ἀσπάλαθος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0373.png Seite 373]] ὁ, Ar. B. A. 10, wo es ἀκανθῶδες [[φυτόν]] erkl. ist; auch ἡ, Pherecrat. bei Ath. XV, 685 b, ein dorniger Strauch, von dem die Rinde der Wurzel zu wohlriechenden Oelen gebraucht wurde, Plat. Rep. X, 616 a; Theocr. 4, 57 u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0373.png Seite 373]] ὁ, Ar. B. A. 10, wo es ἀκανθῶδες [[φυτόν]] erkl. ist; auch ἡ, Pherecrat. bei Ath. XV, 685 b, ein dorniger Strauch, von dem die Rinde der Wurzel zu wohlriechenden Oelen gebraucht wurde, Plat. Rep. X, 616 a; Theocr. 4, 57 u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ <i>ou</i> ἡ)<br />aspalathe <i>ou</i> genêt épineux, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσπάλᾰθος''': -ου, ὁ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 588, ἀλλὰ συνηθέστερον, ἡ, ὡς Φερεκράτ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 2· «[[θάμνος]] ἐστὶ [[ξυλώδης]], ἀκάνθαις πολλαῖς [[κεχρημένος]]... ᾧ χρῶνται οἱ μυρεψοὶ εἰς τὰς τῶν μύρων στύψεις. Ἔστι δὲ καλὸς ὁ βαρὺς καὶ μετὰ τὸ περιφλοισθῆναι [[ὑπέρυθρος]] ἢ πορφυρίζων, [[πυκνός]], [[εὐώδης]], πικρίζων ἐν τῇ γεύσει» κτλ. Διοσκ. 1. 19, Λατ. Genista acanthoclada, ἀσπάλαθοι δὲ τάπησιν ὁμοῖον [[στρῶμα]] θανόντι Θέογν. 1193· στύφει δὲ καὶ ἡ [[ἀσπάλαθος]] ἡ [[εὐώδης]] Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 7, 3, Θεόκρ. 24. 87: ― ὡς [[εἶδος]] βασανιστηρίου, συμποδίσαντες χεῖράς τε καὶ πόδας καὶ κεφαλήν... εἷλκον παρὰ τὴν ὁδὸν ἐκτὸς ἐπ’ ἀσπαλάθων κνάπτοντες Πλάτ. Πολ. 616Α. ― [[Κατὰ]] τὸν Sibthorp τὸ σημερινὸν [[ὄνομα]] τοῦ φυτοῦ τούτου [[εἶναι]]: ἀσπάλατος ἢ ἀσπαλαθειά.
|lstext='''ἀσπάλᾰθος''': -ου, ὁ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 588, ἀλλὰ συνηθέστερον, ἡ, ὡς Φερεκράτ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 2· «[[θάμνος]] ἐστὶ [[ξυλώδης]], ἀκάνθαις πολλαῖς [[κεχρημένος]]... ᾧ χρῶνται οἱ μυρεψοὶ εἰς τὰς τῶν μύρων στύψεις. Ἔστι δὲ καλὸς ὁ βαρὺς καὶ μετὰ τὸ περιφλοισθῆναι [[ὑπέρυθρος]] ἢ πορφυρίζων, [[πυκνός]], [[εὐώδης]], πικρίζων ἐν τῇ γεύσει» κτλ. Διοσκ. 1. 19, Λατ. Genista acanthoclada, ἀσπάλαθοι δὲ τάπησιν ὁμοῖον [[στρῶμα]] θανόντι Θέογν. 1193· στύφει δὲ καὶ ἡ [[ἀσπάλαθος]] ἡ [[εὐώδης]] Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 7, 3, Θεόκρ. 24. 87: ― ὡς [[εἶδος]] βασανιστηρίου, συμποδίσαντες χεῖράς τε καὶ πόδας καὶ κεφαλήν... εἷλκον παρὰ τὴν ὁδὸν ἐκτὸς ἐπ’ ἀσπαλάθων κνάπτοντες Πλάτ. Πολ. 616Α. ― [[Κατὰ]] τὸν Sibthorp τὸ σημερινὸν [[ὄνομα]] τοῦ φυτοῦ τούτου [[εἶναι]]: ἀσπάλατος ἢ ἀσπαλαθειά.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ <i>ou</i> ἡ)<br />aspalathe <i>ou</i> genêt épineux, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue.
}}
}}
{{grml
{{grml