μυρίζω: Difference between revisions

No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0219.png Seite 219]] salben, besalben; βούλει μυρίσω σε, Ar. Lys. 938; μυρίσαι μύροις, Plut. 529; Her. 1, 195; Antiphan. bei Ath. VIII, 342 e; λίθον, Anacr. 30, 11; μεμυρισμένος, 36, 22; a. Sp.; οἷς ἡ [[Ἀραβία]] γῆ μυρίζεται, wovon Arabien duftet, wie von wohlriechenden Salben, Heliod. 10.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0219.png Seite 219]] salben, besalben; βούλει μυρίσω σε, Ar. Lys. 938; μυρίσαι μύροις, Plut. 529; Her. 1, 195; Antiphan. bei Ath. VIII, 342 e; λίθον, Anacr. 30, 11; μεμυρισμένος, 36, 22; a. Sp.; οἷς ἡ [[Ἀραβία]] γῆ μυρίζεται, wovon Arabien duftet, wie von wohlriechenden Salben, Heliod. 10.
}}
{{bailly
|btext=oindre de parfums, parfumer.<br />'''Étymologie:''' [[μύρον]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μῠρίζω''': [[χρίω]], [[ἀλείφω]] διὰ μύρου, βούλει μυρίσω σε; Ἀριστοφ. Λυσ. 938· μυρίσασα συγκατέκλεισεν ἀνθ’ αὐτῆς [[λάθρα]] Ἀλκαῖος Κωμικ. ἐν «Παλαίστρᾳ» 2 ([[ἔνθα]] ἴδε Meineke)· μύροισιν μυρίσαι στακτοῖς, [[ὁπόταν]] νύμφην ἀγάγησθον Ἀριστοφ. Πλ. 529· - Μέσ., ἀλείφομαι, χρίομαι, Ἀντιφάν ἐν «Μαλθακῇ» 1, Μένανδρ. ἐν «Ψευδηρακλεῖ» 1. 15· ἐξ ἀλαβάστου Ἄλεξις ἐν «Εἰσοικιζομένῳ» 1· - Παθ., μεμυριασμένοι τὸ [[σῶμα]] Ἡρόδ. 1. 195, πρβλ. Ἀντιφάν. ἐν «Πλουσίοις» 1. ΙΙ. ἐν τῷ παθ., [[ὡσαύτως]], μ. τινί, εἶμαι [[εὐώδης]] ἔκ τινος, Ἡλιόδ. 10. 26. Πρβλ. [[σμυρίζω]].
|lstext='''μῠρίζω''': [[χρίω]], [[ἀλείφω]] διὰ μύρου, βούλει μυρίσω σε; Ἀριστοφ. Λυσ. 938· μυρίσασα συγκατέκλεισεν ἀνθ’ αὐτῆς [[λάθρα]] Ἀλκαῖος Κωμικ. ἐν «Παλαίστρᾳ» 2 ([[ἔνθα]] ἴδε Meineke)· μύροισιν μυρίσαι στακτοῖς, [[ὁπόταν]] νύμφην ἀγάγησθον Ἀριστοφ. Πλ. 529· - Μέσ., ἀλείφομαι, χρίομαι, Ἀντιφάν ἐν «Μαλθακῇ» 1, Μένανδρ. ἐν «Ψευδηρακλεῖ» 1. 15· ἐξ ἀλαβάστου Ἄλεξις ἐν «Εἰσοικιζομένῳ» 1· - Παθ., μεμυριασμένοι τὸ [[σῶμα]] Ἡρόδ. 1. 195, πρβλ. Ἀντιφάν. ἐν «Πλουσίοις» 1. ΙΙ. ἐν τῷ παθ., [[ὡσαύτως]], μ. τινί, εἶμαι [[εὐώδης]] ἔκ τινος, Ἡλιόδ. 10. 26. Πρβλ. [[σμυρίζω]].
}}
{{bailly
|btext=oindre de parfums, parfumer.<br />'''Étymologie:''' [[μύρον]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR