προχέω: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "εῑα" to "εῖα")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0799.png Seite 799]] (s. χέω), hervor- oder herausgießen, herausfließen lassen, ergießen; [[οὐδέ]] τί πη [[δύναμαι]] προχέειν [[ῥόον]] εἰς ἅλα, Il. 21, 219, sagt der Flußgott; H. Apoll. 241; τρὶς ὕδατος προχέειν, vorher dreimal vom Wasser ausgießen, Hes. O. 958, wie Pind. P. 1, 22, der auch vrbdt ὄπα προχεόντων ἐμάν, 10, 56, wie ἀοιδήν, Gesang ergießen, [[varia lectio|v.l.]], Hes. Th. 83, wie λίγειαν ὀμφάν Anacr. 41, 11; σπονδὰς προχέας, Trankopfer ausgießen, Her. 7, 192; Sp., πολλοὺς ἀμφορέας τῶν βωμῶν προχέων, vor den Altären ausgießen, Hdn. 5, 5, 16. – Uebtr. von großen Menschenschaaren, die sich über ein Gefilde hin verbreiten, im med., τῶν ἔθνεα πολλὰ ἐς [[πεδίον]] προχέοντο Il. 2, 465, [[φαλαγγηδόν]] 15, 360, [[πεφυζότες]] 21, 6; – προχεὑμενος steht Opp. Cyn. 2, 39.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0799.png Seite 799]] (s. χέω), hervor- oder herausgießen, herausfließen lassen, ergießen; [[οὐδέ]] τί πη [[δύναμαι]] προχέειν [[ῥόον]] εἰς ἅλα, Il. 21, 219, sagt der Flußgott; H. Apoll. 241; τρὶς ὕδατος προχέειν, vorher dreimal vom Wasser ausgießen, Hes. O. 958, wie Pind. P. 1, 22, der auch vrbdt ὄπα προχεόντων ἐμάν, 10, 56, wie ἀοιδήν, Gesang ergießen, [[varia lectio|v.l.]], Hes. Th. 83, wie λίγειαν ὀμφάν Anacr. 41, 11; σπονδὰς προχέας, Trankopfer ausgießen, Her. 7, 192; Sp., πολλοὺς ἀμφορέας τῶν βωμῶν προχέων, vor den Altären ausgießen, Hdn. 5, 5, 16. – Uebtr. von großen Menschenschaaren, die sich über ein Gefilde hin verbreiten, im med., τῶν ἔθνεα πολλὰ ἐς [[πεδίον]] προχέοντο Il. 2, 465, [[φαλαγγηδόν]] 15, 360, [[πεφυζότες]] 21, 6; – προχεὑμενος steht Opp. Cyn. 2, 39.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> προχεῶ, <i>ao. inf.</i> προχέαι;<br /><i>Pass. ao. part.</i> προχυθείς, <i>pf. part.</i> προκεχυμένος;<br />répandre, verser, épancher en avant : ῥόον [[εἰς]] ἅλα IL faire avancer ses eaux pour aller les verser dans la mer;<br /><i><b>Moy.</b></i> προχέομαι (<i>impf. 3ᵉ pl.</i> προχέοντο) se répandre en avant, au dehors : [[ἐς]] [[πεδίον]] IL dans une plaine.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[χέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προχέω''': μέλλ. -χεῶ, χέω πρὸς τὰ ἐμπρός, πρ. ῥόον εἰς ἅλα δῖαν, ἐπὶ ποταμοῦ, Ἰλ. Φ. 219, πρβλ. Ὕμν. Ὁμηρ. εἰς Ἀπόλλ. 241· οὕτω, ποταμοὶ δ’ ἀμέραισι μὲν προχέοντι ῥόον καπνοῦ (περὶ τῆς Αἴτνης) Πινδ. Π. 1. 43· τρὶς ὕδατος προχέειν, ἐμβάλλειν πρῶτον [[τρία]] μέρη ὕδατος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 594· σπονδὰς προχέαι Ἡρόδ. 7. 192, Κριτίας 17· - μεταφορ., πρ. ἀοιδὴν διάφ. γραφ. Ἡσ. Θεογ. 83· ὄπα γλυκεῖαν Πινδ. Π. 10. 87, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 401· λίγειαν ὀμφὴν Ἀνακρεόντ, 41. 11· πρβλ. χέω·-Παθ., ἐκχέομαι πρὸς τὰ ἐμπρός, «χύνομαι». ἐπὶ μεγάλου πλήθους ἀνθρώπων ἐκχυνομένων ἐπὶ πεδιάδος καὶ καλυπτόντων αὐτήν, ἐς [[πεδίον]] προχέοντο Ἰλ. Β. 465, πρβλ. Ο. 360., Φ. 6· [[θυσία]]… προχυθεῖσα Εὐρ. Ἀποσπ. 904· ἡ κυριολεκτικὴ σημασ. τοῦ παθ. ἀπαντᾷ μόνον παρὰ μεταγενεστ., Ὀππ. Κυν. 2. 39, Δίων Κ., κτλ.· προχεῖται τὰ λεγόμενα Λογγῖν. 19· ― τὰς προκεχυμένας ἄκρας, τὰς μακρὰν προεκτεινομένας, Φίλων 1. 14. Πρβλ. [[προρέω]] ΙΙ.
|lstext='''προχέω''': μέλλ. -χεῶ, χέω πρὸς τὰ ἐμπρός, πρ. ῥόον εἰς ἅλα δῖαν, ἐπὶ ποταμοῦ, Ἰλ. Φ. 219, πρβλ. Ὕμν. Ὁμηρ. εἰς Ἀπόλλ. 241· οὕτω, ποταμοὶ δ’ ἀμέραισι μὲν προχέοντι ῥόον καπνοῦ (περὶ τῆς Αἴτνης) Πινδ. Π. 1. 43· τρὶς ὕδατος προχέειν, ἐμβάλλειν πρῶτον [[τρία]] μέρη ὕδατος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 594· σπονδὰς προχέαι Ἡρόδ. 7. 192, Κριτίας 17· - μεταφορ., πρ. ἀοιδὴν διάφ. γραφ. Ἡσ. Θεογ. 83· ὄπα γλυκεῖαν Πινδ. Π. 10. 87, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 401· λίγειαν ὀμφὴν Ἀνακρεόντ, 41. 11· πρβλ. χέω·-Παθ., ἐκχέομαι πρὸς τὰ ἐμπρός, «χύνομαι». ἐπὶ μεγάλου πλήθους ἀνθρώπων ἐκχυνομένων ἐπὶ πεδιάδος καὶ καλυπτόντων αὐτήν, ἐς [[πεδίον]] προχέοντο Ἰλ. Β. 465, πρβλ. Ο. 360., Φ. 6· [[θυσία]]… προχυθεῖσα Εὐρ. Ἀποσπ. 904· ἡ κυριολεκτικὴ σημασ. τοῦ παθ. ἀπαντᾷ μόνον παρὰ μεταγενεστ., Ὀππ. Κυν. 2. 39, Δίων Κ., κτλ.· προχεῖται τὰ λεγόμενα Λογγῖν. 19· ― τὰς προκεχυμένας ἄκρας, τὰς μακρὰν προεκτεινομένας, Φίλων 1. 14. Πρβλ. [[προρέω]] ΙΙ.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> προχεῶ, <i>ao. inf.</i> προχέαι;<br /><i>Pass. ao. part.</i> προχυθείς, <i>pf. part.</i> προκεχυμένος;<br />répandre, verser, épancher en avant : ῥόον [[εἰς]] ἅλα IL faire avancer ses eaux pour aller les verser dans la mer;<br /><i><b>Moy.</b></i> προχέομαι (<i>impf. 3ᵉ pl.</i> προχέοντο) se répandre en avant, au dehors : [[ἐς]] [[πεδίον]] IL dans une plaine.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[χέω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth