuc. 1, 139; δυνατώτερον καὶ ἰσχυρότερον ἡ [[ἀδικία]] τῆς δικαιοσύνης Plat. Rep. I, 351 a. – Auch von Dingen; [[προτείχισμα]] Pol. 10, 31, 8; von der Erde, ergiebig, fruchtbar, Geop. – 2) was gethan werden kann, [[möglich]]; λέξασ' ὅτι καὶ δυνατὸν καὶ [[θέμις]] αἰνεῖν Aesch. Ag. 97; ποῖ γὰρ [[μολεῖν]] μοι δυνατόν; Soph. Ai. 163; u. so gew. in Prosa; auch auf das Subj. bezogen, ὁδὸς δυνατὴ καὶ ὑποζυγίοις πορεύεσθαι, ein Weg, auf dem auch Lastvieh fortkommen kann, Xen. An. 4, 1, 24; ὡς δυνατὰ ταῦτα γίγνεσθαι Plat. Rep. V, 472 d; τὸ δυνατόν, die [[Möglichkeit]], Xen. Mem. 3, 5, 1; εἰς τὸ δ., nach Kräften, wie εἰς τὴν δύναμιν Phaedr. 252 d, öfter; κατὰ τὸ δ., Crat. 422 d; εἰς ὅσον ἀνθρώπῳ δυνατὸν [[μάλιστα]], so sehr es immer möglich ist, Phaedr. 277 a, wie ὅσον οὖν δυνατὸν [[πειρατέον]], Conv. 196 d; vgl. Eur. I. A. 997 Bacch. 183; καθ' ὅσον [[μάλιστα]] δ. θνητῷ γίγνεσθαι Plat. Tim. 90 c; ὡς δυνατὸν ὀρθότατα Legg. II, 640 d, wie ὡς δ. ἄριστα, so gut wie möglich, IV, 710 b; [[γνώμη]] ὡς δ. δικαιοτάτη Dem. 24, 13; ἐκ τῶν δυνατῶν, Xen. An. 4, 2, 28. – Adv., δυνατῶς, [[kräftig]], tüchtig, [[sehr]], Plat. u. A.; δυνατῶς ἔχει μοι, = δυνατόν ἐστιν, Her. 7, 11.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> qui peut, <i>càd</i> :<br /><b>1</b> capable de : δυνατὸς [[πρός]] [[τι]] apte à qch ; λέγειν [[τε]] καὶ πράσσειν δυνατώτατος THC tout à fait capable de parler et d'agir;<br /><b>2</b> <i>abs.</i> qui peut remplir son office ; <i>en parl. d'animaux et de choses</i> : [[ἵππος]] [[δυνατός]] XÉN bon cheval ; [[ναῦς]] δυνατή THC navire capable de tenir la mer ; <i>en parl. de pers.</i> fort, vigoureux : δυνατὸς τοῖς σώμασι καὶ ταὶς ψυχαῖς XÉN vigoureux de corps et d'âme;<br /><b>3</b> <i>en gén.</i> puissant, influent (par le rang, la fortune, <i>etc.</i>) ; [[ἄνδρες]] δυνατοί XÉN <i>ou abs.</i> [[οἱ]] δυνατοί les riches <i>ou</i> les puissants, les grands;<br /><b>II.</b> ce qui se peut, possible : ὁδὸς δυνατὴ καὶ ὑποζυγίοις πορεύεσθαι XÉN route praticable même aux bêtes de somme ; δυνατόν ἐστι avec l'inf. il est possible de ; <i>abs.</i> οὐχὶ ἐσώσαμέν [[σε]] οἷόν [[τε]] ὂν καὶ δυνατόν PLAT nous ne t’aurions pas <i>litt.</i> nous ne t’avons pas sauvé, lorsque cela était possible et en notre pouvoir ; <i>adv.</i> [[εἰς]] τὸ δυνατόν, [[ἐκ]] [[τῶν]] δυνατῶν XÉN selon le possible ; [[ὅσον]] [[γε]] δυνατόν EUR, [[ὡς]] δυνατὸν πλεῖστον ISOCR autant que possible, le plus possible ; [[ὡς]] δυνατὸν κακίστους XÉN les plus mauvais possible.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[δύναμαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δῠνᾰτός''': -ή, -όν, [[ὡσαύτως]] -ός, όν Πίνδ. Ν. 2. 21· [[ἰσχυρός]], [[ἀκμαῖος]], ἰδίως κατὰ τὸ [[σῶμα]], τὸ δυνατώτατον, οἱ ῥωμαλεώτατοι ἄνδρες, Ἡρόδ. 9. 31· [[σῶμα]] δ. [[πρός]] τι Ξεν. Οἰκ. 7, 23· χερσὶ καὶ ψυχᾷ δ. Πίνδ. Ν. 9. 91· τοῖς σώμασι καὶ ταῖς ψυχαῖς Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 19·- ἐπὶ πλοίων, [[κατάλληλος]] πρὸς ὑπηρεσίαν, Θουκ. 7. 60. 2) μετ’ ἀπαρ., ἱκανὸς νὰ πράξῃ τι, Ἡρόδ. 1. 97, κτλ.· δ. λῦσαι, ἰσχυρὸς εἰς τὸ νὰ λύσῃ, Πίνδ. Ο. 10. 11· λέγειν δ. Θουκ. 1. 139, κτλ.· ὅσον περ δ. εἰμι, παραλειπομένης τῆς ἀπαρεμφ., Εὐρ. Ὀρ. 522·- οὕτω και, δ. κατά τι, [[πρός]] τι Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάσ. 366D. Ξεν. Οἰκ. 7, 23. 3) ἐπὶ ἐξωτερικῆς δυνάμεως, [[ἰσχυρός]], ἔχων ῥοπήν. Σοφ. Ἠλ. 219· τῶν Ἑλλήνων δυνατώτατοι Ἡρόδ. 1. 53· οἱ δυνατοί, οἱ πρῶτοι ἄνδρες, οἱ ἄριστοι. οἱ ἐξέχοντες τὴν καταγωγὴν καὶ τὴν ἐπίδρασιν, Θουκ. 2. 65· δ. χρήμασι ὁ αὐτ. 1. 13, κτλ.·- [[ὡσαύτως]], [[εὔπορος]], οὐχὶ [[πένης]], ἀντίθ. [[ἀδύνατος]], Λυσ. 169. 17. 4) ἱκανὸς νὰ παραγάγῃ, παραγωγός, [[εὔφορος]], [[χώρα]] Γεωπ. 2. 21, 5. ΙΙ. παθ. ἐπὶ πραγμάτων, ὅ,τι δύναται νὰ γίνῃ, Λατ. quod fieri possit, Ἡρόδ. 2. 54, κτλ.·- δυνατόν [ἐστι], μετ’ ἀπαρ., ὁ αὐτ. 9. 111, Αἰσχύλ. Ἀγ. 97, κτλ.· ὁδὸς δυνατὴ καὶ τοῖς ὑποζυγίοις πορεύεσθαι, εὔβατος, Ξεν. Ἀν. 4. 1, 24·- κατὰ τὸ δυνατόν, quantum fieri possit, Πλάτ. Κρατ. 422D, Δημ. 30. 11· [[οὕτως]], ἐς τὸ δ. Ἡρόδ. 3. 24, Πλάτ. Φαίδρ. 277Α· ἐκ τῶν δυνατῶν Ξεν. Ἀν. 4. 2, 23· [[ὡσαύτως]], ὅσον δυνατόν, εἰς ὅσον δ. [[μάλιστα]], καθ’ ὅσον [[μάλιστα]] δ., ὡς δ. ἄριστα, Εὐρ. Ι. Α. 997, Πλάτ., κτλ.·- τὰ δ., πράγματα ἅτινα δύνανται νὰ γείνωσι, Θουκ. 5. 89, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 4, 2. ΙΙΙ. ἐπίρρ. -τῶς, Λατ. valide, valde, εἰπεῖν δ. Αἰσχίν. 34. 22· δ. ἔχει Ἡρόδ. 7. 11·- ὑπερθ. -ώτατα, Πλάτ. Πολ. 516D.
|lstext='''δῠνᾰτός''': -ή, -όν, [[ὡσαύτως]] -ός, όν Πίνδ. Ν. 2. 21· [[ἰσχυρός]], [[ἀκμαῖος]], ἰδίως κατὰ τὸ [[σῶμα]], τὸ δυνατώτατον, οἱ ῥωμαλεώτατοι ἄνδρες, Ἡρόδ. 9. 31· [[σῶμα]] δ. [[πρός]] τι Ξεν. Οἰκ. 7, 23· χερσὶ καὶ ψυχᾷ δ. Πίνδ. Ν. 9. 91· τοῖς σώμασι καὶ ταῖς ψυχαῖς Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 19·- ἐπὶ πλοίων, [[κατάλληλος]] πρὸς ὑπηρεσίαν, Θουκ. 7. 60. 2) μετ’ ἀπαρ., ἱκανὸς νὰ πράξῃ τι, Ἡρόδ. 1. 97, κτλ.· δ. λῦσαι, ἰσχυρὸς εἰς τὸ νὰ λύσῃ, Πίνδ. Ο. 10. 11· λέγειν δ. Θουκ. 1. 139, κτλ.· ὅσον περ δ. εἰμι, παραλειπομένης τῆς ἀπαρεμφ., Εὐρ. Ὀρ. 522·- οὕτω και, δ. κατά τι, [[πρός]] τι Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάσ. 366D. Ξεν. Οἰκ. 7, 23. 3) ἐπὶ ἐξωτερικῆς δυνάμεως, [[ἰσχυρός]], ἔχων ῥοπήν. Σοφ. Ἠλ. 219· τῶν Ἑλλήνων δυνατώτατοι Ἡρόδ. 1. 53· οἱ δυνατοί, οἱ πρῶτοι ἄνδρες, οἱ ἄριστοι. οἱ ἐξέχοντες τὴν καταγωγὴν καὶ τὴν ἐπίδρασιν, Θουκ. 2. 65· δ. χρήμασι ὁ αὐτ. 1. 13, κτλ.·- [[ὡσαύτως]], [[εὔπορος]], οὐχὶ [[πένης]], ἀντίθ. [[ἀδύνατος]], Λυσ. 169. 17. 4) ἱκανὸς νὰ παραγάγῃ, παραγωγός, [[εὔφορος]], [[χώρα]] Γεωπ. 2. 21, 5. ΙΙ. παθ. ἐπὶ πραγμάτων, ὅ,τι δύναται νὰ γίνῃ, Λατ. quod fieri possit, Ἡρόδ. 2. 54, κτλ.·- δυνατόν [ἐστι], μετ’ ἀπαρ., ὁ αὐτ. 9. 111, Αἰσχύλ. Ἀγ. 97, κτλ.· ὁδὸς δυνατὴ καὶ τοῖς ὑποζυγίοις πορεύεσθαι, εὔβατος, Ξεν. Ἀν. 4. 1, 24·- κατὰ τὸ δυνατόν, quantum fieri possit, Πλάτ. Κρατ. 422D, Δημ. 30. 11· [[οὕτως]], ἐς τὸ δ. Ἡρόδ. 3. 24, Πλάτ. Φαίδρ. 277Α· ἐκ τῶν δυνατῶν Ξεν. Ἀν. 4. 2, 23· [[ὡσαύτως]], ὅσον δυνατόν, εἰς ὅσον δ. [[μάλιστα]], καθ’ ὅσον [[μάλιστα]] δ., ὡς δ. ἄριστα, Εὐρ. Ι. Α. 997, Πλάτ., κτλ.·- τὰ δ., πράγματα ἅτινα δύνανται νὰ γείνωσι, Θουκ. 5. 89, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 4, 2. ΙΙΙ. ἐπίρρ. -τῶς, Λατ. valide, valde, εἰπεῖν δ. Αἰσχίν. 34. 22· δ. ἔχει Ἡρόδ. 7. 11·- ὑπερθ. -ώτατα, Πλάτ. Πολ. 516D.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> qui peut, <i>càd</i> :<br /><b>1</b> capable de : δυνατὸς [[πρός]] [[τι]] apte à qch ; λέγειν [[τε]] καὶ πράσσειν δυνατώτατος THC tout à fait capable de parler et d'agir;<br /><b>2</b> <i>abs.</i> qui peut remplir son office ; <i>en parl. d'animaux et de choses</i> : [[ἵππος]] [[δυνατός]] XÉN bon cheval ; [[ναῦς]] δυνατή THC navire capable de tenir la mer ; <i>en parl. de pers.</i> fort, vigoureux : δυνατὸς τοῖς σώμασι καὶ ταὶς ψυχαῖς XÉN vigoureux de corps et d'âme;<br /><b>3</b> <i>en gén.</i> puissant, influent (par le rang, la fortune, <i>etc.</i>) ; [[ἄνδρες]] δυνατοί XÉN <i>ou abs.</i> [[οἱ]] δυνατοί les riches <i>ou</i> les puissants, les grands;<br /><b>II.</b> ce qui se peut, possible : ὁδὸς δυνατὴ καὶ ὑποζυγίοις πορεύεσθαι XÉN route praticable même aux bêtes de somme ; δυνατόν ἐστι avec l'inf. il est possible de ; <i>abs.</i> οὐχὶ ἐσώσαμέν [[σε]] οἷόν [[τε]] ὂν καὶ δυνατόν PLAT nous ne t’aurions pas <i>litt.</i> nous ne t’avons pas sauvé, lorsque cela était possible et en notre pouvoir ; <i>adv.</i> [[εἰς]] τὸ δυνατόν, [[ἐκ]] [[τῶν]] δυνατῶν XÉN selon le possible ; [[ὅσον]] [[γε]] δυνατόν EUR, [[ὡς]] δυνατὸν πλεῖστον ISOCR autant que possible, le plus possible ; [[ὡς]] δυνατὸν κακίστους XÉN les plus mauvais possible.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[δύναμαι]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater