3,274,216
edits
(1ba) |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0572.png Seite 572]] (s. [[δείδω]]), sehr fürchten; Hom. im perf. u. aor., τῇ δὲ δὴ αἰνότατον [[περιδείδια]] μή τι πάθωμεν, Il. 13, 52, ὅσσον ἐμῇ κεφαλῇ [[περιδείδια]], μή τι πάθῃσιν, 17, 242, u. c. gen., [[οὔτι]] τόσον νέκυος [[περιδείδια]], 17, 240, u. τινί, um Einen, πᾶσι περιδδείσασα θεοῖσιν, 15, 123, wie 21, 328. 23, 822; sp. D., wie Qu. Sm. 6, 543. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0572.png Seite 572]] (s. [[δείδω]]), sehr fürchten; Hom. im perf. u. aor., τῇ δὲ δὴ αἰνότατον [[περιδείδια]] μή τι πάθωμεν, Il. 13, 52, ὅσσον ἐμῇ κεφαλῇ [[περιδείδια]], μή τι πάθῃσιν, 17, 242, u. c. gen., [[οὔτι]] τόσον νέκυος [[περιδείδια]], 17, 240, u. τινί, um Einen, πᾶσι περιδδείσασα θεοῖσιν, 15, 123, wie 21, 328. 23, 822; sp. D., wie Qu. Sm. 6, 543. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> περιδείσομαι, <i>ao.</i> περιέδεισα, <i>pf.</i> περιδείδια, <i>au sens du prés.</i><br />craindre beaucoup, acc. ; τινος <i>ou</i> τινι pour qqn <i>ou</i> qch ; [[μή]] IL craindre que… <i>ou</i> de ne ; τινι [[μή]] IL craindre pour qqn que ; ἐμῇ κεφαλῇ π. μὴ IL je crains pour ma tête que.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[δείδω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περιδείδω''': μέλλ. -δείσομαι· ἀόρ. α΄ περιέδεισα, παρ’ Ὅμ. (μόνον ἐν τῇ Ἰλ.) ἀείποτε ἐν τοῖς τύποις περίδδεισαν, περιδδείσασα, κτλ.· πρκμ. περιδέδοικα, Ἐπικ. περίδείδια, Ὅμ. - Εἶμαι ἐν μεγάλῳ φόβῳ ἢ φοβοῦμαι [[περί]] τινος, [[μετὰ]] γεν., αἰνῶς γὰρ Δαναῶν π. Ἰλ. Κ. 93, πρβλ. Ρ. 240· [[μετὰ]] δοτ. εἶμαι ἐν μεγάλῳ φόβῳ διά τινα, [[Ἀθήνη]] πᾶσι περιδδείσασα θεοῖσι Ο. 123· Αἴαντι περιδδείσαντες Ψ. 822· τῷ ῥα περίδδεισαν Λ. 508· ἐμῇ κεφαλῇ περιδείδια, μή τι πάθῃσι Ρ. 242· περιδδείσασ’ Ἀχιλῆι, μὴ.. Φ. 328· - μετ’ ἀπαρ., [[μεγάλως]] φοβοῦμαι νὰ πράξω τι, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1203· μετ’ αἰτ., γαλέην περιδείδια Βατραχομ. 51. | |lstext='''περιδείδω''': μέλλ. -δείσομαι· ἀόρ. α΄ περιέδεισα, παρ’ Ὅμ. (μόνον ἐν τῇ Ἰλ.) ἀείποτε ἐν τοῖς τύποις περίδδεισαν, περιδδείσασα, κτλ.· πρκμ. περιδέδοικα, Ἐπικ. περίδείδια, Ὅμ. - Εἶμαι ἐν μεγάλῳ φόβῳ ἢ φοβοῦμαι [[περί]] τινος, [[μετὰ]] γεν., αἰνῶς γὰρ Δαναῶν π. Ἰλ. Κ. 93, πρβλ. Ρ. 240· [[μετὰ]] δοτ. εἶμαι ἐν μεγάλῳ φόβῳ διά τινα, [[Ἀθήνη]] πᾶσι περιδδείσασα θεοῖσι Ο. 123· Αἴαντι περιδδείσαντες Ψ. 822· τῷ ῥα περίδδεισαν Λ. 508· ἐμῇ κεφαλῇ περιδείδια, μή τι πάθῃσι Ρ. 242· περιδδείσασ’ Ἀχιλῆι, μὴ.. Φ. 328· - μετ’ ἀπαρ., [[μεγάλως]] φοβοῦμαι νὰ πράξω τι, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1203· μετ’ αἰτ., γαλέην περιδείδια Βατραχομ. 51. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |