προοράω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0737.png Seite 737]] (s. [[ὁράω]]), vorwärts od. vor sich hinsehen, in die Ferne sehen; Hom. nur im aor. II. [[προεῖδον]], προϊδεῖν, προϊδών, Od. 5, 393, med., 13, 155 u. sonst, immer räumlich, in der Ferne sehen, wie auch Hes. Sc. 386; μὴ προορᾶν τοὺς [[ἔμπροσθεν]], Xen. Hell. 4, 3, 15. – Von der Zeit, Zukünftiges vorhersehen, ἐσσόμενον προϊδεῖν, Pind. N. 1, 27; τὰ μέλλοντα προορῶν, Plat. Legg. III, 691 d; ἃ ἐγὼ [[πάλαι]] προορῶν ἐφοβούμην, Rep. V, 453 d; προορᾶτε πρὸ τῶν πραγμάτων [[οὐδέν]], Dem. 4, 41, wo er hinzusetzt πρὶν ἂν ἢ γεγενημένον ἢ γιγνόμενόν τι πύθησθε; öfter, auch Folgde. – Dah. Vorsorge haben, vorsichtig sein, Her. 9, 17; Fürsorge tragen für Einen, für ihn sorgen, τινός, 2, 121; [[ἑωυτοῦ]], für sich selbst, 5, 39; προείδετε ἡμέων, 8, 144; u. so auch im med., τὸ ἐφ' ἑαυτῶν, Thuc. 1, 17; προειδόμενοι, 4, 64 (mit dem augm., wie Aesch. 1, 165 u. als [[varia lectio|v.l.]] auch Dem. 19, 233); Xen. Cyr. 4, 3, 21. 8, 6, 1; προΐδηται, Xen. An. 6, 1, 4; τοῦ μὴ [[παθεῖν]] ταῦτα προϊδέσθαι, D. Hal.; Pol. u. a. Sp. ganz gewöhnlich im med.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0737.png Seite 737]] (s. [[ὁράω]]), vorwärts od. vor sich hinsehen, in die Ferne sehen; Hom. nur im aor. II. [[προεῖδον]], προϊδεῖν, προϊδών, Od. 5, 393, med., 13, 155 u. sonst, immer räumlich, in der Ferne sehen, wie auch Hes. Sc. 386; μὴ προορᾶν τοὺς [[ἔμπροσθεν]], Xen. Hell. 4, 3, 15. – Von der Zeit, Zukünftiges vorhersehen, ἐσσόμενον προϊδεῖν, Pind. N. 1, 27; τὰ μέλλοντα προορῶν, Plat. Legg. III, 691 d; ἃ ἐγὼ [[πάλαι]] προορῶν ἐφοβούμην, Rep. V, 453 d; προορᾶτε πρὸ τῶν πραγμάτων [[οὐδέν]], Dem. 4, 41, wo er hinzusetzt πρὶν ἂν ἢ γεγενημένον ἢ γιγνόμενόν τι πύθησθε; öfter, auch Folgde. – Dah. Vorsorge haben, vorsichtig sein, Her. 9, 17; Fürsorge tragen für Einen, für ihn sorgen, τινός, 2, 121; [[ἑωυτοῦ]], für sich selbst, 5, 39; προείδετε ἡμέων, 8, 144; u. so auch im med., τὸ ἐφ' ἑαυτῶν, Thuc. 1, 17; προειδόμενοι, 4, 64 (mit dem augm., wie Aesch. 1, 165 u. als [[varia lectio|v.l.]] auch Dem. 19, 233); Xen. Cyr. 4, 3, 21. 8, 6, 1; προΐδηται, Xen. An. 6, 1, 4; τοῦ μὴ [[παθεῖν]] ταῦτα προϊδέσθαι, D. Hal.; Pol. u. a. Sp. ganz gewöhnlich im med.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> προόψομαι, <i>ao.2</i> [[προεῖδον]], <i>pf.</i> προεόρακα, <i>etc.</i><br /><b>I.</b> voir en avant :<br /><b>1</b> voir devant soi, acc.;<br /><b>2</b> prévoir, connaître d'avance, acc.;<br /><b>II.</b> pourvoir à ; prendre soin de, gén.;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[προοράομαι]], [[προορῶμαι]];<br /><b>1</b> regarder devant soi;<br /><b>2</b> prévoir pour soi;<br /><b>3</b> pourvoir à, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ὁράω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προοράω''': μέλλ. προόψομαι· πρκμ. προεόρᾱκα· (πρβλ. ἀόρ. [[προεῖδον]]). [[Βλέπω]] ἔμπροσθέν μου, [[βλέπω]] πρὸς τὰ ἐμπρός, τὰ [[ἔμπροσθεν]] Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 23· [[βλέπω]] τὰ πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν μου, Θουκ. 7. 44· ἀπολ., [[βλέπω]] πρὸς τὰ ἐμπρός, εἰς τὸ [[πρόσθεν]]· Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 12· ὀφθαλμοῖς πρ. Ξεν. Κύρ. 4. 3, 21. 2) [[προβλέπω]], τὸ μέλλον Ἡρόδ. 5. 24, καὶ ἐν τῷ πεζῷ, Ἀττικῷ λόγῳ, πρ. ὀλίγα περὶ τοῦ μέλλοντος Ξεν. Κύρ. 3. 2, 15· ἑαυτοῖς τὸ ἐπιὸν ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 4, 5· πρ. τῶν πραγμάτων οὐδὲν Δημ. 52. 4, πρβλ. 1262. 28· πρ. τι διανοίᾳ Ἀριστ. Πολιτ. 1. 2, 2· ― ἀπολ., τὸ προορᾶν... σεῦ, ἡ πρόβλεψίς σου, Ἡρόδ. 9. 79. 3) μετὰ γεν. προνοῶ, [[φροντίζω]], ἢ τοι σύ γε [[σεαυτοῦ]] μὴ προορᾷς, ἀλλ’ ἡμῖν τοῦτό ἐστιν οὐ περιοπτέον ὁ αὐτ. 5. 39 τοῦ σίτου ὁ αὐτ. 3. 159· ἐκείνων προορέων, [[ὅκως]]… ἔχωσι ὁ αὐτ. 2. 121, 1. ΙΙ. παρ’ Ἀττ. [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, μετὰ πρκμ. καὶ ὑπερσ. παθ., [[βλέπω]] ἐμπρός, δυοῖν ὀφθαλμοῖν προεορᾶτο (ἐπὶ κενταύρου) Ξεν Κύρ. 4. 3, 21. 2) [[προβλέπω]], ἐς οἷα φέρονται Θουκ. 5. 111· τὸν πόλεμον Δημ. 63. 11. 3) [[προβλέπω]], [[φροντίζω]] [[περί]] τινος, τὸ ἐφ’ ἑαυτῶν Θουκ. 1. 17· [[ταῦτα]] Πλάτ. Πολ. 499Β πάνθ’ ἃ προσήκει Δημ. 67. 24· [[περί]] τινος Λυσί. 915. 2· [[πρός]] τι Διόδ. 20. 102· πρ. μή..., cavere ne…, Δημ. 773. 1.
|lstext='''προοράω''': μέλλ. προόψομαι· πρκμ. προεόρᾱκα· (πρβλ. ἀόρ. [[προεῖδον]]). [[Βλέπω]] ἔμπροσθέν μου, [[βλέπω]] πρὸς τὰ ἐμπρός, τὰ [[ἔμπροσθεν]] Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 23· [[βλέπω]] τὰ πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν μου, Θουκ. 7. 44· ἀπολ., [[βλέπω]] πρὸς τὰ ἐμπρός, εἰς τὸ [[πρόσθεν]]· Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 12· ὀφθαλμοῖς πρ. Ξεν. Κύρ. 4. 3, 21. 2) [[προβλέπω]], τὸ μέλλον Ἡρόδ. 5. 24, καὶ ἐν τῷ πεζῷ, Ἀττικῷ λόγῳ, πρ. ὀλίγα περὶ τοῦ μέλλοντος Ξεν. Κύρ. 3. 2, 15· ἑαυτοῖς τὸ ἐπιὸν ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 4, 5· πρ. τῶν πραγμάτων οὐδὲν Δημ. 52. 4, πρβλ. 1262. 28· πρ. τι διανοίᾳ Ἀριστ. Πολιτ. 1. 2, 2· ― ἀπολ., τὸ προορᾶν... σεῦ, ἡ πρόβλεψίς σου, Ἡρόδ. 9. 79. 3) μετὰ γεν. προνοῶ, [[φροντίζω]], ἢ τοι σύ γε [[σεαυτοῦ]] μὴ προορᾷς, ἀλλ’ ἡμῖν τοῦτό ἐστιν οὐ περιοπτέον ὁ αὐτ. 5. 39 τοῦ σίτου ὁ αὐτ. 3. 159· ἐκείνων προορέων, [[ὅκως]]… ἔχωσι ὁ αὐτ. 2. 121, 1. ΙΙ. παρ’ Ἀττ. [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, μετὰ πρκμ. καὶ ὑπερσ. παθ., [[βλέπω]] ἐμπρός, δυοῖν ὀφθαλμοῖν προεορᾶτο (ἐπὶ κενταύρου) Ξεν Κύρ. 4. 3, 21. 2) [[προβλέπω]], ἐς οἷα φέρονται Θουκ. 5. 111· τὸν πόλεμον Δημ. 63. 11. 3) [[προβλέπω]], [[φροντίζω]] [[περί]] τινος, τὸ ἐφ’ ἑαυτῶν Θουκ. 1. 17· [[ταῦτα]] Πλάτ. Πολ. 499Β πάνθ’ ἃ προσήκει Δημ. 67. 24· [[περί]] τινος Λυσί. 915. 2· [[πρός]] τι Διόδ. 20. 102· πρ. μή..., cavere ne…, Δημ. 773. 1.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> προόψομαι, <i>ao.2</i> [[προεῖδον]], <i>pf.</i> προεόρακα, <i>etc.</i><br /><b>I.</b> voir en avant :<br /><b>1</b> voir devant soi, acc.;<br /><b>2</b> prévoir, connaître d'avance, acc.;<br /><b>II.</b> pourvoir à ; prendre soin de, gén.;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[προοράομαι]], [[προορῶμαι]];<br /><b>1</b> regarder devant soi;<br /><b>2</b> prévoir pour soi;<br /><b>3</b> pourvoir à, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ὁράω]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater