ἀστεῖος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0375.png Seite 375]] auch 2 End., städtisch u. dah. sein gebildet, witzig, vgl. bes. Xen. Cyr. 2, 2, 12, wo die ἀστεῖοι καὶ εὐχάριτες den ἀλαζόνες als solche entgegengesetzt werden, die Lachen erregen, [[μήτε]] ἐπὶ ζημίᾳ τῶν ἀκουόντων, [[μήτε]] ἐπὶ τῷ ἑαυτῶν κέρδει, [[μήτε]] ἐπὶ βλάβῃ μηδεμιᾷ; Cyr. 8, 4, 23; ἂν ἓν ἢ δύο ἀστεῖα εἴπωσι Dem. 23. 206. Bei Isocr. 2, 34 Ggstz [[ταπεινός]]. Bei Plat. theils freundlich, theilnehmend, Phaed. 116 d, theils spaßhaft, [[εὐήθεια]] Phaedr. 242 e, λόγοι 227 e; Spötter, Rep. V, 452 d; Sp. = gut, dem [[αἰσχρός]] entgeggsetzt, Plut. Them. 5; bes. von Waaren, sein, sauber. – Adv. ἀστείως, ἐπισκώπτειν Luc. Nigr. 13; ὑποκορίζεσθαι Plut. Sol. 15.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0375.png Seite 375]] auch 2 End., städtisch u. dah. sein gebildet, witzig, vgl. bes. Xen. Cyr. 2, 2, 12, wo die ἀστεῖοι καὶ εὐχάριτες den ἀλαζόνες als solche entgegengesetzt werden, die Lachen erregen, [[μήτε]] ἐπὶ ζημίᾳ τῶν ἀκουόντων, [[μήτε]] ἐπὶ τῷ ἑαυτῶν κέρδει, [[μήτε]] ἐπὶ βλάβῃ μηδεμιᾷ; Cyr. 8, 4, 23; ἂν ἓν ἢ δύο ἀστεῖα εἴπωσι Dem. 23. 206. Bei Isocr. 2, 34 Ggstz [[ταπεινός]]. Bei Plat. theils freundlich, theilnehmend, Phaed. 116 d, theils spaßhaft, [[εὐήθεια]] Phaedr. 242 e, λόγοι 227 e; Spötter, Rep. V, 452 d; Sp. = gut, dem [[αἰσχρός]] entgeggsetzt, Plut. Them. 5; bes. von Waaren, sein, sauber. – Adv. ἀστείως, ἐπισκώπτειν Luc. Nigr. 13; ὑποκορίζεσθαι Plut. Sol. 15.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />de citadin ; de bon goût, cultivé, <i>d'où</i><br /><b>1</b> élégant, agréable;<br /><b>2</b> fin, intelligent, spirituel;<br /><b>3</b> joli, gracieux, d'apparence agréable.<br />'''Étymologie:''' [[ἄστυ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀστεῖος''': -α, -ον, [[ὡσαύτως]] ος, ον, Δίφιλ. ἐν «Συναποθνήσκουσιν» 1· (ἄστυ): ὁ ἐκ τοῦ ἄστεως, ἐκ τῆς πόλεως· ἀλλ’ ἐπὶ τῆς κυριολεκτικῆς σημασ. [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἡ λέξ. [[ἀστικός]]. ΙΙ. ὡς τὸ Λατ. urbanus, ἁρμόζων εἰς πόλιν, ὁ ἐν πόλει τεθραμμένος, εὐγενὴς τοὺς τρόπους, [[εὔχαρις]], [[εὐτράπελος]], [[κομψός]], ἀντίθ. τῷ [[ἄγροικος]], Πλάτ. Φαίδων 116D· νῦν οὖν γένοιτ’ [[ἀστεῖος]] οἰκῶν ἐν πόλει Ἀλκαῖος Κωμ. ἐν «Πασιφάνῃ» 1. 2) ἐπὶ διανοημάτων, λόγων ἢ λέξεων, [[λεπτός]], [[κομψός]], εὐφυής, διάλεκτον ἀστείαν ὑποθηλυτέραν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν φράσιν ἀνελεύθερον ὑπαγροικοτέραν, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 552· ἀστεῖον τι λέξαι ὁ αὐτ. Βαβρ. 5, 901· ἀστεῖα λέγεις ([[ἔνθα]] ὑπάρχει λογοπαίγνιον ἐπὶ τῆς διπλῆς σημασίας, εὐφυὴς καὶ [[δημοτικός]], δηλ. [[κεχαρισμένος]] τοῖς πολλοῖς) ὁ αὐτ. Νεφ. 204· ἀστεῖον εἰπεῖν Κωμ. Ἀνών. 248· ἀστ. οἱ λόγοι Πλάτ. Φαῖδρ. 227D· ἀστειοτάτας ἐπινοίας Ἀριστοφ. Ἱππ. 539· ἐπὶ προσώπων, οἱ ἀστεῖοι, οἱ λέγοντες ἀστεῖα, Πλάτ. Πολ. 452D· τὰ ἀστεῖα, εὐφυεῖς λόγοι, εὐφυολογίαι, Ἀριστ. Ρητ. 3. 10, 1, κ. ἀλλ.: - Ἐπίρρ. ἀστείως, Πλούτ. 2. 123Ε, κ. ἀλλ. 3) ὡς γενικὴ [[λέξις]] ἐπαίνου, ἐπὶ πραγμάτων καὶ προσώπων, [[λεπτός]], [[ἡδύς]], [[ἁβρός]], [[θελκτικός]], [[κομψός]], νή τὸν Δί’ ἀστείω γε τὼ βοσκήματε Ἀριστοφ. Ἀχ. 811· καὶ [[μάλα]] γε ἀστείας ἑορτῆς, λαμπρᾶς, Πλάτ. Γοργ. 447Α· οὐ γὰρ ἂν ἦν [[ἀστεῖος]], [[ὥσπερ]] νῦν, καὶ [[εὐήθης]] (ἐπὶ καλῆς σημασίας) ὁ αὐτ. Πολ. 349Β, πρβλ. Φαῖδρ. 242Ε· ἀλλ’ ἀντιτίθεται τῷ [[ἁπλοῦς]] παρ’ Ἀναξίλᾳ ἐν «Νεοττίδι» 2 (ἐστὶ [[γοῦν]] ἁπλῆ τις; ἀστεία μὲν οὖν νὴ τὸν Δία)· ἀστεῖόν γε, ἦ δ’ ὅς, ὅτι ἐρυθριᾷς... καὶ ὀκνεῖς εἰπεῖν Σωκράτει [[τοὔνομα]] Πλάτ. Λύσ. 204C. β) εἰρωνικῶς, ἀστεῖόν γε [[κέρδος]] ἔλαβεν ὁ [[κακοδαίμων]], ὡραῖον τῷ ὄντι [[κέρδος]]..., Ἀριστοφ. Νεφ. 1064· [[ἀστεῖος]] εἶ, εἶσαι [[νόστιμος]], Δίφυλ. ἐν «Συνωρίδι» 1. 4) ἐπὶ ἐξωτερικοῦ παραστήματος, [[κομψός]], [[κόσμιος]], [[εὐπρεπής]], [[χαρίεις]], Ἱππ. 1276. 38, κ. ἀλλ., Ἑβδ. (Ἔξ. β΄, 2), κ. ἀλλ.· οἱ μικροὶ ἀστεῖοι καὶ σύμμετροι, καλοῖ δ’ οὒ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 3, 5· ἀλλὰ τὸ παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Κριτ. γ΄, 17) καὶ Ἐγλώμ ἀνὴρ [[ἀστεῖος]] [[σφόδρα]], ἐν τῷ Ἑβρ. ἀρχετύπῳ [[εἶναι]] «καὶ ὁ Ἐγλὼμ ἦν [[ἄνθρωπος]] παχὺς [[σφόδρα]]»: - παρὰ Κωμ. συχν. ἐπὶ λιχνευμάτων ἢ ἐκλεκτῶν ἐδεσμάτων, [[κραμβίδιον]] ἐφθὸν χάριεν ἀστεῖον [[πάνυ]] Ἀντιφάν. ἐν «Ἀγροίκοις» 6· τριωβόλου κρεΐσκον ἀστεῖον [[πάνυ]] ὕειον Ἄλεξ. ἐν «Πονήρᾳ» 4· ἀλλὰ μεταγ. καὶ ἐπὶ φυσικῶν προϊόντων, ἀκριβῶς ὡς τὸ [[ἀγαθός]], καλὸς εἰς τὸ εἶδός του, [[ἑλλέβορος]] Στράβ. 418, κτλ.
|lstext='''ἀστεῖος''': -α, -ον, [[ὡσαύτως]] ος, ον, Δίφιλ. ἐν «Συναποθνήσκουσιν» 1· (ἄστυ): ὁ ἐκ τοῦ ἄστεως, ἐκ τῆς πόλεως· ἀλλ’ ἐπὶ τῆς κυριολεκτικῆς σημασ. [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἡ λέξ. [[ἀστικός]]. ΙΙ. ὡς τὸ Λατ. urbanus, ἁρμόζων εἰς πόλιν, ὁ ἐν πόλει τεθραμμένος, εὐγενὴς τοὺς τρόπους, [[εὔχαρις]], [[εὐτράπελος]], [[κομψός]], ἀντίθ. τῷ [[ἄγροικος]], Πλάτ. Φαίδων 116D· νῦν οὖν γένοιτ’ [[ἀστεῖος]] οἰκῶν ἐν πόλει Ἀλκαῖος Κωμ. ἐν «Πασιφάνῃ» 1. 2) ἐπὶ διανοημάτων, λόγων ἢ λέξεων, [[λεπτός]], [[κομψός]], εὐφυής, διάλεκτον ἀστείαν ὑποθηλυτέραν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν φράσιν ἀνελεύθερον ὑπαγροικοτέραν, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 552· ἀστεῖον τι λέξαι ὁ αὐτ. Βαβρ. 5, 901· ἀστεῖα λέγεις ([[ἔνθα]] ὑπάρχει λογοπαίγνιον ἐπὶ τῆς διπλῆς σημασίας, εὐφυὴς καὶ [[δημοτικός]], δηλ. [[κεχαρισμένος]] τοῖς πολλοῖς) ὁ αὐτ. Νεφ. 204· ἀστεῖον εἰπεῖν Κωμ. Ἀνών. 248· ἀστ. οἱ λόγοι Πλάτ. Φαῖδρ. 227D· ἀστειοτάτας ἐπινοίας Ἀριστοφ. Ἱππ. 539· ἐπὶ προσώπων, οἱ ἀστεῖοι, οἱ λέγοντες ἀστεῖα, Πλάτ. Πολ. 452D· τὰ ἀστεῖα, εὐφυεῖς λόγοι, εὐφυολογίαι, Ἀριστ. Ρητ. 3. 10, 1, κ. ἀλλ.: - Ἐπίρρ. ἀστείως, Πλούτ. 2. 123Ε, κ. ἀλλ. 3) ὡς γενικὴ [[λέξις]] ἐπαίνου, ἐπὶ πραγμάτων καὶ προσώπων, [[λεπτός]], [[ἡδύς]], [[ἁβρός]], [[θελκτικός]], [[κομψός]], νή τὸν Δί’ ἀστείω γε τὼ βοσκήματε Ἀριστοφ. Ἀχ. 811· καὶ [[μάλα]] γε ἀστείας ἑορτῆς, λαμπρᾶς, Πλάτ. Γοργ. 447Α· οὐ γὰρ ἂν ἦν [[ἀστεῖος]], [[ὥσπερ]] νῦν, καὶ [[εὐήθης]] (ἐπὶ καλῆς σημασίας) ὁ αὐτ. Πολ. 349Β, πρβλ. Φαῖδρ. 242Ε· ἀλλ’ ἀντιτίθεται τῷ [[ἁπλοῦς]] παρ’ Ἀναξίλᾳ ἐν «Νεοττίδι» 2 (ἐστὶ [[γοῦν]] ἁπλῆ τις; ἀστεία μὲν οὖν νὴ τὸν Δία)· ἀστεῖόν γε, ἦ δ’ ὅς, ὅτι ἐρυθριᾷς... καὶ ὀκνεῖς εἰπεῖν Σωκράτει [[τοὔνομα]] Πλάτ. Λύσ. 204C. β) εἰρωνικῶς, ἀστεῖόν γε [[κέρδος]] ἔλαβεν ὁ [[κακοδαίμων]], ὡραῖον τῷ ὄντι [[κέρδος]]..., Ἀριστοφ. Νεφ. 1064· [[ἀστεῖος]] εἶ, εἶσαι [[νόστιμος]], Δίφυλ. ἐν «Συνωρίδι» 1. 4) ἐπὶ ἐξωτερικοῦ παραστήματος, [[κομψός]], [[κόσμιος]], [[εὐπρεπής]], [[χαρίεις]], Ἱππ. 1276. 38, κ. ἀλλ., Ἑβδ. (Ἔξ. β΄, 2), κ. ἀλλ.· οἱ μικροὶ ἀστεῖοι καὶ σύμμετροι, καλοῖ δ’ οὒ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 3, 5· ἀλλὰ τὸ παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Κριτ. γ΄, 17) καὶ Ἐγλώμ ἀνὴρ [[ἀστεῖος]] [[σφόδρα]], ἐν τῷ Ἑβρ. ἀρχετύπῳ [[εἶναι]] «καὶ ὁ Ἐγλὼμ ἦν [[ἄνθρωπος]] παχὺς [[σφόδρα]]»: - παρὰ Κωμ. συχν. ἐπὶ λιχνευμάτων ἢ ἐκλεκτῶν ἐδεσμάτων, [[κραμβίδιον]] ἐφθὸν χάριεν ἀστεῖον [[πάνυ]] Ἀντιφάν. ἐν «Ἀγροίκοις» 6· τριωβόλου κρεΐσκον ἀστεῖον [[πάνυ]] ὕειον Ἄλεξ. ἐν «Πονήρᾳ» 4· ἀλλὰ μεταγ. καὶ ἐπὶ φυσικῶν προϊόντων, ἀκριβῶς ὡς τὸ [[ἀγαθός]], καλὸς εἰς τὸ εἶδός του, [[ἑλλέβορος]] Στράβ. 418, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />de citadin ; de bon goût, cultivé, <i>d'où</i><br /><b>1</b> élégant, agréable;<br /><b>2</b> fin, intelligent, spirituel;<br /><b>3</b> joli, gracieux, d'apparence agréable.<br />'''Étymologie:''' [[ἄστυ]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR