3,274,313
edits
m (Text replacement - "εῑα" to "εῖα") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1075.png Seite 1075]] ἡ, der [[Graben]], Hom. u. Folgde; τάφρον ὀρύσσειν, Il. 7, 341. 440; τάφρον ἤλασαν, 449. 9, 349; Soph. Ai. 1258; Eur. oft, auch τύμβου τάφρον ἐς κοίλην, Hec. 900; διαπηδᾶν τάφρον, Ar. Ach. 1141; u. in Prosa, Plat. Euthyphr. 4 c Critia. 118 c, u. Folgde überall; – Callim. soll das Wort auch als masc. gebraucht haben, wie es auch Alcidam. u. Apollod. 1, 8, 1 hat. – Es hängt mit [[θάπτω]], [[τάφος]], wie im Deutschen Grab u. Graben zusammen. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1075.png Seite 1075]] ἡ, der [[Graben]], Hom. u. Folgde; τάφρον ὀρύσσειν, Il. 7, 341. 440; τάφρον ἤλασαν, 449. 9, 349; Soph. Ai. 1258; Eur. oft, auch τύμβου τάφρον ἐς κοίλην, Hec. 900; διαπηδᾶν τάφρον, Ar. Ach. 1141; u. in Prosa, Plat. Euthyphr. 4 c Critia. 118 c, u. Folgde überall; – Callim. soll das Wort auch als masc. gebraucht haben, wie es auch Alcidam. u. Apollod. 1, 8, 1 hat. – Es hängt mit [[θάπτω]], [[τάφος]], wie im Deutschen Grab u. Graben zusammen. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ἡ) :<br />fosse, fossé.<br />'''Étymologie:''' [[θάπτω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τάφρος''': ἡ, (ἴδε [[θάπτω]]), ὡς καὶ νῦν, χάνδαξ, [[ὄρυγμα]], κοινῶς «χανδάκι», συχν. παρ’ Ὁμήρ. ([[μάλιστα]] ἐν Ἰλ.)· τάφρον ὀρύσσειν Ἰλ. Η. 341, κτλ.· τ. ἐλαύνειν, ὀρύσσειν τάφρον εἰς [[μῆκος]], [[αὐτόθι]] 450· οὕτω παρ’ Ἡροδ. 4. 3, καὶ τοῖς Ἀττ.· τάφρων ὕπερ, [[ὑπεράνω]] τῶν τάφρων, Σοφ. Αἴ. 1279· - τινὲς ἐκ τῶν [[λίαν]] μεταγενεστέρων συγγραφέων ἔχουσι τὴν λέξιν ὡς ἀρσ. γένους καὶ [[οὕτως]] εὑρίσκεται ἔν τινι Ἀντιγράφῳ τοῦ Ἀλκιδάμ. 184. 28· ἀλλὰ παρὰ Καλλ. εἰς Δῆλ. 37, βαθύν ἥλαο τάφρον, τὸ βαθὺν κεῖται Ἐπικῶς ἀντὶ βαθεῖαν, ὡς γίνεται [[συχνάκις]] ἐπὶ τοιούτων λέξεων. Ὁ παρὰ τοῖς νεωτέροις Ἕλλησι [[τύπος]] [[τράφος]] ἀπαντᾷ ἐν τοῖς Ἡρακλεωτ. Πίναι (Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 130., 5775. 51). | |lstext='''τάφρος''': ἡ, (ἴδε [[θάπτω]]), ὡς καὶ νῦν, χάνδαξ, [[ὄρυγμα]], κοινῶς «χανδάκι», συχν. παρ’ Ὁμήρ. ([[μάλιστα]] ἐν Ἰλ.)· τάφρον ὀρύσσειν Ἰλ. Η. 341, κτλ.· τ. ἐλαύνειν, ὀρύσσειν τάφρον εἰς [[μῆκος]], [[αὐτόθι]] 450· οὕτω παρ’ Ἡροδ. 4. 3, καὶ τοῖς Ἀττ.· τάφρων ὕπερ, [[ὑπεράνω]] τῶν τάφρων, Σοφ. Αἴ. 1279· - τινὲς ἐκ τῶν [[λίαν]] μεταγενεστέρων συγγραφέων ἔχουσι τὴν λέξιν ὡς ἀρσ. γένους καὶ [[οὕτως]] εὑρίσκεται ἔν τινι Ἀντιγράφῳ τοῦ Ἀλκιδάμ. 184. 28· ἀλλὰ παρὰ Καλλ. εἰς Δῆλ. 37, βαθύν ἥλαο τάφρον, τὸ βαθὺν κεῖται Ἐπικῶς ἀντὶ βαθεῖαν, ὡς γίνεται [[συχνάκις]] ἐπὶ τοιούτων λέξεων. Ὁ παρὰ τοῖς νεωτέροις Ἕλλησι [[τύπος]] [[τράφος]] ἀπαντᾷ ἐν τοῖς Ἡρακλεωτ. Πίναι (Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 130., 5775. 51). | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |