πλεονέκτης: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2, $3:")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0630.png Seite 630]] ὁ, der mehr haben will, der Habsüchtige, Eigennützige; καὶ [[βίαιος]], Thuc. 1, 40; τῶν πολεμίων, Xen. Cyr. 1, 6, 27, der aus dem Unfalle des Feindes Vortheil zieht; τῶν ἄλλων ἀφαιρούμενοι χρήματα, Mem. 1, 5, 3; καὶ [[δημαγωγικός]], Pol. 15, 21, 1; dah. anmaßlich, [[λόγος]], Her. 7, 158; Sp. – Einen superl. πλεονεκτίστατος dat mit βιαιότατος vrbdn Xen. Mem. 1, 2, 12.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0630.png Seite 630]] ὁ, der mehr haben will, der Habsüchtige, Eigennützige; καὶ [[βίαιος]], Thuc. 1, 40; τῶν πολεμίων, Xen. Cyr. 1, 6, 27, der aus dem Unfalle des Feindes Vortheil zieht; τῶν ἄλλων ἀφαιρούμενοι χρήματα, Mem. 1, 5, 3; καὶ [[δημαγωγικός]], Pol. 15, 21, 1; dah. anmaßlich, [[λόγος]], Her. 7, 158; Sp. – Einen superl. πλεονεκτίστατος dat mit βιαιότατος vrbdn Xen. Mem. 1, 2, 12.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui cherche à avoir plus que les autres <i>ou</i> plus qu’il ne doit :<br /><b>1</b> cupide, ambitieux ; arrogant;<br /><b>2</b> qui profite de ses avantages sur, <i>gén.</i><br /><i>Sp.</i> [[πλεονεκτίστατος]].<br />'''Étymologie:''' [[πλεονεκτέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πλεονέκτης''': -ου, ὁ, = ὁ πλέον ἔχων, ὁ ἔχων ἢ ἀπαιτῶν [[πλείω]] τῶν ὅσα δικαιοῦται, [[ἄπληστος]], ἅρπαξ, ἀλαζών, Θουκ. 1. 40, κτλ.· ― ὡς ἐπίθ., [[λόγος]] πλ., [[λόγος]] [[ἄπληστος]], [[ἀλαζονικός]], Ἡρόδ. 7. 158· ὑπερθ. πλεονεκτίστατος, διάφ. γραφ. ἀντὶ [[κλεπτίστατος]], Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 11. 2) ἐν παντὶ πλεονέκτην τῶν πολεμίων, κερδαίνοντα ἐκ τῶν σφαλμάτων ἢ ἀποτυχιῶν τῶν ἐχθρῶν, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. Παιδ. 1. 6, 27. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 178.
|lstext='''πλεονέκτης''': -ου, ὁ, = ὁ πλέον ἔχων, ὁ ἔχων ἢ ἀπαιτῶν [[πλείω]] τῶν ὅσα δικαιοῦται, [[ἄπληστος]], ἅρπαξ, ἀλαζών, Θουκ. 1. 40, κτλ.· ― ὡς ἐπίθ., [[λόγος]] πλ., [[λόγος]] [[ἄπληστος]], [[ἀλαζονικός]], Ἡρόδ. 7. 158· ὑπερθ. πλεονεκτίστατος, διάφ. γραφ. ἀντὶ [[κλεπτίστατος]], Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 11. 2) ἐν παντὶ πλεονέκτην τῶν πολεμίων, κερδαίνοντα ἐκ τῶν σφαλμάτων ἢ ἀποτυχιῶν τῶν ἐχθρῶν, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. Παιδ. 1. 6, 27. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 178.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui cherche à avoir plus que les autres <i>ou</i> plus qu’il ne doit :<br /><b>1</b> cupide, ambitieux ; arrogant;<br /><b>2</b> qui profite de ses avantages sur, <i>gén.</i><br /><i>Sp.</i> [[πλεονεκτίστατος]].<br />'''Étymologie:''' [[πλεονεκτέω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR