3,273,728
edits
m (Text replacement - "(==Translations==)(?s)(\n)(.*)($)" to "{{trml |trtx=$3 }}") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1331.png Seite 1331]] ὁ, Erz, Metall, bes. Kupfer, als das erste Metall, das man schmelzen und bearbeiten lernte, vgl. Schol. Ap. Rh. 1, 430 u. Hes. O. 150, τοῖς δ' ἦν χάλκεα μὲν τεύχεα, χάλκεοι δέ τε οἶκοι, χαλκῷ δ' ἐργάζοντο, [[μέλας]] δ' οὐκ ἔσκε [[σίδηρος]]; als nachher auch das Eisen geschmiedet wurde, übertrugen die Dichter das Wort auch auf Eisen; Hom. bezeichnet es noch als [[ἐρυθρός]], Il. 9, 365, u. nennt es neben Eisen, [[χαλκός]] τε [[χρυσός]] τε πολυκμητός τε [[σίδηρος]] 6, 48. 11, 133, vgl. Od. 21, 10. 61, wo aus Kupfer gearbeitete Gefäße u. Geräthe zu verstehen sind; ἄλλοι μὲν χαλκῷ, ἄλλοι δ' αἴθωνι σιδήρῳ Il. 7, 473; Panzer u. Harnisch sind bei Hom. aus [[χαλκός]], εἰλυμένοι αἴθοπι χαλκῷ 18, 512, ἐν δ' αὐτὸς ἐδύσετο νώροπα χαλκόν 2, 578, κεκορυθμένος αἴθοπι χαλκῷ 4, 495, u. öfter; eben so das Schwert, dah. oft νηλέϊ χαλκῷ; das Beil, 23, 118; auch Verzierung, ἅρματα ποικίλα χαλκῷ, 4, 226 u. öfter; Kessel, ἀμφὶ πυρὶ χαλκὸν ἰήνατε, θέρμετε δ' [[ὕδωρ]] Od. 8, 426; Pind. nennt es [[πολιός]], P. 3, 48, also wohl Eisen, u. öfter; Aesch. verbindet χαλκόν, [[σίδηρον]], ἄργυρον, χρυσόν τε, Prom. 500; aber χαλκοῦ βαφάς geht auf Stählung des Eisens, Ag. 598; ἐν βραχεῖ χαλκῷ, von einem kupfernen Gefäße, Soph. El. 748; Plat. verbindet χαλκὸς καὶ [[σίδηρος]], Legg. III, 678 c; χαλκὸς καὶ [[σίδηρος]] πολέμων ὄργανα XII, 956 a. – Eine Kupfermünze, der achte Theil des Obols, u. übh. Kupfergeld, Sp. oft. – Später unterschied man verschiedene Arten und Mischungen des Kupfers; χαλκὸς [[μέλας]] Philostr.; das gemeine Kupfer auch χ. [[Κύπριος]], weil die Griechen in ältester Zeit ihr Kupfer aus Kypros erhielten; davon das lat. cuprum, unser Kupfer; χαλκὸς [[λευκός]], weißes Kupfer, eine Art Prinzmetall, χ. [[ἐρυθρός]], Messing, Ath. V, 205; χ. κεκραμένος, gemischtes Kupfer, Bronze. – Man leitet das Wort von [[χαλάω]] ab, weil man die Dehnbarkeit des Metalls am Kupfer zuerst in bes. hohem Grade wahrnahm. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1331.png Seite 1331]] ὁ, Erz, Metall, bes. Kupfer, als das erste Metall, das man schmelzen und bearbeiten lernte, vgl. Schol. Ap. Rh. 1, 430 u. Hes. O. 150, τοῖς δ' ἦν χάλκεα μὲν τεύχεα, χάλκεοι δέ τε οἶκοι, χαλκῷ δ' ἐργάζοντο, [[μέλας]] δ' οὐκ ἔσκε [[σίδηρος]]; als nachher auch das Eisen geschmiedet wurde, übertrugen die Dichter das Wort auch auf Eisen; Hom. bezeichnet es noch als [[ἐρυθρός]], Il. 9, 365, u. nennt es neben Eisen, [[χαλκός]] τε [[χρυσός]] τε πολυκμητός τε [[σίδηρος]] 6, 48. 11, 133, vgl. Od. 21, 10. 61, wo aus Kupfer gearbeitete Gefäße u. Geräthe zu verstehen sind; ἄλλοι μὲν χαλκῷ, ἄλλοι δ' αἴθωνι σιδήρῳ Il. 7, 473; Panzer u. Harnisch sind bei Hom. aus [[χαλκός]], εἰλυμένοι αἴθοπι χαλκῷ 18, 512, ἐν δ' αὐτὸς ἐδύσετο νώροπα χαλκόν 2, 578, κεκορυθμένος αἴθοπι χαλκῷ 4, 495, u. öfter; eben so das Schwert, dah. oft νηλέϊ χαλκῷ; das Beil, 23, 118; auch Verzierung, ἅρματα ποικίλα χαλκῷ, 4, 226 u. öfter; Kessel, ἀμφὶ πυρὶ χαλκὸν ἰήνατε, θέρμετε δ' [[ὕδωρ]] Od. 8, 426; Pind. nennt es [[πολιός]], P. 3, 48, also wohl Eisen, u. öfter; Aesch. verbindet χαλκόν, [[σίδηρον]], ἄργυρον, χρυσόν τε, Prom. 500; aber χαλκοῦ βαφάς geht auf Stählung des Eisens, Ag. 598; ἐν βραχεῖ χαλκῷ, von einem kupfernen Gefäße, Soph. El. 748; Plat. verbindet χαλκὸς καὶ [[σίδηρος]], Legg. III, 678 c; χαλκὸς καὶ [[σίδηρος]] πολέμων ὄργανα XII, 956 a. – Eine Kupfermünze, der achte Theil des Obols, u. übh. Kupfergeld, Sp. oft. – Später unterschied man verschiedene Arten und Mischungen des Kupfers; χαλκὸς [[μέλας]] Philostr.; das gemeine Kupfer auch χ. [[Κύπριος]], weil die Griechen in ältester Zeit ihr Kupfer aus Kypros erhielten; davon das lat. cuprum, unser Kupfer; χαλκὸς [[λευκός]], weißes Kupfer, eine Art Prinzmetall, χ. [[ἐρυθρός]], Messing, Ath. V, 205; χ. κεκραμένος, gemischtes Kupfer, Bronze. – Man leitet das Wort von [[χαλάω]] ab, weil man die Dehnbarkeit des Metalls am Kupfer zuerst in bes. hohem Grade wahrnahm. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>I.</b> cuivre;<br /><b>II.</b> airain;<br /><b>III.</b> fer;<br /><b>IV.</b> <i>p. ext.</i> objet travaillé en cuivre <i>ou</i> en airain :<br /><b>1</b> arme d'airain (épée, pointe de lance, casque, cuirasse, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> vase d'airain (chaudron, urne), <i>en gén.</i> ustensiles <i>ou</i> vaisselle d'airain;<br /><b>3</b> miroir de métal;<br /><b>4</b> chalque, <i>monnaie de cuivre, le 8ᵉ de l'obole</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG origine obscure. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χαλκός''': -οῦ, ὁ (οὐχὶ χαλκόν, τό, ἴδε La Roche Text-kr. σ. 377)· ― [[χαλκός]], Λατ. aes, πρῶτον παρ’ Ὁμήρ. καὶ Ἡσ.· καλεῖται δὲ [[ἅπαξ]] ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὸ [[χρῶμα]] [[αὐτοῦ]] [[ἐρυθρός]], Ἰλ. Ι. 365· ἀλλὰ [[συχνάκις]], ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὴν ἀπεστιλβωμένην [[αὐτοῦ]] ἐπιφάνειαν, [[αἶθοψ]], [[ἦνοψ]], [[νῶροψ]], φαεινὸς (ἴδε τὰς λέξεις)· οὕτω, Τρῶες... χαλκῷ μαρμαίροντες Ἰλ. Ν. 801 [[πεδίον]]... λάμπετο χαλκῷ Υ. 156, πρβλ. Τ. 363· [[τῆλε]] δὲ χ. λάμφ’ [[ὥστε]] στεροπὴ Κ. 153, πρβλ. Λ. 65· [[σάκος]]... χαλκῷ παμφαίνων Ξ. 11· καὶ ἐπὶ τῶν κοσμημάτων οἴκου, χαλκοῦ τε στεροπὴν Ὀδ. Δ. 71. Ὁ χαλκὸς ἦτο τὸ πρῶτον [[μέταλλον]] ὃ οἱ παλαιοὶ ἔμαθον νὰ χωνεύωσι καὶ νὰ κατεργάζωνται, [[ὅθεν]] ὁ Ἡσίοδ. (Ἔργ. κ. Ἡμ. 149) λέγει περὶ τῶν παλαιῶν, τοῖς δ’ ἦν χάλκεα μὲν τεύχεα, χάλκεοι δέ τε οἶκοι, χαλκῷ δ’ ἐργάζοντο, [[μέλας]] δ’ οὐκ [[ἔσκε]] [[σίδηρος]]· καὶ ὁ Λουκρήτιος (5. 1292) prior aeris erat quam ferri cornitus usus· [[ὅθεν]], [[ἐπειδὴ]] ὁ χαλκὸς ἦτο τὸ συνήθως ἐν χρήσει [[μέταλλον]], κατήντησεν ἡ [[λέξις]] νὰ σημαίνῃ πᾶν [[μέταλλον]] [[καθόλου]] (ἴδε ἐν τέλει)· καὶ ὅτε ἤρχισαν νὰ κατεργάζωνται τὸν [[σίδηρον]], ἡ [[λέξις]] χαλκὸς ἦτο ἐν χρήσει [[μάλιστα]] παρὰ ποιηταῖς ἀντὶ τοῦ [[σίδηρος]], [[χάλκεος]] ἀντὶ τοῦ [[σιδήρεος]], κτλ.· οὕτω καὶ ἐν Ὀδ. Ι. 391, κἑξ., τὸ [[χαλκεύς]], σημαίνει [[σιδηρουργός]]. Μετὰ δὲ [[ταῦτα]] ὁ χαλκὸς διεκρίνετο εἰς πολλὰ εἴδη· ὁ [[συνήθης]] ἐκαλεῖτο χ. [[μέλας]] ἢ ἐρυθρὸς (ἴδε κατωτ., πρβλ. Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 205Β)· χ. [[Κύπριος]] (πρβλ. [[Κύπρος]], [[χαλκῖτις]])· χ. [[λευκός]], [[εἶδος]] λευκοῦ μετάλλου, Θεοφρ. Ἀποσπ. 4. 71· χ. κεκραμένος λέγεται ὅτι [[εἶναι]] ὁ [[Κορίνθιος]] χαλκὸς ἢ ὁ καθαρώτατος [[ὀρείχαλκος]] («μπροῦντζος»), Δίων Χρυσ. 1. 531· [[ἴσως]] ὁ αὐτὸς καὶ [[χρυσοειδής]], Διόδ. 5. 70. [[Κατὰ]] τοὺς Ὁμηρικοὺς χρόνους ὁ χαλκὸς ἐφέρετο ἐκ τῆς Τεμέσης οὐχὶ τῆς Ἰταλικῆς Temsa, ὡς ὁ Στράβων ἐνόμισε (σελ. 6, 245), ἀλλ’ [[ἴσως]] ἐκ τῆς Ταμασοῦ ἢ Ταμασσοῦ τῆς Κύπρου, [[ἔνθα]] ὑπῆρχον μεγάλα χαλκωρυχεῖα (Στράβ. 684), [[ὅθεν]] ἐκομίζετο εἰς τοὺς Ἕλληνας διὰ τῶν Φοινίκων (Σιδὼν [[πολύχαλκος]] Ὀδ. Ο. 425). Τὰ μεταλλουργεῖα τῆς Κύπρου ῥητῶς μνημονεύονται ἐν Ἰλ. Λ. 16-23, πρβλ. Πλίν. 7. 57· χημικὴ [[ἀνάλυσις]] δεικνύει ὅτι τὰ ἀρχαῖα Ἑλληνικὰ ὅπλα καὶ ἐργαλεῖα [[εἶναι]] κατεσκευασμένα ἐκ μίγματος χαλκοῦ καὶ κασσιτέρου, οὐχὶ δὲ χαλκοῦ καὶ ψευδαργύρου, [[ὅπερ]] φαίνεται μεταγενεστέρα [[ἐπίνοια]]). Ἂν τὰ Ὁμηρικὰ ὅπλα [[εἶναι]] ἐκ καθαροῦ χαλκοῦ, ὡς τὰ ἀνωτέρω μνημονευθέντα ἐπίθετα δηλοῦσιν, [[ἀνάγκη]] νὰ δεχθῶμεν ὅτι οἱ παλαιοὶ ἐγίνωσκον τρόπον τινὰ πρὸς σκλήρυνσιν [[αὐτοῦ]], ἴδε Πρόκλ παρὰ τῷ M. Müller Sc. of L. 2, σ. 231 σημ. Ὁ χαλκὸς ἐξηκολούθησε νὰ χρησιμεύῃ εἰς χρήσεις, εἰς ἃς [[ἡμεῖς]] νῦν ποιοῦμεν χρῆσιν τοῦ σιδήρου, [[σίδηρος]] δὲ καὶ χ. πολέμων ὄργανα Πλάτ. Νόμ. 956Α· [πέλεκυν] [[ἀνάγκη]] χαλκοῦν ἢ σιδηροῦν [[εἶναι]] Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 1, 41· τοῦτο δὲ βεβαιοῦται ἐκ τῶν ὀρειχαλκίνων μαχαιρῶν καὶ ἐργαλείων, [[ἅπερ]] ὑπάρχουσιν ἐν παντὶ Μουσείῳ. ΙΙ. παρὰ ποιηταῖς [[πολλάκις]] τίθεται τὸ [[ὄνομα]] τοῦ μετάλλου ἀντὶ τοῦ πράγματος τοῦ ἐξ [[αὐτοῦ]] ποιουμένου, ὡς καὶ τὸ [[σίδηρος]], ([[ἐντεῦθεν]] δὲ ὁ Πίνδαρος καλεὶ αὐτὸν πολιόν, [[ὅπερ]] κυριολεκτεῖται ὡς ἐπίθετον τοῦ σιδήρου, ΙΙ. 3. 85)· ἐπὶ ἐπιθετικῶν ὅπλων, ὀξέϊ χαλκῷ, νηλέϊ χ., ἐπὶ δόρατος, ξίφους, Ἰλ. Β. 417, κ. ἀλλαχ., πρβλ. [[χάλκεος]], [[χαλκήρης]]· ἐπὶ μαχαίρας, Α. 236, κ. ἀλλ.· ἐπὶ πελέκεως, Ν. 178, πρβλ. Ὀδ. Ε. 234, κ. ἀλλ.· ἐπὶ ἀγκίστρου ἁλιευτικοῦ, Ἰλ. Π. 408· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἀμυντικῶν ὅπλων, [[οἷον]] ἐπὶ τῶν χαλκίνων πλακῶν τῶν καλυπτουσῶν τὴν ἀσπίδα, Υ. 274· χαλκὸν ζώννυσθαι, ἐπὶ πολεμιστοῦ ζωννυμένου τὴν πανοπλίαν [[αὐτοῦ]], Ψ. 130· κεκορυθμένος αἴθοπι χαλκῷ Δ. 495· ἐδύσετο νώροπα χ. Β. 578· ἐπί τε ἐπιθετικῶν καὶ ἀμυντικῶν ὅπλων, πλάγχθη δ’ ἀπὸ [[χαλκόφι]] [[χαλκός]], ἡ χαλκίνη [[λόγχη]] ἀπεκρούσθη ἀπὸ τῆς χαλκίνης περικεφαλαίας, Λ. 351. 2) ἐπὶ σκευῶν ἢ ἀγγείων, [[λέβης]], «[[χάλκωμα]]», [[κάλπη]], Σ. 349, πρβλ. Ὀδ. Θ. 426, ἐπὶ τεφροδόχου κάλπης, Σοφ. Ἠλ. 758· καὶ περιληπτικῶς ἐπὶ πολλῶν [[ὁμοῦ]] χαλκῶν καὶ ὀρειχαλκίνων ἀγγείων καὶ σκευῶν (πρβλ. Λατ. argentum), Πινδ. Ν. 10. 84· καὶ [[οὕτως]] [[ἴσως]] ἐν Ὀδ. Β. 338, [[θάλαμον]]…, ὅθι νητὸς χρυσὸς καὶ χ. ἔκειτο, πρβλ. Φ. 10, 62, Ἰλ. Β. 226· ἐχρησίμευε δὲ καὶ εἰς ἀπότισιν λύτρων, Χ. 50, 340, Ὀδ. Γ. 38. 3) ἐπὶ χαλκοῦ κατόπτρου, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 274, Ἀνθ. Παλατ. 6. 210· πρβλ. [[χαλκεῖον]] ΙΙ. 3. 4) [[νόμισμα]] χαλκοῦν ὡς τὸ [[χαλκοῦς]] ΙΙ, Πλούτ. 2. 665Β· περιληπτικῶς, χρήματα, χαλκοῦ [[σπάνις]] Μενάνδρ. Μονόστ. 156· χαλκὸν ἔχων πῶς οὐδὲν ἔχεις; Ἀνθ. Παλατ. 11. 167. ΙΙΙ. χαλκοῦ [[ἄνθος]], Λατ. aeris fios, ἡ [[οὐσία]] ἥτις ἐκπίπτει ἀπὸ τοῦ χαλκοῦ ἐν ᾧ ψύχεται, [[εἶδος]] σκωρίας, Ἱππ. 635. 54, πρβλ. 472. 3 κἑξ.· καὶ χαλκοῦ [[λεπίς]], Λατ. aeris squama, αἱ μικραὶ λεπίδες αἵτινες ἀποχωρίζονται ἐν ᾧ ὁ χαλκὸς σφυρηλατεῖται, Διοσκ. 5. 89, 90, πρβλ. Πλίν. 34. 24· πρβλ. [[χάλκανθον]]. (Ἡ [[ἐτυμολογία]] [[ἀμφίβολος]]. Ὁ Curt., [[καίπερ]] ἀντιλέγοντος τοῦ Μüller, παραβάλλει τὴν λέξιν πρὸς τὸ Σανσκρ. hrik-us, hlik-us ([[κασσίτερος]])· Σλαυ. zel-ezo, Λιθ. gel-ezis, ([[σίδηρος]]), πρβλ. χάλυψ, καὶ νομίζει ὅτι χαλκὸς καὶ χρυσὸς δυνατὸν νὰ ἔχωσι τὴν αὐτὴν ῥίζαν, δηλ. Σανσκρ. ghar (lucere). Ἕτερος παρετήρησεν ὅτι ἡ [[λέξις]] χαλκὸς ἐπί τε τῆς ἰδιαιτέρας σημασίας τοῦ γνωστοῦ μετάλλου καὶ ἐπὶ τῆς γενικωτέρας παντὸς μετάλλου ἀπαντᾷ μόνον ἐν τῇ Ἑλληνικῇ· ἡ δὲ Λατ. λέξ. aes, ἥτις παρουσιάζει τὴν αὐτὴν μετάβασιν καὶ μεταβολὴν ἐννοιῶν, ἀπαντᾷ ἐν τῷ Γοτθ. ais, Ἀρχ. Γερμ. êr (Γερμ. erz), Ἀγγλο-Σαξον. âr (ore)· ἐν ᾧ ἡ αὐτὴ [[λέξις]] ἐν τῇ Σανσκρ. ayas, ἔλαβε τὴν σημασίαν τοῦ σιδήρου, καὶ ἡ νεωτέρα Γερμ. [[λέξις]] eisen δεικνύει παρόμοιον περιορισμὸν ἐννοίας· ἴδε Μüller Sc. of. L. 2, σ. 230 κἑξ.) | |lstext='''χαλκός''': -οῦ, ὁ (οὐχὶ χαλκόν, τό, ἴδε La Roche Text-kr. σ. 377)· ― [[χαλκός]], Λατ. aes, πρῶτον παρ’ Ὁμήρ. καὶ Ἡσ.· καλεῖται δὲ [[ἅπαξ]] ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὸ [[χρῶμα]] [[αὐτοῦ]] [[ἐρυθρός]], Ἰλ. Ι. 365· ἀλλὰ [[συχνάκις]], ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὴν ἀπεστιλβωμένην [[αὐτοῦ]] ἐπιφάνειαν, [[αἶθοψ]], [[ἦνοψ]], [[νῶροψ]], φαεινὸς (ἴδε τὰς λέξεις)· οὕτω, Τρῶες... χαλκῷ μαρμαίροντες Ἰλ. Ν. 801 [[πεδίον]]... λάμπετο χαλκῷ Υ. 156, πρβλ. Τ. 363· [[τῆλε]] δὲ χ. λάμφ’ [[ὥστε]] στεροπὴ Κ. 153, πρβλ. Λ. 65· [[σάκος]]... χαλκῷ παμφαίνων Ξ. 11· καὶ ἐπὶ τῶν κοσμημάτων οἴκου, χαλκοῦ τε στεροπὴν Ὀδ. Δ. 71. Ὁ χαλκὸς ἦτο τὸ πρῶτον [[μέταλλον]] ὃ οἱ παλαιοὶ ἔμαθον νὰ χωνεύωσι καὶ νὰ κατεργάζωνται, [[ὅθεν]] ὁ Ἡσίοδ. (Ἔργ. κ. Ἡμ. 149) λέγει περὶ τῶν παλαιῶν, τοῖς δ’ ἦν χάλκεα μὲν τεύχεα, χάλκεοι δέ τε οἶκοι, χαλκῷ δ’ ἐργάζοντο, [[μέλας]] δ’ οὐκ [[ἔσκε]] [[σίδηρος]]· καὶ ὁ Λουκρήτιος (5. 1292) prior aeris erat quam ferri cornitus usus· [[ὅθεν]], [[ἐπειδὴ]] ὁ χαλκὸς ἦτο τὸ συνήθως ἐν χρήσει [[μέταλλον]], κατήντησεν ἡ [[λέξις]] νὰ σημαίνῃ πᾶν [[μέταλλον]] [[καθόλου]] (ἴδε ἐν τέλει)· καὶ ὅτε ἤρχισαν νὰ κατεργάζωνται τὸν [[σίδηρον]], ἡ [[λέξις]] χαλκὸς ἦτο ἐν χρήσει [[μάλιστα]] παρὰ ποιηταῖς ἀντὶ τοῦ [[σίδηρος]], [[χάλκεος]] ἀντὶ τοῦ [[σιδήρεος]], κτλ.· οὕτω καὶ ἐν Ὀδ. Ι. 391, κἑξ., τὸ [[χαλκεύς]], σημαίνει [[σιδηρουργός]]. Μετὰ δὲ [[ταῦτα]] ὁ χαλκὸς διεκρίνετο εἰς πολλὰ εἴδη· ὁ [[συνήθης]] ἐκαλεῖτο χ. [[μέλας]] ἢ ἐρυθρὸς (ἴδε κατωτ., πρβλ. Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 205Β)· χ. [[Κύπριος]] (πρβλ. [[Κύπρος]], [[χαλκῖτις]])· χ. [[λευκός]], [[εἶδος]] λευκοῦ μετάλλου, Θεοφρ. Ἀποσπ. 4. 71· χ. κεκραμένος λέγεται ὅτι [[εἶναι]] ὁ [[Κορίνθιος]] χαλκὸς ἢ ὁ καθαρώτατος [[ὀρείχαλκος]] («μπροῦντζος»), Δίων Χρυσ. 1. 531· [[ἴσως]] ὁ αὐτὸς καὶ [[χρυσοειδής]], Διόδ. 5. 70. [[Κατὰ]] τοὺς Ὁμηρικοὺς χρόνους ὁ χαλκὸς ἐφέρετο ἐκ τῆς Τεμέσης οὐχὶ τῆς Ἰταλικῆς Temsa, ὡς ὁ Στράβων ἐνόμισε (σελ. 6, 245), ἀλλ’ [[ἴσως]] ἐκ τῆς Ταμασοῦ ἢ Ταμασσοῦ τῆς Κύπρου, [[ἔνθα]] ὑπῆρχον μεγάλα χαλκωρυχεῖα (Στράβ. 684), [[ὅθεν]] ἐκομίζετο εἰς τοὺς Ἕλληνας διὰ τῶν Φοινίκων (Σιδὼν [[πολύχαλκος]] Ὀδ. Ο. 425). Τὰ μεταλλουργεῖα τῆς Κύπρου ῥητῶς μνημονεύονται ἐν Ἰλ. Λ. 16-23, πρβλ. Πλίν. 7. 57· χημικὴ [[ἀνάλυσις]] δεικνύει ὅτι τὰ ἀρχαῖα Ἑλληνικὰ ὅπλα καὶ ἐργαλεῖα [[εἶναι]] κατεσκευασμένα ἐκ μίγματος χαλκοῦ καὶ κασσιτέρου, οὐχὶ δὲ χαλκοῦ καὶ ψευδαργύρου, [[ὅπερ]] φαίνεται μεταγενεστέρα [[ἐπίνοια]]). Ἂν τὰ Ὁμηρικὰ ὅπλα [[εἶναι]] ἐκ καθαροῦ χαλκοῦ, ὡς τὰ ἀνωτέρω μνημονευθέντα ἐπίθετα δηλοῦσιν, [[ἀνάγκη]] νὰ δεχθῶμεν ὅτι οἱ παλαιοὶ ἐγίνωσκον τρόπον τινὰ πρὸς σκλήρυνσιν [[αὐτοῦ]], ἴδε Πρόκλ παρὰ τῷ M. Müller Sc. of L. 2, σ. 231 σημ. Ὁ χαλκὸς ἐξηκολούθησε νὰ χρησιμεύῃ εἰς χρήσεις, εἰς ἃς [[ἡμεῖς]] νῦν ποιοῦμεν χρῆσιν τοῦ σιδήρου, [[σίδηρος]] δὲ καὶ χ. πολέμων ὄργανα Πλάτ. Νόμ. 956Α· [πέλεκυν] [[ἀνάγκη]] χαλκοῦν ἢ σιδηροῦν [[εἶναι]] Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 1, 41· τοῦτο δὲ βεβαιοῦται ἐκ τῶν ὀρειχαλκίνων μαχαιρῶν καὶ ἐργαλείων, [[ἅπερ]] ὑπάρχουσιν ἐν παντὶ Μουσείῳ. ΙΙ. παρὰ ποιηταῖς [[πολλάκις]] τίθεται τὸ [[ὄνομα]] τοῦ μετάλλου ἀντὶ τοῦ πράγματος τοῦ ἐξ [[αὐτοῦ]] ποιουμένου, ὡς καὶ τὸ [[σίδηρος]], ([[ἐντεῦθεν]] δὲ ὁ Πίνδαρος καλεὶ αὐτὸν πολιόν, [[ὅπερ]] κυριολεκτεῖται ὡς ἐπίθετον τοῦ σιδήρου, ΙΙ. 3. 85)· ἐπὶ ἐπιθετικῶν ὅπλων, ὀξέϊ χαλκῷ, νηλέϊ χ., ἐπὶ δόρατος, ξίφους, Ἰλ. Β. 417, κ. ἀλλαχ., πρβλ. [[χάλκεος]], [[χαλκήρης]]· ἐπὶ μαχαίρας, Α. 236, κ. ἀλλ.· ἐπὶ πελέκεως, Ν. 178, πρβλ. Ὀδ. Ε. 234, κ. ἀλλ.· ἐπὶ ἀγκίστρου ἁλιευτικοῦ, Ἰλ. Π. 408· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἀμυντικῶν ὅπλων, [[οἷον]] ἐπὶ τῶν χαλκίνων πλακῶν τῶν καλυπτουσῶν τὴν ἀσπίδα, Υ. 274· χαλκὸν ζώννυσθαι, ἐπὶ πολεμιστοῦ ζωννυμένου τὴν πανοπλίαν [[αὐτοῦ]], Ψ. 130· κεκορυθμένος αἴθοπι χαλκῷ Δ. 495· ἐδύσετο νώροπα χ. Β. 578· ἐπί τε ἐπιθετικῶν καὶ ἀμυντικῶν ὅπλων, πλάγχθη δ’ ἀπὸ [[χαλκόφι]] [[χαλκός]], ἡ χαλκίνη [[λόγχη]] ἀπεκρούσθη ἀπὸ τῆς χαλκίνης περικεφαλαίας, Λ. 351. 2) ἐπὶ σκευῶν ἢ ἀγγείων, [[λέβης]], «[[χάλκωμα]]», [[κάλπη]], Σ. 349, πρβλ. Ὀδ. Θ. 426, ἐπὶ τεφροδόχου κάλπης, Σοφ. Ἠλ. 758· καὶ περιληπτικῶς ἐπὶ πολλῶν [[ὁμοῦ]] χαλκῶν καὶ ὀρειχαλκίνων ἀγγείων καὶ σκευῶν (πρβλ. Λατ. argentum), Πινδ. Ν. 10. 84· καὶ [[οὕτως]] [[ἴσως]] ἐν Ὀδ. Β. 338, [[θάλαμον]]…, ὅθι νητὸς χρυσὸς καὶ χ. ἔκειτο, πρβλ. Φ. 10, 62, Ἰλ. Β. 226· ἐχρησίμευε δὲ καὶ εἰς ἀπότισιν λύτρων, Χ. 50, 340, Ὀδ. Γ. 38. 3) ἐπὶ χαλκοῦ κατόπτρου, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 274, Ἀνθ. Παλατ. 6. 210· πρβλ. [[χαλκεῖον]] ΙΙ. 3. 4) [[νόμισμα]] χαλκοῦν ὡς τὸ [[χαλκοῦς]] ΙΙ, Πλούτ. 2. 665Β· περιληπτικῶς, χρήματα, χαλκοῦ [[σπάνις]] Μενάνδρ. Μονόστ. 156· χαλκὸν ἔχων πῶς οὐδὲν ἔχεις; Ἀνθ. Παλατ. 11. 167. ΙΙΙ. χαλκοῦ [[ἄνθος]], Λατ. aeris fios, ἡ [[οὐσία]] ἥτις ἐκπίπτει ἀπὸ τοῦ χαλκοῦ ἐν ᾧ ψύχεται, [[εἶδος]] σκωρίας, Ἱππ. 635. 54, πρβλ. 472. 3 κἑξ.· καὶ χαλκοῦ [[λεπίς]], Λατ. aeris squama, αἱ μικραὶ λεπίδες αἵτινες ἀποχωρίζονται ἐν ᾧ ὁ χαλκὸς σφυρηλατεῖται, Διοσκ. 5. 89, 90, πρβλ. Πλίν. 34. 24· πρβλ. [[χάλκανθον]]. (Ἡ [[ἐτυμολογία]] [[ἀμφίβολος]]. Ὁ Curt., [[καίπερ]] ἀντιλέγοντος τοῦ Μüller, παραβάλλει τὴν λέξιν πρὸς τὸ Σανσκρ. hrik-us, hlik-us ([[κασσίτερος]])· Σλαυ. zel-ezo, Λιθ. gel-ezis, ([[σίδηρος]]), πρβλ. χάλυψ, καὶ νομίζει ὅτι χαλκὸς καὶ χρυσὸς δυνατὸν νὰ ἔχωσι τὴν αὐτὴν ῥίζαν, δηλ. Σανσκρ. ghar (lucere). Ἕτερος παρετήρησεν ὅτι ἡ [[λέξις]] χαλκὸς ἐπί τε τῆς ἰδιαιτέρας σημασίας τοῦ γνωστοῦ μετάλλου καὶ ἐπὶ τῆς γενικωτέρας παντὸς μετάλλου ἀπαντᾷ μόνον ἐν τῇ Ἑλληνικῇ· ἡ δὲ Λατ. λέξ. aes, ἥτις παρουσιάζει τὴν αὐτὴν μετάβασιν καὶ μεταβολὴν ἐννοιῶν, ἀπαντᾷ ἐν τῷ Γοτθ. ais, Ἀρχ. Γερμ. êr (Γερμ. erz), Ἀγγλο-Σαξον. âr (ore)· ἐν ᾧ ἡ αὐτὴ [[λέξις]] ἐν τῇ Σανσκρ. ayas, ἔλαβε τὴν σημασίαν τοῦ σιδήρου, καὶ ἡ νεωτέρα Γερμ. [[λέξις]] eisen δεικνύει παρόμοιον περιορισμὸν ἐννοίας· ἴδε Μüller Sc. of. L. 2, σ. 230 κἑξ.) | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |