πού: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "c’e" to "c'e")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0691.png Seite 691]] enclitisch, indefinit. zum Vorigen, [[irgend wo]]; Hom. u. Tragg.: κἄστ' οὐχ [[ἑκάς]] που, Soph. Phil. 41; που τῆς χώρας ἐμβάλλειν, Xen. Cyr. 6, 1, 42; – gew. wie unser [[wohl]], [[etwa]], [[vielleicht]], der Rede eine gewisse Ermäßigung gebend, bes. εἴ που, εἴ τινά που, ὅς που u. ä. Vrbdgn, z. B. Il. 11, 292; Tragg., Ar. u. in Prosa: [[καί]] πού τις ἔστι βωμὸς [[αὐτόθι]], Plat. Phaedr. 229 c; [[οὐδείς]] που τοῦτο ἀγνοεῖ, Phil. 64 d; εἴ που, Xen. An. 3, 4, 23; ἤν που, 1, 2, 27; Folgde; τῇδέ που, Pol. 3, 108, 3; sowohl eigtl. Zweifel ausdrückend, als subjective, bescheiden ausgesprochene Gewißheit der Überzeugung.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0691.png Seite 691]] enclitisch, indefinit. zum Vorigen, [[irgend wo]]; Hom. u. Tragg.: κἄστ' οὐχ [[ἑκάς]] που, Soph. Phil. 41; που τῆς χώρας ἐμβάλλειν, Xen. Cyr. 6, 1, 42; – gew. wie unser [[wohl]], [[etwa]], [[vielleicht]], der Rede eine gewisse Ermäßigung gebend, bes. εἴ που, εἴ τινά που, ὅς που u. ä. Vrbdgn, z. B. Il. 11, 292; Tragg., Ar. u. in Prosa: [[καί]] πού τις ἔστι βωμὸς [[αὐτόθι]], Plat. Phaedr. 229 c; [[οὐδείς]] που τοῦτο ἀγνοεῖ, Phil. 64 d; εἴ που, Xen. An. 3, 4, 23; ἤν που, 1, 2, 27; Folgde; τῇδέ που, Pol. 3, 108, 3; sowohl eigtl. Zweifel ausdrückend, als subjective, bescheiden ausgesprochene Gewißheit der Überzeugung.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv. indéf. enclitique</i>;<br /><b>1</b> quelque part, en quelque endroit ; [[οὐχ]] [[ἕκας]] που SOPH qqe part, non loin ; [[πέλας]] που SOPH qqe part près d'ici ; avec un gén. ποὺ [[αὐτοῦ]] ἄγρων OD là même qqe part dans les champs ; ποὺ τῆς χώρας XÉN qqe part dans le pays;<br /><b>2</b> en quelque manière ; peut-être, probablement, je pense, je suppose : [[θεός]] [[πού]] [[σοι]] τόγ’ ἔδωκεν IL c'est un dieu, je pense, qui t’a fait ce présent ; <i>particul. avec les conj. qui marquent le doute ou la possibilité</i> : εἴ που, [[ἐάν]] που, si par hasard ; <i>avec un pron. indéf.</i> [[καί]] [[πού]] [[τι]] THC et encore peut-être ; <i>avec un adv.</i> [[τάχα]] που SOPH peut-être, je pense ; <i>avec un n. de nombre</i> ἔτεα [[τρία]] καὶ [[δέκα]] κου <i>(ion.)</i> [[μάλιστα]] HDT environ treize ans au plus ; <i>avec la nég.</i> οὔ [[τι]] που, certes pas.<br />'''Étymologie:''' *πός.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πού''': Ἰων. κού, ἐγκλιτ. ἐπίρρ., κἄπου, εἴς τι [[μέρος]], Ὅμ., κτλ. [[συχνάκις]] μετ’ ἄλλων ἐπιρρημάτων τόπου, οὐχ [[ἑκάς]] που, κἄπου οὐχὶ πολὺ [[μακράν]], = ἐδῶ κἄπου, Σοφ. Φιλ. 41· [[πέλας]] που [[αὐτόθι]] 163· [[μηδαμοῦ]]... που [[αὐτόθι]] 256· ὁρῶσιν ἱππέας που [[πέραν]] τοῦ ποταμοῦ Ξεν. Ἀν. 4. 3, 3· ἄλλοθί που, Δημ. 52. 1, κτλ.· ― μετὰ γεν., [[ἀλλά]] που [[αὐτοῦ]] ἀγρῶν, εἴς τι [[μέρος]] [[ἐκεῖ]] τῶν ἀγρῶν, Ὀδ. Δ. 639· ἐμβαλεῖν που τῆς χώρας, εἴς τι [[μέρος]] τῆς χώρας, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 42· εἴ που τῆς χώρας ταὐτὸ τοῦτο... συνέβη Δημ. 293. 15. ΙΙ. [[ὡσαύτως]], ἀσχέτως πρὸς τόπον, κατά τινα βαθμόν, καί πού τι Θουκ. 2. 87· ― συχν. πρὸς περιορισμὸν ἢ τροποποίησιν ἐκφράσεως κατά τινα τρόπον, πιθανῶς, [[ἴσως]], ὑποθέτω, [[στοχάζομαι]], Ὅμ., κλπ.· προστίθεται δὲ εἰς προεισαγωγικὰ μόρια, [[ἤτοι]] εἰς μόρια ἀφ’ ὧν ἄρχεται πρότασίς τις, οὕτω που... Ἰλ. Β. 116· [[Ζεύς|Ζεὺς]] μὲν που Γ. 308· ὡς ὅτε που Ἰλ. Λ. 292· εἴ που, ἐάν που, εἰ μή που, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 23, Ἰέρ. 3. 2, Πλάτ. Πολ. 372Α· ― ἐπιτείνεται: [[τάχα]] που Σοφ. Ο. Τ. 1116· [[ἴσως]] που Εὐρ. Ἠλ. 518· ― [[ὡσαύτως]] συνάπτεται ἐπιτασσόμενον εἰς λέξεις καθ’ ἑαυτὰς πρὸς περιορισμὸν τῆς ἐννοίας αὐτῶν, [[πάντως]] κου Ἡρόδ. 3. 73· τί που δράσεις [[ὅταν]] τὰ λοιπὰ πυνθάνῃ κακά; Αἰσχύλ. Πρ. 743· [[οὐδείς]] που Πλάτ. Φίληβ. 64D· οὕτω μετ’ ἀριθμητικῶν, [[δέκα]] κου [[μάλιστα]], [[περίπου]] [[δέκα]] τὸ πολὺ πολύ, Ἡρόδ. 1. 119, πρβλ. 209., 7. 22, κτλ.· ― οὔ τί που, ἐκφέρει ἄρνησιν μετὰ ἀγανακτήσεως ἢ θαυμασμοῦ, βεβαίως δὲν [[εἶναι]] δυνατόν..., οὔ τί που [[οὗτος]] [[Ἀπόλλων]] Πινδ. Π. 4. 154, πρβλ. Σοφ. Φιλ. 1233, Ἀριστοφ. Νεφ. 1260, Εἰρ. 1211, Βάτρ. 522, Πλάτ. Πολ. 362D, κτλ.· ἐν ᾧ διὰ τοῦ οὐ [[δήπου]] ἐκφέρεται καὶ [[σκιά]] τις ὑποψίας, οὐ [[δήπου]] Στράτων; Ἀριστοφ. Ἀχ. 122, πρβλ. Ὄρν. 269, Βάτρ. 526, Elmsl. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. ἔνθ’ ἀνωτ., Stallb. εἰς Πλάτ. Συμπ. 194Β· ― περὶ τῶν μορίων [[δήπου]], ἦπου, [[ἤπου]], ἴδε τὰς λέξεις. ― Παρὰ τοῖς μεταγεν. τὰ μόρια ποῦ καὶ ποῖ, που καὶ ποι [[συχνάκις]] ἐναλλάσσονται, οὕτω [[μάλιστα]], [[ὥστε]] τὰ ποῦ, που τίθενται ἀντὶ τῶν ποῖ, ποι, μετὰ ῥημάτων κινήσεως. οἱ δὲ ἀντιγραφεῖς εἰσήγαγον τὸ [[σφάλμα]] τοῦτο ([[ὅπερ]] ῥητῶς κατακρίνει ὁ Φρύν. 43, ποῦ ἄπει... [[ἁμάρτημα]]) εἰς τὰ Ἀντίγραφα τῶν δοκιμωτάτων συγγραφέων, [[οἷον]] ποῦ τοι ἀπειλαὶ οἴχονται; Ἰλ. Ν. 219· ἐξελθών που Ἀντιφῶν 120. 10· ἰόντα που Ξεν. Κύρ. 1. 2, 16· πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. 1062, Cobet. V. LL. 44, N. LL. 91.
|lstext='''πού''': Ἰων. κού, ἐγκλιτ. ἐπίρρ., κἄπου, εἴς τι [[μέρος]], Ὅμ., κτλ. [[συχνάκις]] μετ’ ἄλλων ἐπιρρημάτων τόπου, οὐχ [[ἑκάς]] που, κἄπου οὐχὶ πολὺ [[μακράν]], = ἐδῶ κἄπου, Σοφ. Φιλ. 41· [[πέλας]] που [[αὐτόθι]] 163· [[μηδαμοῦ]]... που [[αὐτόθι]] 256· ὁρῶσιν ἱππέας που [[πέραν]] τοῦ ποταμοῦ Ξεν. Ἀν. 4. 3, 3· ἄλλοθί που, Δημ. 52. 1, κτλ.· ― μετὰ γεν., [[ἀλλά]] που [[αὐτοῦ]] ἀγρῶν, εἴς τι [[μέρος]] [[ἐκεῖ]] τῶν ἀγρῶν, Ὀδ. Δ. 639· ἐμβαλεῖν που τῆς χώρας, εἴς τι [[μέρος]] τῆς χώρας, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 42· εἴ που τῆς χώρας ταὐτὸ τοῦτο... συνέβη Δημ. 293. 15. ΙΙ. [[ὡσαύτως]], ἀσχέτως πρὸς τόπον, κατά τινα βαθμόν, καί πού τι Θουκ. 2. 87· ― συχν. πρὸς περιορισμὸν ἢ τροποποίησιν ἐκφράσεως κατά τινα τρόπον, πιθανῶς, [[ἴσως]], ὑποθέτω, [[στοχάζομαι]], Ὅμ., κλπ.· προστίθεται δὲ εἰς προεισαγωγικὰ μόρια, [[ἤτοι]] εἰς μόρια ἀφ’ ὧν ἄρχεται πρότασίς τις, οὕτω που... Ἰλ. Β. 116· [[Ζεύς|Ζεὺς]] μὲν που Γ. 308· ὡς ὅτε που Ἰλ. Λ. 292· εἴ που, ἐάν που, εἰ μή που, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 23, Ἰέρ. 3. 2, Πλάτ. Πολ. 372Α· ― ἐπιτείνεται: [[τάχα]] που Σοφ. Ο. Τ. 1116· [[ἴσως]] που Εὐρ. Ἠλ. 518· ― [[ὡσαύτως]] συνάπτεται ἐπιτασσόμενον εἰς λέξεις καθ’ ἑαυτὰς πρὸς περιορισμὸν τῆς ἐννοίας αὐτῶν, [[πάντως]] κου Ἡρόδ. 3. 73· τί που δράσεις [[ὅταν]] τὰ λοιπὰ πυνθάνῃ κακά; Αἰσχύλ. Πρ. 743· [[οὐδείς]] που Πλάτ. Φίληβ. 64D· οὕτω μετ’ ἀριθμητικῶν, [[δέκα]] κου [[μάλιστα]], [[περίπου]] [[δέκα]] τὸ πολὺ πολύ, Ἡρόδ. 1. 119, πρβλ. 209., 7. 22, κτλ.· ― οὔ τί που, ἐκφέρει ἄρνησιν μετὰ ἀγανακτήσεως ἢ θαυμασμοῦ, βεβαίως δὲν [[εἶναι]] δυνατόν..., οὔ τί που [[οὗτος]] [[Ἀπόλλων]] Πινδ. Π. 4. 154, πρβλ. Σοφ. Φιλ. 1233, Ἀριστοφ. Νεφ. 1260, Εἰρ. 1211, Βάτρ. 522, Πλάτ. Πολ. 362D, κτλ.· ἐν ᾧ διὰ τοῦ οὐ [[δήπου]] ἐκφέρεται καὶ [[σκιά]] τις ὑποψίας, οὐ [[δήπου]] Στράτων; Ἀριστοφ. Ἀχ. 122, πρβλ. Ὄρν. 269, Βάτρ. 526, Elmsl. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. ἔνθ’ ἀνωτ., Stallb. εἰς Πλάτ. Συμπ. 194Β· ― περὶ τῶν μορίων [[δήπου]], ἦπου, [[ἤπου]], ἴδε τὰς λέξεις. ― Παρὰ τοῖς μεταγεν. τὰ μόρια ποῦ καὶ ποῖ, που καὶ ποι [[συχνάκις]] ἐναλλάσσονται, οὕτω [[μάλιστα]], [[ὥστε]] τὰ ποῦ, που τίθενται ἀντὶ τῶν ποῖ, ποι, μετὰ ῥημάτων κινήσεως. οἱ δὲ ἀντιγραφεῖς εἰσήγαγον τὸ [[σφάλμα]] τοῦτο ([[ὅπερ]] ῥητῶς κατακρίνει ὁ Φρύν. 43, ποῦ ἄπει... [[ἁμάρτημα]]) εἰς τὰ Ἀντίγραφα τῶν δοκιμωτάτων συγγραφέων, [[οἷον]] ποῦ τοι ἀπειλαὶ οἴχονται; Ἰλ. Ν. 219· ἐξελθών που Ἀντιφῶν 120. 10· ἰόντα που Ξεν. Κύρ. 1. 2, 16· πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. 1062, Cobet. V. LL. 44, N. LL. 91.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv. indéf. enclitique</i>;<br /><b>1</b> quelque part, en quelque endroit ; [[οὐχ]] [[ἕκας]] που SOPH qqe part, non loin ; [[πέλας]] που SOPH qqe part près d'ici ; avec un gén. ποὺ [[αὐτοῦ]] ἄγρων OD là même qqe part dans les champs ; ποὺ τῆς χώρας XÉN qqe part dans le pays;<br /><b>2</b> en quelque manière ; peut-être, probablement, je pense, je suppose : [[θεός]] [[πού]] [[σοι]] τόγ’ ἔδωκεν IL c'est un dieu, je pense, qui t’a fait ce présent ; <i>particul. avec les conj. qui marquent le doute ou la possibilité</i> : εἴ που, [[ἐάν]] που, si par hasard ; <i>avec un pron. indéf.</i> [[καί]] [[πού]] [[τι]] THC et encore peut-être ; <i>avec un adv.</i> [[τάχα]] που SOPH peut-être, je pense ; <i>avec un n. de nombre</i> ἔτεα [[τρία]] καὶ [[δέκα]] κου <i>(ion.)</i> [[μάλιστα]] HDT environ treize ans au plus ; <i>avec la nég.</i> οὔ [[τι]] που, certes pas.<br />'''Étymologie:''' *πός.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth