3,274,216
edits
m (Text replacement - ".[[" to ". [[") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0616.png Seite 616]] fut. u. s. w. werden von [[πλήθω]] (s. unten, u. vgl. [[πλέος]], [[πλήρης]]) gebildet, πλήσω, πέπλησμαι, ἐπλήσθην; aor. syncop. med. mit passiv. Bdtg ἐπλήμην, Hom. πλῆτο, πλῆντο, opt. πλῄμην oder πλείμην, Ar. Ach. 236, imperat. πλῆσο (wegen des Ausfalls des μ der Reduplication s. [[ἐμπίπλημι]]); – vollmachen, [[anfüllen]]; c. acc., ἰχθύες φεύγοντες πιμπλᾶσι μυχοὺς λιμένος, Il. 21, 23; gewöhnlich τί τινος, Etwas womit, z. B. τράπεζαν ἀμβροσίης πλήσασα, nachdem sie den Tisch mit Ambrosia angefüllt hatte, Od. 5, 93; [[τάχα]] κεν φεύγοντες ἐναύλους πλήσειαν νεκύων, Il. 16, 72; ἀμφοτέρω πλῆσεν μένεος, Il. 13, 60, u. öfter in ähnlichen Verbindungen. – Im med. für sich füllen, πλησάμενος δ' οἴνοιο [[δέπας]], Il. 9, 224, πλησάμενος δ' ἄρα θυμὸν ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος, Od. 17, 603. 19, 198, nachdem er seine Eßlust gestillt. sich an Speise und Trank gesättigt hatte; – pass., μένεος δὲ μέγα φρένες πίμπλαντο, Il. 1, 104, [[ὄσσε]] δ' ἄρα [[σφέων]] δακρυόφιν πίμπλαντο, Od. 20, 349, wie τὼ δέ οἱ [[ὄσσε]] δακρυόφιν πλῆσθεν, d. i. ἐπλήσθησαν, Il. 17, 696; u. eben so im aor. syncop., ἀλκῆς καὶ σθένεος πλῆτο φρένας, 17, 499, πλῆτο [[ῥόος]] ἐπιμὶξ ἀνδρῶν τε καὶ ἵππων, 21, 16, u. öfter. – Eben so Tragg. u. in Prosa: τοσῶνδε κρατῆρ' ἐν δόμοις κακῶν ὅδε πλήσας ἀραίων, Aesch. Ag. 1371; aber auch c. dat., λέκτρα δ' ἀνδρῶν πόθῳ πίμπλαται δακρύμασιν, Pers. 131; χαρᾷ δὲ πίμπλημ' εὐθὺς [[ὄμμα]] δακρύων, Soph. El. 894 u. öfter; [[πρίν]] ποθ' ἁμετέρων αἱμάτων γένυσιν πλησθῆναι, sättigen, Ant. 121; u. im med., [[μητρόθεν]] δυσώνυμα λέκτρ' ἐπλήσω; O. C. 532; πεδία πίμπλασθ' ἁρμάτων, Eur. Phoen. 525; οὐδὲ τὸ στέγον ἑαυτῶν πιμπλάντες, Plat. Rep. IX, 586 b; λήθης τε καὶ κακίας πλησθεῖσα, Phaedr. 248 c; Sp., [[χῶρος]] δίψης ἀεὶ πιμπλάμενος, Luc. Nigr. 16; Plut. u. A. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0616.png Seite 616]] fut. u. s. w. werden von [[πλήθω]] (s. unten, u. vgl. [[πλέος]], [[πλήρης]]) gebildet, πλήσω, πέπλησμαι, ἐπλήσθην; aor. syncop. med. mit passiv. Bdtg ἐπλήμην, Hom. πλῆτο, πλῆντο, opt. πλῄμην oder πλείμην, Ar. Ach. 236, imperat. πλῆσο (wegen des Ausfalls des μ der Reduplication s. [[ἐμπίπλημι]]); – vollmachen, [[anfüllen]]; c. acc., ἰχθύες φεύγοντες πιμπλᾶσι μυχοὺς λιμένος, Il. 21, 23; gewöhnlich τί τινος, Etwas womit, z. B. τράπεζαν ἀμβροσίης πλήσασα, nachdem sie den Tisch mit Ambrosia angefüllt hatte, Od. 5, 93; [[τάχα]] κεν φεύγοντες ἐναύλους πλήσειαν νεκύων, Il. 16, 72; ἀμφοτέρω πλῆσεν μένεος, Il. 13, 60, u. öfter in ähnlichen Verbindungen. – Im med. für sich füllen, πλησάμενος δ' οἴνοιο [[δέπας]], Il. 9, 224, πλησάμενος δ' ἄρα θυμὸν ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος, Od. 17, 603. 19, 198, nachdem er seine Eßlust gestillt. sich an Speise und Trank gesättigt hatte; – pass., μένεος δὲ μέγα φρένες πίμπλαντο, Il. 1, 104, [[ὄσσε]] δ' ἄρα [[σφέων]] δακρυόφιν πίμπλαντο, Od. 20, 349, wie τὼ δέ οἱ [[ὄσσε]] δακρυόφιν πλῆσθεν, d. i. ἐπλήσθησαν, Il. 17, 696; u. eben so im aor. syncop., ἀλκῆς καὶ σθένεος πλῆτο φρένας, 17, 499, πλῆτο [[ῥόος]] ἐπιμὶξ ἀνδρῶν τε καὶ ἵππων, 21, 16, u. öfter. – Eben so Tragg. u. in Prosa: τοσῶνδε κρατῆρ' ἐν δόμοις κακῶν ὅδε πλήσας ἀραίων, Aesch. Ag. 1371; aber auch c. dat., λέκτρα δ' ἀνδρῶν πόθῳ πίμπλαται δακρύμασιν, Pers. 131; χαρᾷ δὲ πίμπλημ' εὐθὺς [[ὄμμα]] δακρύων, Soph. El. 894 u. öfter; [[πρίν]] ποθ' ἁμετέρων αἱμάτων γένυσιν πλησθῆναι, sättigen, Ant. 121; u. im med., [[μητρόθεν]] δυσώνυμα λέκτρ' ἐπλήσω; O. C. 532; πεδία πίμπλασθ' ἁρμάτων, Eur. Phoen. 525; οὐδὲ τὸ στέγον ἑαυτῶν πιμπλάντες, Plat. Rep. IX, 586 b; λήθης τε καὶ κακίας πλησθεῖσα, Phaedr. 248 c; Sp., [[χῶρος]] δίψης ἀεὶ πιμπλάμενος, Luc. Nigr. 16; Plut. u. A. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>impf.</i> ἐπίμπλην, <i>f.</i> πλήσω, <i>ao.</i> [[ἔπλησα]], <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.</i> [[ἐπλήσθην]], <i>pf.</i> πέπλησμαι;<br /><b>1</b> remplir : πήρην σίτου OD une besace de provisions de bouche ; τινα μένεος IL qqn de courage ; φρένας [[θάρσευς]] IL l'âme de hardiesse ; <i>Pass.</i> être plein, rempli de;<br /><b>2</b> remplir, couvrir, obstruer : μυχοὺς λιμένος IL le fond d'un lac;<br /><b>3</b> <i>fig.</i> rassasier, combler : αἱμάτων πλησθῆναι SOPH être rassasié de sang;<br /><i><b>Moy.</b></i> πίμπλαμαι (<i>ao.</i> ἐπλησάμην);<br /><b>1</b> remplir pour soi : [[δέπας]] οἴνοιο IL se remplir une coupe de vin ; [[νῆας]] OD équiper des navires pour soi;<br /><b>2</b> rassasier : θυμὸν ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος OD <i>ou abs.</i> π. θυμόν OD rassasier son cœur de nourriture et de boisson.<br />'''Étymologie:''' R. Πλα, remplir, avec redoubl. πι-μ-πλα- ; cf. [[πλήθω]], <i>lat.</i> compleo, impleo, plenus, etc. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πίμπλημι''': ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ. σχηματίζεται ὡς τὸ [[ἵστημι]]· Ἐπικ. γ΄ ἑνικ. ὑποτ. πίμπλῃσι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 299· προστ. πίμπλα Ξέναρχος ἐν «Διδύμοις» 2, ἐμπίπλη Ἀριστοφ. Ὄρν. 1310· ― παρατ. γ΄ πληθ. ἐπίμπλασαν Ξεν. Ἀν. 1. 5, 10· ― οἱ λοιποὶ χρόνοι σχηματίζονται ἐκ τοῦ [[πλήθω]] ([[ὅπερ]] ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ. [[εἶναι]] ἀμετάβ., ἴδε ἐν λ.): μέλλ. πλήσω Εὐρ. Ἱππ. 691, (ἀνα-) Ὅμ.· ― ἀόρ. ἔπλησα Εὐρ., κλ.· Ἐπικ. πλῆσα Ὅμ.· ― πρκμ. πέπληκα (ἐμ-) Πλάτ. Ἀπολ. 23Ε, Λυσίας 204C· ― Μέσ., μέλλ. πλήσομαι (ἐμ-) Ἀππ., Ἄρατ.· ― ἀόρ. ἐπλησάμην Ὅμ., Ἀττ. ― Παθητ., μέλλ. πλησθήσομαι Χρησμ. Σιβυλλ. 3. 311, (ἐμ-) Εὐρ., κλ.· [[ὡσαύτως]] πεπλήσομαι Πορφ. π. Ἀποχ. Ἐμψύχ. 1. 16· ― ἀόρ. ἐπλήσθην Ὅμ., Ἀττ.· Ἐπικ. γ΄ πληθ. πλῆσθεν Ὀδ. Δ. 705, Ἰλ. Ρ. 211· ― πρκμ. πέπλησμαι Βάβρ. 60, (ἐμ-) Πλάτ. Πολ. 518Β, γ΄ πληθ. πέπληνται Ἱππ. 298. 33 (κοινῶς: πεπλήρωνται)· ― πλὴν τῶν χρόνων τούτων ὑπῆρχε ποιητ. ἀόρ. β΄ μετὰ τύπου ὑπερσυντ. ἐπλήμην, Ἐπικ. γ΄ ἑνικ. καὶ πληθ. [[πλῆτο]], [[πλῆντο]] Ὅμ.· ἐνέπλητο Ἀριστοφ. Σφ. 911, 1304· προστ. ἔμπλησο [[αὐτόθι]] 603· εὐκτ. ἐμπλῄμην, -ῇτο ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 236, Λυσ. 235 μετοχ. ἐμπλήμενος ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 424, 984, κτλ. ― Ἐν τῷ συνθέτ. [[ἐμπίμπλημι]] ([[ὅπερ]] [[εἶναι]] συνηθέστερον ἐν πεζῷ λόγῳ), τὸ δεύτερον μ ἐκπίπτει, [[οἷον]] [[ἐμπίπλημι]]· ἀλλ’ ἐπανέρχεται μετὰ τῆς αὐξήσεως, [[οἷον]] ἐνεπίμπλασαν, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 95, πρβλ. [[πίμπρημι]]· ὁ Αἰσχύλ. ἔχει πῐπλάντων [[χάριν]] τοῦ μέτρου, Χο. 360. ― Παράλληλ. ἀλλ’ οὐχὶ Ἀττ. τύποι: γ΄ ἑνικ. παθ. πιμπλάνεται Ἰλ. Ι. 679· μετοχ. πιμπλῶν (ὡς εἰ ἐκ ῥήματος [[πιμπλέω]]) Ἱππ. 1199F· Ἰωνικ. θηλ. μετοχ. πληθ. πιμπλεῦσαι Ἡσ. Θ. 880· γ΄ ἑνικ. παρατατ. ἐνεπιμπλέετο Ἡρόδ. 3. 108. ― Ἐν Ἡσιόδ. Ἀσπ. Ἡρ. 291, ἀντὶ [[ἔπιπλον]] ἀλωὴν (ὡς ἐκ ῥήματος πίπλω) ἔπιτνον ἤδη ἐκ διορθώσεως φέρεται. (Ἐκ τῆς √ΠΛΑ˘, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ ἀπαρ. πιμπλάναι· πρβλ. πλήθω, πλέως, πλῆθος, πλήρης· πρβλ. [[ὡσαύτως]] πολύς, πλείων, πλεῖστος, πλοῦτος· Σανσκριτ. prî, pi-par-mi, pri-nami (compleo), prâ-nas, pûrnas (plenus)· Λατ. ple-o (ἐν συνθέσει), ple-nus, ple-bes, pop-ulus· Σλαυ. plu-nu (plenus), plu-ku (populus)· Λιθ. pil-ti (implere· Γοτθ. full-s ([[πλήρης]]), full-o ([[πλήρωμα]])· Ἀγγλο-Σαξον. full, fol-c· Ἀρχ. Γερμ. fol, fol-c, κτλ.). Πληρῶ, [[γεμίζω]]· μετὰ γεν. πράγματ., πληρῶ, [[γεμίζω]] μέ τι, τράπεζαν ἀμβροσίης Ὀδ. Ε. 93· πήρην σίτου καὶ [[κρειῶν]] Ρ. 411· π. τινὰ μένεος, φρένας θάρσους, Ἰλ. Ν. 60, Ρ. 573· οὕτω παρ’ ἅπασι τοῖς συγγραφεῦσι, π. τὸ [[πλοῖον]] καλάμης Ἡρόδ. 1. 194· π. κρητῆρα κακῶν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1397· πίμπλημ’ [[ὄμμα]] δακρύων Σοφ. Ἠλ. 906· δακρύων ἔπλησεν ἐμέ, μὲ ἐνέπλησε δακρ., Εὐρ. Ὀρ. 368· ― [[ὡσαύτως]] μετὰ δοτ. πράγματος (πρβλ. [[σάττω]] ΙΙ), [[γεμίζω]] μέ τι, δακρύοισιν Ἑλλάδα ἔπλησεν [[αὐτόθι]] 1363· πέμφιγι πλήσας ὄψιν Σοφ. Ἀποσπ. 483 (ἴδε κατωτ. ΙΙΙ. 2)· ― ἐν Ἰλ. Π. 374, ἰαχῇ τε φόβῳ τε πάσας πλῆσαν ὁδούς, ἰαχῇ καὶ φόβῳ [[εἶναι]] πιθαν. δοτικ. τρόπου: ― [[ἁπλῶς]], [[γεμίζω]], ἰχθύες... πιμπλᾶσι μυχοὺς Φ. 23, πρβλ. Ξ. 35, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 409, Πλάτ. Γοργ. 494Α· π. [[μέλος]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 55· ― πίμπλα σὺ μὲν ἐμοὶ (δηλ. τὴν κύλικα) Ξέναρχος ἐν «Διδύμοις» 2. 2) πληρῶ ἐντελῶς, [[γεμίζω]], ἱκανοποιῶ, χορταίνω, Εὐρ. Κύκλ. 146, κτλ. 3) πληρῶ θέσιν τινά, [[κατέχω]] [[ἀξίωμα]], Αἰσχύλ. Χο. 370 (ἀλλὰ τὸ [[χωρίον]] φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] ἐφθαρμένον). ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ ἀορ., [[γεμίζω]] δι’ ἐμαυτόν, ἢ [[γεμίζω]] τι ἀνῆκον εἰς ἐμέ, πλήσασθαι [[δέπας]] οἴνοιο Ἰλ. Ι. 224, πρβλ. Ὀδ. Ξ. 112· πλησάμενοι δέ τε νῆας ἔβαν, φορτώσαντες τὰ πλοῖα ἀπῆλθον, Ὀδ. Ξ. 87· θυμὸν πλήσασθαι... ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος, Λατ. animum explere, P. 603· [[μητρόθεν]] δυσώνυμα λέκτρ’ ἐπλήσω Σοφ. Ο. Κ. 528· πεδία πίμπλασθ’ ἁρμάτων Εὐρ. Φοίν. 522, κτλ. ΙΙΙ. Παθ., πληροῦμαι, τῶν δ’ ἅπαν ἐπλήσθη [[πεδίον]] Ἰλ. Υ. 156· [[πλῆτο]] [[ῥόος]]... ἀνδρῶν τε καὶ ἵππων Φ. 16· [[ὄσσε]] δακρυόφιν πλῆσθεν Ὀδ. Δ. 705, κτλ.· μένεος... φρένες... πίμπλαντο Ἰλ. Α. 104· πλῆσθεν… [[μέλε]]· ἐντὸς ἀλκῆς Ρ. 211· [[ὡσαύτως]], ἀλκῆς [[πλῆτο]] φρένας... [[αὐτόθι]] 499· οὕτω παρὰ Τραγικ., κλ. 2) πληροῦμαι ἔκ τινος πράγματος, χορταίνω, γένυσι πλησθῆναι αἱμάτων Σοφ. Ἀντ. 121· πλ. τῆς νόσου συνουσίᾳ, βαρύνομαι τὴν νόσον ὡς ἔχων αὐτὴν ἐπὶ πολύ, ἢ [[ἴσως]] ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ [[ἀναπίμπλημι]] ΙΙ. 2), ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 520· ἡδονῶν Πλάτ. Πολ. 442Α, κτλ.· ― σπανίως μετὰ δοτ., λέκτρα δ’ ἀνδρῶν πόθῳ πίμπλαται δακρύμασι Αἰσχύλ. Πέρσ. 134· δάκρυσι τὸ [[στράτευμα]] πλησθὲν Θουκ. 7. 75· ἴδε ἀνωτ. Ι. 1. 3) ἐπὶ τῶν θηλέων, [[γίνομαι]] [[ἔγκυος]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 22, 15., 29. 6. | |lstext='''πίμπλημι''': ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ. σχηματίζεται ὡς τὸ [[ἵστημι]]· Ἐπικ. γ΄ ἑνικ. ὑποτ. πίμπλῃσι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 299· προστ. πίμπλα Ξέναρχος ἐν «Διδύμοις» 2, ἐμπίπλη Ἀριστοφ. Ὄρν. 1310· ― παρατ. γ΄ πληθ. ἐπίμπλασαν Ξεν. Ἀν. 1. 5, 10· ― οἱ λοιποὶ χρόνοι σχηματίζονται ἐκ τοῦ [[πλήθω]] ([[ὅπερ]] ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ. [[εἶναι]] ἀμετάβ., ἴδε ἐν λ.): μέλλ. πλήσω Εὐρ. Ἱππ. 691, (ἀνα-) Ὅμ.· ― ἀόρ. ἔπλησα Εὐρ., κλ.· Ἐπικ. πλῆσα Ὅμ.· ― πρκμ. πέπληκα (ἐμ-) Πλάτ. Ἀπολ. 23Ε, Λυσίας 204C· ― Μέσ., μέλλ. πλήσομαι (ἐμ-) Ἀππ., Ἄρατ.· ― ἀόρ. ἐπλησάμην Ὅμ., Ἀττ. ― Παθητ., μέλλ. πλησθήσομαι Χρησμ. Σιβυλλ. 3. 311, (ἐμ-) Εὐρ., κλ.· [[ὡσαύτως]] πεπλήσομαι Πορφ. π. Ἀποχ. Ἐμψύχ. 1. 16· ― ἀόρ. ἐπλήσθην Ὅμ., Ἀττ.· Ἐπικ. γ΄ πληθ. πλῆσθεν Ὀδ. Δ. 705, Ἰλ. Ρ. 211· ― πρκμ. πέπλησμαι Βάβρ. 60, (ἐμ-) Πλάτ. Πολ. 518Β, γ΄ πληθ. πέπληνται Ἱππ. 298. 33 (κοινῶς: πεπλήρωνται)· ― πλὴν τῶν χρόνων τούτων ὑπῆρχε ποιητ. ἀόρ. β΄ μετὰ τύπου ὑπερσυντ. ἐπλήμην, Ἐπικ. γ΄ ἑνικ. καὶ πληθ. [[πλῆτο]], [[πλῆντο]] Ὅμ.· ἐνέπλητο Ἀριστοφ. Σφ. 911, 1304· προστ. ἔμπλησο [[αὐτόθι]] 603· εὐκτ. ἐμπλῄμην, -ῇτο ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 236, Λυσ. 235 μετοχ. ἐμπλήμενος ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 424, 984, κτλ. ― Ἐν τῷ συνθέτ. [[ἐμπίμπλημι]] ([[ὅπερ]] [[εἶναι]] συνηθέστερον ἐν πεζῷ λόγῳ), τὸ δεύτερον μ ἐκπίπτει, [[οἷον]] [[ἐμπίπλημι]]· ἀλλ’ ἐπανέρχεται μετὰ τῆς αὐξήσεως, [[οἷον]] ἐνεπίμπλασαν, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 95, πρβλ. [[πίμπρημι]]· ὁ Αἰσχύλ. ἔχει πῐπλάντων [[χάριν]] τοῦ μέτρου, Χο. 360. ― Παράλληλ. ἀλλ’ οὐχὶ Ἀττ. τύποι: γ΄ ἑνικ. παθ. πιμπλάνεται Ἰλ. Ι. 679· μετοχ. πιμπλῶν (ὡς εἰ ἐκ ῥήματος [[πιμπλέω]]) Ἱππ. 1199F· Ἰωνικ. θηλ. μετοχ. πληθ. πιμπλεῦσαι Ἡσ. Θ. 880· γ΄ ἑνικ. παρατατ. ἐνεπιμπλέετο Ἡρόδ. 3. 108. ― Ἐν Ἡσιόδ. Ἀσπ. Ἡρ. 291, ἀντὶ [[ἔπιπλον]] ἀλωὴν (ὡς ἐκ ῥήματος πίπλω) ἔπιτνον ἤδη ἐκ διορθώσεως φέρεται. (Ἐκ τῆς √ΠΛΑ˘, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ ἀπαρ. πιμπλάναι· πρβλ. πλήθω, πλέως, πλῆθος, πλήρης· πρβλ. [[ὡσαύτως]] πολύς, πλείων, πλεῖστος, πλοῦτος· Σανσκριτ. prî, pi-par-mi, pri-nami (compleo), prâ-nas, pûrnas (plenus)· Λατ. ple-o (ἐν συνθέσει), ple-nus, ple-bes, pop-ulus· Σλαυ. plu-nu (plenus), plu-ku (populus)· Λιθ. pil-ti (implere· Γοτθ. full-s ([[πλήρης]]), full-o ([[πλήρωμα]])· Ἀγγλο-Σαξον. full, fol-c· Ἀρχ. Γερμ. fol, fol-c, κτλ.). Πληρῶ, [[γεμίζω]]· μετὰ γεν. πράγματ., πληρῶ, [[γεμίζω]] μέ τι, τράπεζαν ἀμβροσίης Ὀδ. Ε. 93· πήρην σίτου καὶ [[κρειῶν]] Ρ. 411· π. τινὰ μένεος, φρένας θάρσους, Ἰλ. Ν. 60, Ρ. 573· οὕτω παρ’ ἅπασι τοῖς συγγραφεῦσι, π. τὸ [[πλοῖον]] καλάμης Ἡρόδ. 1. 194· π. κρητῆρα κακῶν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1397· πίμπλημ’ [[ὄμμα]] δακρύων Σοφ. Ἠλ. 906· δακρύων ἔπλησεν ἐμέ, μὲ ἐνέπλησε δακρ., Εὐρ. Ὀρ. 368· ― [[ὡσαύτως]] μετὰ δοτ. πράγματος (πρβλ. [[σάττω]] ΙΙ), [[γεμίζω]] μέ τι, δακρύοισιν Ἑλλάδα ἔπλησεν [[αὐτόθι]] 1363· πέμφιγι πλήσας ὄψιν Σοφ. Ἀποσπ. 483 (ἴδε κατωτ. ΙΙΙ. 2)· ― ἐν Ἰλ. Π. 374, ἰαχῇ τε φόβῳ τε πάσας πλῆσαν ὁδούς, ἰαχῇ καὶ φόβῳ [[εἶναι]] πιθαν. δοτικ. τρόπου: ― [[ἁπλῶς]], [[γεμίζω]], ἰχθύες... πιμπλᾶσι μυχοὺς Φ. 23, πρβλ. Ξ. 35, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 409, Πλάτ. Γοργ. 494Α· π. [[μέλος]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 55· ― πίμπλα σὺ μὲν ἐμοὶ (δηλ. τὴν κύλικα) Ξέναρχος ἐν «Διδύμοις» 2. 2) πληρῶ ἐντελῶς, [[γεμίζω]], ἱκανοποιῶ, χορταίνω, Εὐρ. Κύκλ. 146, κτλ. 3) πληρῶ θέσιν τινά, [[κατέχω]] [[ἀξίωμα]], Αἰσχύλ. Χο. 370 (ἀλλὰ τὸ [[χωρίον]] φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] ἐφθαρμένον). ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ ἀορ., [[γεμίζω]] δι’ ἐμαυτόν, ἢ [[γεμίζω]] τι ἀνῆκον εἰς ἐμέ, πλήσασθαι [[δέπας]] οἴνοιο Ἰλ. Ι. 224, πρβλ. Ὀδ. Ξ. 112· πλησάμενοι δέ τε νῆας ἔβαν, φορτώσαντες τὰ πλοῖα ἀπῆλθον, Ὀδ. Ξ. 87· θυμὸν πλήσασθαι... ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος, Λατ. animum explere, P. 603· [[μητρόθεν]] δυσώνυμα λέκτρ’ ἐπλήσω Σοφ. Ο. Κ. 528· πεδία πίμπλασθ’ ἁρμάτων Εὐρ. Φοίν. 522, κτλ. ΙΙΙ. Παθ., πληροῦμαι, τῶν δ’ ἅπαν ἐπλήσθη [[πεδίον]] Ἰλ. Υ. 156· [[πλῆτο]] [[ῥόος]]... ἀνδρῶν τε καὶ ἵππων Φ. 16· [[ὄσσε]] δακρυόφιν πλῆσθεν Ὀδ. Δ. 705, κτλ.· μένεος... φρένες... πίμπλαντο Ἰλ. Α. 104· πλῆσθεν… [[μέλε]]· ἐντὸς ἀλκῆς Ρ. 211· [[ὡσαύτως]], ἀλκῆς [[πλῆτο]] φρένας... [[αὐτόθι]] 499· οὕτω παρὰ Τραγικ., κλ. 2) πληροῦμαι ἔκ τινος πράγματος, χορταίνω, γένυσι πλησθῆναι αἱμάτων Σοφ. Ἀντ. 121· πλ. τῆς νόσου συνουσίᾳ, βαρύνομαι τὴν νόσον ὡς ἔχων αὐτὴν ἐπὶ πολύ, ἢ [[ἴσως]] ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ [[ἀναπίμπλημι]] ΙΙ. 2), ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 520· ἡδονῶν Πλάτ. Πολ. 442Α, κτλ.· ― σπανίως μετὰ δοτ., λέκτρα δ’ ἀνδρῶν πόθῳ πίμπλαται δακρύμασι Αἰσχύλ. Πέρσ. 134· δάκρυσι τὸ [[στράτευμα]] πλησθὲν Θουκ. 7. 75· ἴδε ἀνωτ. Ι. 1. 3) ἐπὶ τῶν θηλέων, [[γίνομαι]] [[ἔγκυος]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 22, 15., 29. 6. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |