ἀποβλέπω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0297.png Seite 297]] seine Blicke auf etwas richten, hinansehen, [[πρός]] τι od. εἴς τι, Plat. Phaedr. 234 d 239 b u. öfter; δεῦρο Ar. Nubb. 91; [[ἑκατέρωσε]] Plat. Rep. VI, 501 b; [[κατά]] τι Luc. D. Mort. 18, 1; τί Plut. Lucull. 26; – dah. a) berücksichtigen, beachten, ἀποβλέψατε ἐς πατέρων θήκας Thuc. 3, 58; πρὸς ἀνθρώπων δόξας Plat. Parm. 130 e; εἰς Ὅμηρον Conv. 209 d; πρὸς τὴν δόξαν Isocr. 1, 17, u. sehr oft sonst; [[πρός]] τινα, Einen zur Richtschnur seiner Handlungen machen, Xen. An. 3, 1, 36; ἡ πατρὶς εἰς σὲ ἀποβλέπει, sieht auf dich, setzt seine Hoffnungen auf dich, Hell. 6, 1, 4; vgl. Mem. 4, 2, 7. 30. – b) bewundern, Eur. I. A. 1378; pass., Ar. Eccl. 726; ὡς [[εὐδαίμων]] ἀποβλέπεσθαι Luc. Nigr. 13.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0297.png Seite 297]] seine Blicke auf etwas richten, hinansehen, [[πρός]] τι od. εἴς τι, Plat. Phaedr. 234 d 239 b u. öfter; δεῦρο Ar. Nubb. 91; [[ἑκατέρωσε]] Plat. Rep. VI, 501 b; [[κατά]] τι Luc. D. Mort. 18, 1; τί Plut. Lucull. 26; – dah. a) berücksichtigen, beachten, ἀποβλέψατε ἐς πατέρων θήκας Thuc. 3, 58; πρὸς ἀνθρώπων δόξας Plat. Parm. 130 e; εἰς Ὅμηρον Conv. 209 d; πρὸς τὴν δόξαν Isocr. 1, 17, u. sehr oft sonst; [[πρός]] τινα, Einen zur Richtschnur seiner Handlungen machen, Xen. An. 3, 1, 36; ἡ πατρὶς εἰς σὲ ἀποβλέπει, sieht auf dich, setzt seine Hoffnungen auf dich, Hell. 6, 1, 4; vgl. Mem. 4, 2, 7. 30. – b) bewundern, Eur. I. A. 1378; pass., Ar. Eccl. 726; ὡς [[εὐδαίμων]] ἀποβλέπεσθαι Luc. Nigr. 13.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀποβλέψομαι, <i>ao.</i> ἀπέβλεψα, <i>pf. inus.</i><br />regarder à distance ; jeter les yeux sur, avoir les yeux fixés sur, acc. <i>ou</i> [[εἰς]] <i>ou</i> [[κατά]] et l'acc. ; <i>particul.</i> avoir les yeux fixés avec admiration <i>ou</i> avec respect, acc. <i>ou</i> [[εἰς]] <i>ou</i> [[πρός]] et l'acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀποβλέπομαι avoir les yeux fixés sur, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[βλέπω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποβλέπω''': μέλλ. -βλέψομαι Λουκ. Ἐνύπν. 12, κτλ.: πρκμ. -βέβλεφα Ἀντίπατρ. παρὰ Στοβ. 428. 10: ― Μέσ., ἐνεστ. Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 2. 47: ἀόρ., Σχόλ. εἰς Ὀδ. Μ. 247: ― Παθ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 726. Στρέφω τοὺς ὀφθαλμούς μου ἀπὸ παντὸς ἄλλου πράγματος πρὸς ἕν, [[προσατενίζω]], ἐς ἐμὲ Ἡρόδ. 7. 135· ἐς σ’ ἀποβλέπον Εὐρ. Ἀνδρ. 246, πρβλ. Πλάτ. Χαρμ. 162Β, κ. ἀλλ.· ἐς ἀκτὰς Εὐρ. Ἱππ. 1206· ἐς μίαν τύχην ἀπ. ὁ αὐτ. Ἑλ. 267· πρὸς τὸ Ἡραῖον Ἡρόδ. 9. 61, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 431B· [[πρός]] τινα ὁ αὐτ. Φαίδων 115C, Φαῖδρ. 231D, κ. ἀλλ. 2) [[προσέχω]] εἴς τι, [[λαμβάνω]] αὐτὸ ὑπ' ὄψιν, [[ἀποβλέπω]], ἐς τὸ κακὸν Ἀριστοφ. Βάτρ. 1171· εἰς τὰ κοινὰ Εὐρ. Ἱκ. 422· εἰς τὰ πράγματα ἐπ. φαύλως ἔχοντα Δημ. 26. 17· εἰς τὸ [[κέρδος]] μόνον Δημήτρ. ἐν Ἀδήλ. 2· ἐπί τι Πλάτ. Φίλ. 61D· κατά τι Λουκ. Νεκρικ. Διάλογ. 18. 1· [[πρός]] τι Πλάτ. Πολ. 477C, κ. ἀλλ.· εἰς τὰ πράγματ’ ἀπ... καὶ πρὸς τοὺς λόγους Δημ. 28. 3· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτιατ., Θεόφρ. περὶ Ἰλίγγων 8, Πλούτ. κλ. 3) ἐπὶ τόπου, εἶμαι [[ἐστραμμένος]] [[πρός]] τι [[μέρος]], [[βλέπω]] [[πρός]] τι [[μέρος]], ἀνδριάντι πρὸς τὴν ὁδὸν… ἀποβλέποντι Δίων Κ. 76. 11· Ρήνου προχοὰς Ἀνθ. Π. 9. 283. 4) [[βλέπω]] [[πρός]] τι μετὰ στοργῆς, θαυμασμοῦ ἢ ἐκπλήξεως, [[βλέπω]] ὡς πρὸς [[ὑπόδειγμα]], [[πρότυπον]], Λατ. observare, suspicere, μετ’ αἰτιατ., οὐ χρὴ… μέγαν ὄλβον ἀπ. Σοφ. Ἀποσπ. 520· ἀπ. τινὰ Λουκ. Βίων Πρᾶσις 10· ἀλλὰ συνηθέστερον μετὰ προθέσεως, εἰς ἐμ’ Ἑλλὰς… ἀπ. Εὐρ. Ι. Α. 1378· ἡ σή πατρὶς εἰς σὲ ἀπ. Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 8, πρβλ. Θουκ. 3. 58· οὕτω, ἀπ. [[πρός]] τινα Εὐρ. Ι. Τ. 928, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 30· ἐπὶ ματαιόφρονος ἀνθρώπου, ἀπ. εἰς τὴν ἑαυτῆς σκιὰν [[αὐτόθι]] 2. 1, 22· πρὸς δήλωσιν ἐντελοῦς ἐξαρτήσεως ἀπὸ ἑτέρου, Πλάτ. Φαῖδρ. 289Β· [[ἀποβλέπω]], [[ἀτενίζω]] εἴς τι ἐπὶ κυνὸς ἀτενίζοντος εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ κυρίου του, εἰς τὴν ἐκείνου τράπεζαν ἀποβλέπων [[ὥσπερ]] [[κύων]] Ξεν. Ἀν. 7. 2, 33: ― [[βλέπω]] μετὰ πόθου, ἐς τὸν ἀγρὸν Ἀριστοφ. Ἀχ. 32: ― Παθ. προσβλέπομαι, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 726· ὡς [[εὐδαίμων]] ἀπ. Λουκ. Νιγρ. 13. πρβλ. Ἐνύπνιον 11. 5) ἀλλ’ εἴς γε τοιόνδ’ ἄνδρ’ ἀποβλέψας μόνον τροπαῖον [[αὐτοῦ]] στήσομαι [[πρέσβυς]] περ ὤν, καὶ ἓν μόνον [[βλέμμα]] νὰ ῥίψω ἐπ’ [[αὐτοῦ]] θὰ τὸν καταβάλω, Εὐρ. Ἀνδρ. 762. ΙΙ. [[ἀποστρέφω]] τοὺς ὀφθαλμούς, Δίων Χρυσ. σ. 272.
|lstext='''ἀποβλέπω''': μέλλ. -βλέψομαι Λουκ. Ἐνύπν. 12, κτλ.: πρκμ. -βέβλεφα Ἀντίπατρ. παρὰ Στοβ. 428. 10: ― Μέσ., ἐνεστ. Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 2. 47: ἀόρ., Σχόλ. εἰς Ὀδ. Μ. 247: ― Παθ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 726. Στρέφω τοὺς ὀφθαλμούς μου ἀπὸ παντὸς ἄλλου πράγματος πρὸς ἕν, [[προσατενίζω]], ἐς ἐμὲ Ἡρόδ. 7. 135· ἐς σ’ ἀποβλέπον Εὐρ. Ἀνδρ. 246, πρβλ. Πλάτ. Χαρμ. 162Β, κ. ἀλλ.· ἐς ἀκτὰς Εὐρ. Ἱππ. 1206· ἐς μίαν τύχην ἀπ. ὁ αὐτ. Ἑλ. 267· πρὸς τὸ Ἡραῖον Ἡρόδ. 9. 61, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 431B· [[πρός]] τινα ὁ αὐτ. Φαίδων 115C, Φαῖδρ. 231D, κ. ἀλλ. 2) [[προσέχω]] εἴς τι, [[λαμβάνω]] αὐτὸ ὑπ' ὄψιν, [[ἀποβλέπω]], ἐς τὸ κακὸν Ἀριστοφ. Βάτρ. 1171· εἰς τὰ κοινὰ Εὐρ. Ἱκ. 422· εἰς τὰ πράγματα ἐπ. φαύλως ἔχοντα Δημ. 26. 17· εἰς τὸ [[κέρδος]] μόνον Δημήτρ. ἐν Ἀδήλ. 2· ἐπί τι Πλάτ. Φίλ. 61D· κατά τι Λουκ. Νεκρικ. Διάλογ. 18. 1· [[πρός]] τι Πλάτ. Πολ. 477C, κ. ἀλλ.· εἰς τὰ πράγματ’ ἀπ... καὶ πρὸς τοὺς λόγους Δημ. 28. 3· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτιατ., Θεόφρ. περὶ Ἰλίγγων 8, Πλούτ. κλ. 3) ἐπὶ τόπου, εἶμαι [[ἐστραμμένος]] [[πρός]] τι [[μέρος]], [[βλέπω]] [[πρός]] τι [[μέρος]], ἀνδριάντι πρὸς τὴν ὁδὸν… ἀποβλέποντι Δίων Κ. 76. 11· Ρήνου προχοὰς Ἀνθ. Π. 9. 283. 4) [[βλέπω]] [[πρός]] τι μετὰ στοργῆς, θαυμασμοῦ ἢ ἐκπλήξεως, [[βλέπω]] ὡς πρὸς [[ὑπόδειγμα]], [[πρότυπον]], Λατ. observare, suspicere, μετ’ αἰτιατ., οὐ χρὴ… μέγαν ὄλβον ἀπ. Σοφ. Ἀποσπ. 520· ἀπ. τινὰ Λουκ. Βίων Πρᾶσις 10· ἀλλὰ συνηθέστερον μετὰ προθέσεως, εἰς ἐμ’ Ἑλλὰς… ἀπ. Εὐρ. Ι. Α. 1378· ἡ σή πατρὶς εἰς σὲ ἀπ. Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 8, πρβλ. Θουκ. 3. 58· οὕτω, ἀπ. [[πρός]] τινα Εὐρ. Ι. Τ. 928, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 30· ἐπὶ ματαιόφρονος ἀνθρώπου, ἀπ. εἰς τὴν ἑαυτῆς σκιὰν [[αὐτόθι]] 2. 1, 22· πρὸς δήλωσιν ἐντελοῦς ἐξαρτήσεως ἀπὸ ἑτέρου, Πλάτ. Φαῖδρ. 289Β· [[ἀποβλέπω]], [[ἀτενίζω]] εἴς τι ἐπὶ κυνὸς ἀτενίζοντος εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ κυρίου του, εἰς τὴν ἐκείνου τράπεζαν ἀποβλέπων [[ὥσπερ]] [[κύων]] Ξεν. Ἀν. 7. 2, 33: ― [[βλέπω]] μετὰ πόθου, ἐς τὸν ἀγρὸν Ἀριστοφ. Ἀχ. 32: ― Παθ. προσβλέπομαι, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 726· ὡς [[εὐδαίμων]] ἀπ. Λουκ. Νιγρ. 13. πρβλ. Ἐνύπνιον 11. 5) ἀλλ’ εἴς γε τοιόνδ’ ἄνδρ’ ἀποβλέψας μόνον τροπαῖον [[αὐτοῦ]] στήσομαι [[πρέσβυς]] περ ὤν, καὶ ἓν μόνον [[βλέμμα]] νὰ ῥίψω ἐπ’ [[αὐτοῦ]] θὰ τὸν καταβάλω, Εὐρ. Ἀνδρ. 762. ΙΙ. [[ἀποστρέφω]] τοὺς ὀφθαλμούς, Δίων Χρυσ. σ. 272.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀποβλέψομαι, <i>ao.</i> ἀπέβλεψα, <i>pf. inus.</i><br />regarder à distance ; jeter les yeux sur, avoir les yeux fixés sur, acc. <i>ou</i> [[εἰς]] <i>ou</i> [[κατά]] et l'acc. ; <i>particul.</i> avoir les yeux fixés avec admiration <i>ou</i> avec respect, acc. <i>ou</i> [[εἰς]] <i>ou</i> [[πρός]] et l'acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀποβλέπομαι avoir les yeux fixés sur, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[βλέπω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR