λαλέω: Difference between revisions

No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - ".[[" to ". [[")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0009.png Seite 9]] (lallen) viel reden, schwatzen, auch von unarticulirtem, undeutlichem Schreien, B. A. 51 erkl. φλυαρεῖν, u. Plut. sagt von den Affen λαλοῦσι μὲν γὰρ οὗτοι, οὐ φράζουσι δέ, plac. philos. 5, 20; Alcib. 13 λαλεῖν [[ἄριστος]], ἀδυνατώτατος λέγειν, aus Eupol.; doch tritt diese Nebenbdtg auch so zurück, daß es bes. bei Dichtern dem λέγειν nahe steht, »sprechen«, die bloße Thätigkeit des Mundes u. der Zunge bedeutend, Soph. Phil. 110; Ar. Thesm. 267 Ran. 761 u. öfter; vom Kinde, λαλῆσαι [[οὔπω]] δυνάμενον ἃ πάσχει Plat. Ax. 366 d; Sp., ἀφωνίη καὶ [[πέντε]] ὅλων ἐτέων λαλέειν [[μηδέν]] Luc. Vit. auct. 3; τινί, mit Einem sprechen, Ar. Eccl. 16 Equ. 348; Pol. 30, 1, 6 u. öfter. – Bei den Dichtern auch wie [[λαλαγέω]], von den Vögeln, Mosch. 3, 47; ἀκρίδες, Theocr. 5, 34 (λαλεῦμες, 15, 92, öfter, nur im praes.). – Von Instrumenten, μάγαδιν λαλήσω, Anaxandr. bei Ath. IV, 182 d; αὐλῷ Theocr. 20, 29; geradezu = singen, Mosch. 3, 113. – Vom Wiederhall, D. Cass. 74, 21.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0009.png Seite 9]] (lallen) viel reden, schwatzen, auch von unarticulirtem, undeutlichem Schreien, B. A. 51 erkl. φλυαρεῖν, u. Plut. sagt von den Affen λαλοῦσι μὲν γὰρ οὗτοι, οὐ φράζουσι δέ, plac. philos. 5, 20; Alcib. 13 λαλεῖν [[ἄριστος]], ἀδυνατώτατος λέγειν, aus Eupol.; doch tritt diese Nebenbdtg auch so zurück, daß es bes. bei Dichtern dem λέγειν nahe steht, »sprechen«, die bloße Thätigkeit des Mundes u. der Zunge bedeutend, Soph. Phil. 110; Ar. Thesm. 267 Ran. 761 u. öfter; vom Kinde, λαλῆσαι [[οὔπω]] δυνάμενον ἃ πάσχει Plat. Ax. 366 d; Sp., ἀφωνίη καὶ [[πέντε]] ὅλων ἐτέων λαλέειν [[μηδέν]] Luc. Vit. auct. 3; τινί, mit Einem sprechen, Ar. Eccl. 16 Equ. 348; Pol. 30, 1, 6 u. öfter. – Bei den Dichtern auch wie [[λαλαγέω]], von den Vögeln, Mosch. 3, 47; ἀκρίδες, Theocr. 5, 34 (λαλεῦμες, 15, 92, öfter, nur im praes.). – Von Instrumenten, μάγαδιν λαλήσω, Anaxandr. bei Ath. IV, 182 d; αὐλῷ Theocr. 20, 29; geradezu = singen, Mosch. 3, 113. – Vom Wiederhall, D. Cass. 74, 21.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> prononcer des sons inarticulés <i>en parl. d'animaux, de sons, de musique</i>;<br /><b>2</b> babiller, bavarder;<br /><b>3</b> <i>p. ext.</i> parler : λαλεῖν [[τι]], dire qch ; <i>fig.</i> [[ζωγραφία]] λαλοῦσα PLUT peinture parlante.<br />'''Étymologie:''' [[λάλος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λᾰλέω''': μέλλ. ήσω. (Ἐκ τῆς √ΛΑΛ παράγονται καὶ αἱ λέξ. λάλος, λάλη, λαλάζω, λαλιά, λάλαξ, λαλαγή, [[λαλαγέω]], πρβλ. Λατ. lall-are, Γερμ. lall-en, Ἀγγλ. lull, lull-aby, Loll-ard. - Πάντα [[ταῦτα]] φαίνοντα προελθόντα ἐξ ὀνοματοποιΐας). Ὁμιλῶ, [[λέγω]] (πολλά), φλυαρῶ, Σοφ. Ἀποσπ. 667, Ἀριστοφ., κτλ.· ἕπου καὶ μὴ λάλει Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1058, πρβλ. Σφ. 1135· λαλεῖς... ἀμελήσας ἀποκρίνεσθαι Πλάτ. Εὐθύδ. 287D· λ. τινι, ὁμιλῶ [[πρός]] τινα, λαλῶν ἐν ὁδοῖς σεαυτῷ Ἀριστοφ. Ἱππ. 348, πρβλ. Φιλήμ. ἐν «Ἀπόλιδι» 1· λαλεῖν τι καὶ ληρεῖν πρὸς αὑτοὺς [[ἡδέως]] Ἄλεξ. ἐν «Αἰσώπῳ» 1. 10· λαλεῖν [[περί]] τινος Φερεκρ. ἐν «Ἀγαθοῖς» 2, Ἀριστοφ. Λυσ. 627· ὑπέρ τινος Ποσείδ. ἐν «Χορευούσαις» 1. 3· - ἀντίθ. τῷ [[λέγω]], ὡς, λαλεῖν ἄριστος, ἀδυνατώτατος λέγειν Εὔπολ. ἐν «Δήμοις» 8· λαλῶν μέν..., λέγων δέ..., Δημ. 553. 5 (ἂν ἡ γραφὴ ὀρθή)· πάππα, λαλεῖν τι ἡμῖν [[ὅπως]] ἂν ἡμᾶς [[ὕπνος]] λάβῃ Θεοφρ. Χαρακτῆρ. 7· - καὶ οὕτω, β) [[καθόλου]], ὁμιλῶ, [[λέγω]], διηγοῦμαι, Σοφ. Φιλ. 110· καινὴν διάλεκτον λ. Ἀντιφάν. ἐν «Ὀβρίμῳ» 1· Ἀττικιστὶ λ. Ἄλεξ. ἐν «Πρωτοπόρῳ» 1. γ) μεταφ., [[ζωγραφία]] λαλοῦσα (ἐπὶ ποιήσεως), ἀντίθετ. τῷ [[ποίησις]] σιωπῶσα (ἐπὶ ζωγραφίας), Σιμων. παρὰ Πλουτ. 2. 346F. 2) ὁμιλῶ [[περί]] τινος, τινα Ἀλκίφρ. Ἀποσπ. 5. 2· ἀλλάλαις λαλέοντι τεὸν γάμον αἱ κυπάρισσοι Θεόκρ. 27. 57. - Παθ., [[πρᾶγμα]] κατ’ ἀγορὰν λαλούμενον Ἀριστοφ. Θεσμ. 578. 3) παρὰ μεταγενεστ. ἀκριβῶς ὡς τὸ [[λέγω]], λαλεῖ οὐθὲν τῶν ἄλλων ζῴων πλὴν ἀνθρώπου Ἀριστ. Προβλ. 11. 1· [[πρός]] τινα Πράξ. Ἀποστ. γ΄, 22, πρβλ. Λουκ. Βίων Πρᾶσ. 3, κτλ.· ἀπολ., ἐλάλησεν ὁ κωφὸς Εὐαγγ. κ. Ματθ. θ΄, 33. - Παθ., λαληθήσεταί σοι τί σε δεῖ ποιεῖν, θά σοι λεχθῇ..., Πράξ. Ἀποστόλ. θ΄, 6. ΙΙ. [[ἐνίοτε]] τίθεται ἐπὶ τῆς φωνῆς τῶν ζῴων ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν ἔναρθρον λόγον ὡς ἐπὶ πιθήκων, λαλοῦσι μὲν οὗτοι, φράζουσι δὲ οὔ Πλούτ. 2. 909Α· [[οὕτως]] ἐπὶ ἀκρίδων, καὶ ἀκρίδες ὧδε λαλεῦντι Θεόκρ. 5. 34· οὕτω, μεσημβρίας λαλεῖν [[τέττιξ]] (ἐξυπακ. εἰμί) Ἀριστοφῶν ἐν «Πυθαγοριστῇ» 1. 6· ἐπὶ τῆς χελιδόνος, ᾄδω, Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 114· - [[ὡσαύτως]], ἀνθρωπίνως λ. Στράτων ἐν «Φοινικίδῃ» 1. 46. ΙΙΙ. ἐπὶ μουσικῶν ἤχων, ἐν αὐλοῦ ἢ σάλπιγγος λ. Ἀριστ. περὶ Ἀκουστ. 19· ἐπὶ τῆς ἠχοῦς Δίων Κ. 74. 14· [[ὡσαύτως]] μετὰ συστοίχ. αἰτ., μάγαδιν λαλήσω μικρὸν ἅμα σοι καὶ μέγαν, θά σοι λαλήσω, παίξω αὐλὸν κτλ., Ἀναξανδρ. ἐν «Ὁπλομάχῳ» 1.
|lstext='''λᾰλέω''': μέλλ. ήσω. (Ἐκ τῆς √ΛΑΛ παράγονται καὶ αἱ λέξ. λάλος, λάλη, λαλάζω, λαλιά, λάλαξ, λαλαγή, [[λαλαγέω]], πρβλ. Λατ. lall-are, Γερμ. lall-en, Ἀγγλ. lull, lull-aby, Loll-ard. - Πάντα [[ταῦτα]] φαίνοντα προελθόντα ἐξ ὀνοματοποιΐας). Ὁμιλῶ, [[λέγω]] (πολλά), φλυαρῶ, Σοφ. Ἀποσπ. 667, Ἀριστοφ., κτλ.· ἕπου καὶ μὴ λάλει Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1058, πρβλ. Σφ. 1135· λαλεῖς... ἀμελήσας ἀποκρίνεσθαι Πλάτ. Εὐθύδ. 287D· λ. τινι, ὁμιλῶ [[πρός]] τινα, λαλῶν ἐν ὁδοῖς σεαυτῷ Ἀριστοφ. Ἱππ. 348, πρβλ. Φιλήμ. ἐν «Ἀπόλιδι» 1· λαλεῖν τι καὶ ληρεῖν πρὸς αὑτοὺς [[ἡδέως]] Ἄλεξ. ἐν «Αἰσώπῳ» 1. 10· λαλεῖν [[περί]] τινος Φερεκρ. ἐν «Ἀγαθοῖς» 2, Ἀριστοφ. Λυσ. 627· ὑπέρ τινος Ποσείδ. ἐν «Χορευούσαις» 1. 3· - ἀντίθ. τῷ [[λέγω]], ὡς, λαλεῖν ἄριστος, ἀδυνατώτατος λέγειν Εὔπολ. ἐν «Δήμοις» 8· λαλῶν μέν..., λέγων δέ..., Δημ. 553. 5 (ἂν ἡ γραφὴ ὀρθή)· πάππα, λαλεῖν τι ἡμῖν [[ὅπως]] ἂν ἡμᾶς [[ὕπνος]] λάβῃ Θεοφρ. Χαρακτῆρ. 7· - καὶ οὕτω, β) [[καθόλου]], ὁμιλῶ, [[λέγω]], διηγοῦμαι, Σοφ. Φιλ. 110· καινὴν διάλεκτον λ. Ἀντιφάν. ἐν «Ὀβρίμῳ» 1· Ἀττικιστὶ λ. Ἄλεξ. ἐν «Πρωτοπόρῳ» 1. γ) μεταφ., [[ζωγραφία]] λαλοῦσα (ἐπὶ ποιήσεως), ἀντίθετ. τῷ [[ποίησις]] σιωπῶσα (ἐπὶ ζωγραφίας), Σιμων. παρὰ Πλουτ. 2. 346F. 2) ὁμιλῶ [[περί]] τινος, τινα Ἀλκίφρ. Ἀποσπ. 5. 2· ἀλλάλαις λαλέοντι τεὸν γάμον αἱ κυπάρισσοι Θεόκρ. 27. 57. - Παθ., [[πρᾶγμα]] κατ’ ἀγορὰν λαλούμενον Ἀριστοφ. Θεσμ. 578. 3) παρὰ μεταγενεστ. ἀκριβῶς ὡς τὸ [[λέγω]], λαλεῖ οὐθὲν τῶν ἄλλων ζῴων πλὴν ἀνθρώπου Ἀριστ. Προβλ. 11. 1· [[πρός]] τινα Πράξ. Ἀποστ. γ΄, 22, πρβλ. Λουκ. Βίων Πρᾶσ. 3, κτλ.· ἀπολ., ἐλάλησεν ὁ κωφὸς Εὐαγγ. κ. Ματθ. θ΄, 33. - Παθ., λαληθήσεταί σοι τί σε δεῖ ποιεῖν, θά σοι λεχθῇ..., Πράξ. Ἀποστόλ. θ΄, 6. ΙΙ. [[ἐνίοτε]] τίθεται ἐπὶ τῆς φωνῆς τῶν ζῴων ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν ἔναρθρον λόγον ὡς ἐπὶ πιθήκων, λαλοῦσι μὲν οὗτοι, φράζουσι δὲ οὔ Πλούτ. 2. 909Α· [[οὕτως]] ἐπὶ ἀκρίδων, καὶ ἀκρίδες ὧδε λαλεῦντι Θεόκρ. 5. 34· οὕτω, μεσημβρίας λαλεῖν [[τέττιξ]] (ἐξυπακ. εἰμί) Ἀριστοφῶν ἐν «Πυθαγοριστῇ» 1. 6· ἐπὶ τῆς χελιδόνος, ᾄδω, Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 114· - [[ὡσαύτως]], ἀνθρωπίνως λ. Στράτων ἐν «Φοινικίδῃ» 1. 46. ΙΙΙ. ἐπὶ μουσικῶν ἤχων, ἐν αὐλοῦ ἢ σάλπιγγος λ. Ἀριστ. περὶ Ἀκουστ. 19· ἐπὶ τῆς ἠχοῦς Δίων Κ. 74. 14· [[ὡσαύτως]] μετὰ συστοίχ. αἰτ., μάγαδιν λαλήσω μικρὸν ἅμα σοι καὶ μέγαν, θά σοι λαλήσω, παίξω αὐλὸν κτλ., Ἀναξανδρ. ἐν «Ὁπλομάχῳ» 1.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> prononcer des sons inarticulés <i>en parl. d'animaux, de sons, de musique</i>;<br /><b>2</b> babiller, bavarder;<br /><b>3</b> <i>p. ext.</i> parler : λαλεῖν [[τι]], dire qch ; <i>fig.</i> [[ζωγραφία]] λαλοῦσα PLUT peinture parlante.<br />'''Étymologie:''' [[λάλος]].
}}
}}
{{eles
{{eles