3,274,216
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0721.png Seite 721]] (s. [[ἔρχομαι]]), voran-, hervor-, herauskommen, vorgehen, vorschreiten; τὰ Περσέων πρήγματα ἐς [[τόδε]] προελθόντα, die Macht der Perser war bis zu dieser Höhe vorgeschritten, Her. 7, 50, 2; ἐπειδὴ [[ἐνταῦθα]] προελήλυθας, Plat. Theaet. 187 b; εἰς τὸ [[πρόσθεν]], Legg. III, 682 a, wie ὀλίγον τοῦ ποιήματος εἰς τὸ [[πρόσθεν]] προελθών Prot. 339 e; ὁδόν, einen Weg machen. zurücklegen, Rep. I, 328 e; auch προελθόντος χρόνου, Polit. 273 a, von Soldaten, vorrücken, Thuc. 5, 65; Xen. An. 4, 2, 16; auch προεληλυθὼς ἡλικίᾳ, Hell. 6, 1, 4; auftreten, um zu sprechen, Pol. 29, 9, 2 u. öfter, u. a. Sp. – Wie προιέναι bes. im Schlechten bis zu einem gewissen Grade fortschreiten, εἰς [[πᾶν]] προελήλυθε μοχθηρίας Dem. 3, 3, οἷ ἀσελγείας 4, 9, öfter. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0721.png Seite 721]] (s. [[ἔρχομαι]]), voran-, hervor-, herauskommen, vorgehen, vorschreiten; τὰ Περσέων πρήγματα ἐς [[τόδε]] προελθόντα, die Macht der Perser war bis zu dieser Höhe vorgeschritten, Her. 7, 50, 2; ἐπειδὴ [[ἐνταῦθα]] προελήλυθας, Plat. Theaet. 187 b; εἰς τὸ [[πρόσθεν]], Legg. III, 682 a, wie ὀλίγον τοῦ ποιήματος εἰς τὸ [[πρόσθεν]] προελθών Prot. 339 e; ὁδόν, einen Weg machen. zurücklegen, Rep. I, 328 e; auch προελθόντος χρόνου, Polit. 273 a, von Soldaten, vorrücken, Thuc. 5, 65; Xen. An. 4, 2, 16; auch προεληλυθὼς ἡλικίᾳ, Hell. 6, 1, 4; auftreten, um zu sprechen, Pol. 29, 9, 2 u. öfter, u. a. Sp. – Wie προιέναι bes. im Schlechten bis zu einem gewissen Grade fortschreiten, εἰς [[πᾶν]] προελήλυθε μοχθηρίας Dem. 3, 3, οἷ ἀσελγείας 4, 9, öfter. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao.2</i> προῆλθον, <i>etc.</i><br /><b>I.</b> s'avancer :<br /><b>1</b> aller en avant, continuer d'aller : προέρχεσθαι πόδα LUC aller en avant ; κατὰ τὴν ὁδόν XÉN poursuivre son chemin ; ἔς [[τι]] s'avancer vers un but ; <i>abs.</i> s'avancer à la tribune, s'avancer pour parler ; <i>en parl. du temps</i> προελθόντος [[πολλοῦ]] χρόνου THC beaucoup de temps s'étant écoulé ; [[οἱ]] προεληλυθότες ταῖς ἡλικίαις XÉN ceux qui sont avancés en âge, les vieillards ; <i>fig.</i> [[ἐς]] [[τοῦτο]] προελθεῖν HDT en être arrivé à ce degré (de puissance) ; [[ἐνταῦθα]] προέρχεσθαι [[ὥστε]] ISOCR en être arrivé à ce point que, <i>etc.</i><br /><b>2</b> aller au loin : ἐπὶ χιλόν XÉN faire du fourrage;<br /><b>3</b> aller au dehors, sortir : [[ἐκ]] χωρίου XÉN d'une place forte;<br /><b>II.</b> aller avant, marcher devant, précéder, gén..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἔρχομαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προέρχομαι''': ἀόρ. προῆλθον· πρκμ. προελήλῠθα, συνῃρ. προὐλήλυθα, Piers. εἰς Μοῖρ. 302· ἀποθετ. Ὡς τὸ [[πρόειμι]] ([[ὅπερ]] χρησιμεύει ὡς μέλλων), χωρῶ πρὸς τὰ ἐμπρός, προχωρῶ, [[προβαίνω]], Ἡρόδ. 1. 207., 9. 14· ἐς τὸ ὁμαλὸν Θουκ. 5. 65· ἐς τὸ πλέον [[οὐκέτι]] προελθὼν ὁ αὐτ. 2. 21· ἐκ τοῦ χωρίου Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 25· ἐπὶ τὸ βῆμα Διον. Ἁλ. 8. 58· καὶ ἀπολ., προελθὼν = Ἀττ. παρελθών, παρουσιασθεὶς νὰ ὁμιλήσῃ, Πολύβ. 4. 14, 7· προελθὼν ὁ [[κῆρυξ]] ἐκήρυττε... Αἰσχίν. 75. 27· ― πρ. τὰ ἔμβρυα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 22, 8· ― μετὰ συστοίχ. αἰτ., πρ. ἡμερησίαν ὁδὸν Πλάτ. Πολ. 616Β, πρβλ. 328Ε· [[ὡσαύτως]], κατὰ τὴν ὁδὸν Ξεν. Ἀν. 4. 2, 16. 2) ἐπὶ χρόνου, προελθόντος πολλοῦ χρόνου Θουκ. 1. 10, πρβλ. Πλάτ. Πολιτ. 273Α, Παρμ. 154Α· [[ἐντεῦθεν]] ἐπὶ προσώπων, προεληλυθότες ταῖς ἡλικίαις (πρβλ. [[προβαίνω]] Ι. 2), Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 4· οὕτω, 3) προχωρῶ, [[προβαίνω]] ἐν διηγήσει ἢ συζητήσει, Πλάτ. Φαῖδρ. 237C· πρ. εἰς τὸ [[πρόσθεν]] ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 682Α, πρβλ. Πρωτ. 339D. 4) μεταφορ., τὰ Περσέων πρήγματα ἐς τοῦτο προελθόντα, προχωρήσαντα εἰς τοῦτο, Ἡρόδ. 7. 50, 2· εἰς τοὔμπροσθεν πειραθῆναι προελθεῖν, νὰ προσπαθήσῃ νὰ ὑπάγῃ ἐμπρός, νὰ προοδεύσῃ, ἐπὶ μαθητοῦ, Ἰσοκρ. 415C· [[ἐνταῦθα]] πρ. [[ὥστε]]... ὁ αὐτ. π. Ἀντιδ. § 88· συχν. ἐπὶ κακῆς σημασίας, εἰς πᾶν μοχθηρίας πρ. Δημ. 29. 18· [[οὕτως]] αἰσχρῶς πρ. ὁ αὐτ. 688. 17· οἷ πρ. ἀσελγείας [[ἄνθρωπος]] ὁ αὐτ. 42. 25· εἰς τοῦτο προβέβηκεν ἔχθρας, [[ὥστε]]… ὁ αὐτ. 163. 2· οὕτω δὲ [[πόρρω]] προεληλύθασι φυλακῆς, τόσον δὲ πολὺ προέβησαν εἰς τὸ προσέχειν καὶ φυλάττεσθαι, ὁ αὐτ. ἐν Ἱέρ. 4, 4. 5) [[ὑπάγω]] πρότερον ἢ πρῶτος, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 9, κτλ.· πρ. τινος, προπορεύομαι, [[αὐτόθι]] 2. 2, 7· μεταγεν., συνέδραμον [[ἐκεῖ]] καὶ προῆλθον αὐτοὺς Εὐαγγ. Κ. Μάρκ. ς΄, 33. ΙΙ. μετὰ τοῦ ὀργάνου τῆς κινήσεως κατ’ αἰτιατ., πρ. [[πόδα]] (πρβλ. βαίνω ΙΙ. 4), Λουκ. Ἑρμότ. 32. | |lstext='''προέρχομαι''': ἀόρ. προῆλθον· πρκμ. προελήλῠθα, συνῃρ. προὐλήλυθα, Piers. εἰς Μοῖρ. 302· ἀποθετ. Ὡς τὸ [[πρόειμι]] ([[ὅπερ]] χρησιμεύει ὡς μέλλων), χωρῶ πρὸς τὰ ἐμπρός, προχωρῶ, [[προβαίνω]], Ἡρόδ. 1. 207., 9. 14· ἐς τὸ ὁμαλὸν Θουκ. 5. 65· ἐς τὸ πλέον [[οὐκέτι]] προελθὼν ὁ αὐτ. 2. 21· ἐκ τοῦ χωρίου Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 25· ἐπὶ τὸ βῆμα Διον. Ἁλ. 8. 58· καὶ ἀπολ., προελθὼν = Ἀττ. παρελθών, παρουσιασθεὶς νὰ ὁμιλήσῃ, Πολύβ. 4. 14, 7· προελθὼν ὁ [[κῆρυξ]] ἐκήρυττε... Αἰσχίν. 75. 27· ― πρ. τὰ ἔμβρυα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 22, 8· ― μετὰ συστοίχ. αἰτ., πρ. ἡμερησίαν ὁδὸν Πλάτ. Πολ. 616Β, πρβλ. 328Ε· [[ὡσαύτως]], κατὰ τὴν ὁδὸν Ξεν. Ἀν. 4. 2, 16. 2) ἐπὶ χρόνου, προελθόντος πολλοῦ χρόνου Θουκ. 1. 10, πρβλ. Πλάτ. Πολιτ. 273Α, Παρμ. 154Α· [[ἐντεῦθεν]] ἐπὶ προσώπων, προεληλυθότες ταῖς ἡλικίαις (πρβλ. [[προβαίνω]] Ι. 2), Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 4· οὕτω, 3) προχωρῶ, [[προβαίνω]] ἐν διηγήσει ἢ συζητήσει, Πλάτ. Φαῖδρ. 237C· πρ. εἰς τὸ [[πρόσθεν]] ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 682Α, πρβλ. Πρωτ. 339D. 4) μεταφορ., τὰ Περσέων πρήγματα ἐς τοῦτο προελθόντα, προχωρήσαντα εἰς τοῦτο, Ἡρόδ. 7. 50, 2· εἰς τοὔμπροσθεν πειραθῆναι προελθεῖν, νὰ προσπαθήσῃ νὰ ὑπάγῃ ἐμπρός, νὰ προοδεύσῃ, ἐπὶ μαθητοῦ, Ἰσοκρ. 415C· [[ἐνταῦθα]] πρ. [[ὥστε]]... ὁ αὐτ. π. Ἀντιδ. § 88· συχν. ἐπὶ κακῆς σημασίας, εἰς πᾶν μοχθηρίας πρ. Δημ. 29. 18· [[οὕτως]] αἰσχρῶς πρ. ὁ αὐτ. 688. 17· οἷ πρ. ἀσελγείας [[ἄνθρωπος]] ὁ αὐτ. 42. 25· εἰς τοῦτο προβέβηκεν ἔχθρας, [[ὥστε]]… ὁ αὐτ. 163. 2· οὕτω δὲ [[πόρρω]] προεληλύθασι φυλακῆς, τόσον δὲ πολὺ προέβησαν εἰς τὸ προσέχειν καὶ φυλάττεσθαι, ὁ αὐτ. ἐν Ἱέρ. 4, 4. 5) [[ὑπάγω]] πρότερον ἢ πρῶτος, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 9, κτλ.· πρ. τινος, προπορεύομαι, [[αὐτόθι]] 2. 2, 7· μεταγεν., συνέδραμον [[ἐκεῖ]] καὶ προῆλθον αὐτοὺς Εὐαγγ. Κ. Μάρκ. ς΄, 33. ΙΙ. μετὰ τοῦ ὀργάνου τῆς κινήσεως κατ’ αἰτιατ., πρ. [[πόδα]] (πρβλ. βαίνω ΙΙ. 4), Λουκ. Ἑρμότ. 32. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |