συμπεριφορά: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+):" to "$1 $2:")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0987.png Seite 987]] ἡ, Umgang, Begleitung, Pol. 5, 26, 15 u. öfter, u. a. Sp.; Gefälligkeit und Nachgiebigkeit gegen Einen, συγγνώμην τοῖς ἀπόροις ἢ συμπεριφορὰν οὐδ' ἡντινοῦν ἐπ' οὐδενὶ τῶν πραττομένων (Tribute) διδόντες, Pol. 1, 72, 2; συμπεριφορᾶς τυγχάνειν, 24, 2, 10; dah. = Schmeichelei; Sp. auch wie [[συνουσία]], Beischlaf, D. Sic. 3, 64.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0987.png Seite 987]] ἡ, Umgang, Begleitung, Pol. 5, 26, 15 u. öfter, u. a. Sp.; Gefälligkeit und Nachgiebigkeit gegen Einen, συγγνώμην τοῖς ἀπόροις ἢ συμπεριφορὰν οὐδ' ἡντινοῦν ἐπ' οὐδενὶ τῶν πραττομένων (Tribute) διδόντες, Pol. 1, 72, 2; συμπεριφορᾶς τυγχάνειν, 24, 2, 10; dah. = Schmeichelei; Sp. auch wie [[συνουσία]], Beischlaf, D. Sic. 3, 64.
}}
{{bailly
|btext=ᾶς (ἡ) :<br />assiduité auprès de qqn ; liaison intime, relations ; débauche.<br />'''Étymologie:''' [[συμπεριφέρω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συμπεριφορά''': ἡ, [[σχέσις]], [[συναναστροφή]], Πολύβ. 5. 26, 15, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ὡς τὸ [[συνουσία]], ἐπὶ σαρκικῆς μίξεως, Διόδ. 3. 64. ― [[ἀσωτία]], [[κραιπάλη]], Wytt. εἰς Πλούτ. 2. 124B. 2) [[διάθεσις]] συμβιβαστική, [[συμμόρφωσις]], ἐνδοτικότης, [[ὑποχώρησις]], Πολύβ. 1. 72, 2, πρβλ. 24. 2, 10· σ. ποιοῦμαι χρημάτων, εἶμαι ἐνδοτικὸς περὶ τὴν ἀπαίτησιν πληρωμῆς, Συλλ. Ἐπιγρ. 2335. 14.
|lstext='''συμπεριφορά''': ἡ, [[σχέσις]], [[συναναστροφή]], Πολύβ. 5. 26, 15, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ὡς τὸ [[συνουσία]], ἐπὶ σαρκικῆς μίξεως, Διόδ. 3. 64. ― [[ἀσωτία]], [[κραιπάλη]], Wytt. εἰς Πλούτ. 2. 124B. 2) [[διάθεσις]] συμβιβαστική, [[συμμόρφωσις]], ἐνδοτικότης, [[ὑποχώρησις]], Πολύβ. 1. 72, 2, πρβλ. 24. 2, 10· σ. ποιοῦμαι χρημάτων, εἶμαι ἐνδοτικὸς περὶ τὴν ἀπαίτησιν πληρωμῆς, Συλλ. Ἐπιγρ. 2335. 14.
}}
{{bailly
|btext=ᾶς (ἡ) :<br />assiduité auprès de qqn ; liaison intime, relations ; débauche.<br />'''Étymologie:''' [[συμπεριφέρω]].
}}
}}
{{grml
{{grml